-
21 τροπος
I.ὁ Hom. = τροπωτήρ См. τροπωτηρII.ὅ [τρέπω]1) направлениеπαντοίους τρόπους ἔχειν Her. — идти во всевозможных направлениях;
πάντα τρόπον Her. — по всем направлениям2) способ, образ, манера, лад(ποίῳ, τῷ или τίνι τρόπῳ и τίνα τρόπον; Trag., Plat., Arph.; ἄλλῳ τρόπῳ и ἄλλον τρόπον Thuc., Xen., Plat.)
θατέρου τρόπου Arph. — противоположным образом, напротив;παντὴ τρόπῳ, πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου и πάντας τρόπους Aesch., Xen., Plat. — всеми способами, всячески;καινὸν τρόπον Arph. — по-новому;χαλκοῦ τρόπον Aesch. — словно медь;εἰς и κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον Xen. — таким же образом;ἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ Plat. — обычным образом;κατὰ τρόπον Plat. — надлежащим образом (ср. 4);ἀπὸ τρόπου Plat. — неподобающим образом, некстати;ὅ τ. τῆς λέξεως Plat. — манера изъясняться, стиль речи3) характер, нрав(τ. ἀφιλάργυρος NT.)
οὐ τοὐμοῦ τρόπου Plat. — (это) не по мне;πρὸς τρόπου Plat. — по нраву (по вкусу);οὐκ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου … Xen. — не в характере Кира было …4) обычай, обыкновениеπαρὰ τὸν τρόπον τινός Thuc. — против чьего-л. обыкновения;
κατὰ τρόπον Plat. — по обыкновению (ср. 2);ὥσπερ τ. ἦν αὐτοῖς Xen. — в соответствии с их обыкновением5) pl. образ действия, поведение Her.οὐκ ἐπαινεῖν τοὺς τρόπους τινός Soph. — не одобрять чьего-л. образа действий
6) муз. тонация, лад(τ. Λύδιος Pind.; μουσικῆς τρόποι Plat.)
7) рит. оборот (речи), троп -
22 χαλκεος
1) медный, сделанный из меди или из бронзы(ἔγχος, θώρηξ, κληΐς Hom.; λέβης Aesch., Eur.; σάλπιγξ Soph.; ἀνδριάς Plat.; νόμισμα Polyb.)
χ. Ζεύς Her. — медная статуя Зевса;ἄξιος δὲ σταθῆναι χαλκοῦς, οὐκ ἄξιος ὢν χαλκοῦ ирон. ap. Arst. — считающий себя достойным медного памятника, но не стоящий и медного гроша2) ведущийся из-за медного щитаχ. ἀγών Pind. — состязание за медный щит ( служивший наградой победителю)
3) крепкий как медь(τεῖχος Hom., Aeschin.; ἦτορ Hom.)
κοιμήσατο χάλκεον ὕπνον Hom. — он заснул «свинцовым» (непробудным) сном;χαλκέοισι νώτοις οὐρανὸν ἐκτρίβων Eur. — (Атлант), с усилием поддерживающий небо на железных плечах;ὄψ χάλκεος Hom. — зычный, как медь, голос;4) одетый в медь, в медных доспехах(ἄνδρες Her.)
-
23 χαλκος
ὅ1) медь Hom., Plat., Arst., Plut.χ. ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον погов. NT. — медь звенящая или кимвал звучащий
2) изделие из меди, медный предмет (нож, копье, сосуд и т.д.)λίνον καὴ χ. Hom. — леса с медным крючком;
λεπτότατος χ. Hom. — тончайшая медная пластинка;χαλκὸν ζώννυσθαι Hom. — подпоясаться медным поясом;πλάγχθη δ΄ ἀπὸ χαλκόφι χ. Hom. — медное копье отскочило от медного шлема;ἐν χαλκῷ φέρειν τι Soph. — нести что-л. в медной урне;ὅ διαυγές χ. Anth. — зеркало из (полированной) меди3) медная монета, собир. деньги Anth.χαλκοῦ σπάνις Men. — безденежье
-
24 άνθος
(-ους) τό1) цветок;άνθος του αγρού — полевой цветок;
άνθος της φλαμουριάς — липовый цвет;
φυτεύω (καλλιεργώ) άνθη сажать (выращивать) цветы;2) перен. цвет, лучшая часть;άνθος της κοινωνίας — сливки общества;
§ άνθος χαλκού, σιδήρου — шлак;
άνθη της νεότητας — юношеские прыщи;
] στο άνθος της ηλικίας — во цвете лет
-
25 οξ(ε)ίδιο(ν)
το хим.1) окись;οξ(ε)ίδιο(ν) άνθρακος (χαλκού κ. λ. π.) — окись углерода (меди и т. п.);
2) окисел -
26 οξ(ε)ίδιο(ν)
το хим.1) окись;οξ(ε)ίδιο(ν) άνθρακος (χαλκού κ. λ. π.) — окись углерода (меди и т. п.);
2) окисел -
27 οξ(ε)ίδιο(ν)
το хим.1) окись;οξ(ε)ίδιο(ν) άνθρακος (χαλκού κ. λ. π.) — окись углерода (меди и т. п.);
2) окисел -
28 οξ(ε)ίδιο(ν)
το хим.1) окись;οξ(ε)ίδιο(ν) άνθρακος (χαλκού κ. λ. π.) — окись углерода (меди и т. п.);
2) окисел
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαλκοῦ — χάλκεος of copper masc/neut gen sg (attic epic) χαλκός copper masc gen sg χαλκόω turn to bronze pres imperat mp 2nd sg χαλκόω turn to bronze imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) χαλκοῦς of copper masc/neut gen sg (attic epic) χαλκοῦς of copper… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκου — χαλκός copper masc/fem/neut gen sg χαλκόω turn to bronze pres imperat act 2nd sg χαλκόω turn to bronze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek