-
1 Φυλακια
-
2 φυλακία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φυλακία
-
3 πολῑτο-φυλακία
πολῑτο-φυλακία, ἡ, das Bewachen, Beobachten der Bürger, auch Besatzung einer Stadt, Aen. Tact. 22.
-
4 σωματο-φυλακία
σωματο-φυλακία, ἡ, Beschützung des Leibes, Leibmache, D. Sic. 16, 93.
-
5 σῑτο-φυλακία
σῑτο-φυλακία, ἡ, das Amt der σιτοφύλακες (?).
-
6 νυκτο-φυλακία
νυκτο-φυλακία, ἡ, dasselbe, die Rachtwache, Sp.
-
7 κρῑθο-φυλακία
κρῑθο-φυλακία, ἡ Aufsicht über die Ausfuhr der Gerste, Hesych.
-
8 καιρο-φυλακία
καιρο-φυλακία, ἡ, das Abpassen der rechten Zeit, Sp.
-
9 νομο-φυλακία
νομο-φυλακία, ἡ, das Amt des νομοφύλαξ, die Aufsicht über die Gesetze; Plat. Legg. XII, 961 a; Arist. pol. 6, 8.
-
10 λιμενο-φυλακία
λιμενο-φυλακία, ἡ, das Amt des Hafenwächters, Arist. pol. 6, 8.
-
11 ὀπισθο-φυλακία
ὀπισθο-φυλακία, ἡ, die Nachhut, Xen. An. 4, 6, 19.
-
12 φυλακίαν
φυλακίᾱν, φυλακίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
13 κηρύκαινα
-
14 λιμενοφυλακια
-
15 νομοφυλακια
-
16 οπισθοφυλακια
-
17 σωματοφυλακια
-
18 охранение
охранениес воен. ἡ φύλαξη [-ις], ἡ φρούρηση [-ις], ἡ προστασία:боевое \охранение ἡ προφυλακή, τά προωθημένα φυλάκια -
19 συνοριακός
-
20 φυλάκιο(ν)
τό1) пост, сторожевая будка, сторожевая башня; караульная будка, караульное помещение;τό προχωρημένο φυλάκιο(ν) — передовой пост; — секрет;
προωθημένα φυλάκια — боевое охранение;
2) застава; сторожевой отряд; полевой караул;μεθοριακό φυλάκιο(ν) — пограничная застава
См. также в других словарях:
φυλακία — ἡ, Α [φύλαξ, ακος] φυλακή, φρούρηση … Dictionary of Greek
φυλακίαν — φυλακίᾱν , φυλακία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθοφυλακία — κριθοφυλακία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχὴ ἐπὶ τῆς ἐξαγωγῆς τῆς κριθῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φυλάκια (< φύλαξ), πρβλ. βιβλιο φυλακία, νυχτο φυλακία] … Dictionary of Greek
μνηματοφυλακία — μνηματοφυλακία, η (Α) φύλαξη νεκροταφείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα, ατος + φυλακία (< φύλαξ), πρβλ. κριθο φυλακία, νυκτο φυλακία) … Dictionary of Greek
ποταμοφυλακία — ἡ, Α η υπηρεσία τής φύλαξης, φρούρησης τού ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φυλακία (< φύλαξ < φύλαξ, ακος), πρβλ. υδρο φυλακία] … Dictionary of Greek
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης … Dictionary of Greek
εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… … Dictionary of Greek
εξώβιγλα — ἐξώβιγλα, τα (Μ) τα απομακρυσμένα φυλάκια σε εκστρατείες … Dictionary of Greek
εσώβιγλα — ἐσώβιγλα, τὰ (Μ) (στο Βυζ.) τα φυλάκια τής δεύτερης γραμμής τών προφυλακών στην εκστρατεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + βίγλα] … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek