Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(φυλάκια

См. также в других словарях:

  • φυλακία — ἡ, Α [φύλαξ, ακος] φυλακή, φρούρηση …   Dictionary of Greek

  • φυλακίαν — φυλακίᾱν , φυλακία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθοφυλακία — κριθοφυλακία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχὴ ἐπὶ τῆς ἐξαγωγῆς τῆς κριθῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φυλάκια (< φύλαξ), πρβλ. βιβλιο φυλακία, νυχτο φυλακία] …   Dictionary of Greek

  • μνηματοφυλακία — μνηματοφυλακία, η (Α) φύλαξη νεκροταφείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνῆμα, ατος + φυλακία (< φύλαξ), πρβλ. κριθο φυλακία, νυκτο φυλακία) …   Dictionary of Greek

  • ποταμοφυλακία — ἡ, Α η υπηρεσία τής φύλαξης, φρούρησης τού ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + φυλακία (< φύλαξ < φύλαξ, ακος), πρβλ. υδρο φυλακία] …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… …   Dictionary of Greek

  • εξώβιγλα — ἐξώβιγλα, τα (Μ) τα απομακρυσμένα φυλάκια σε εκστρατείες …   Dictionary of Greek

  • εσώβιγλα — ἐσώβιγλα, τὰ (Μ) (στο Βυζ.) τα φυλάκια τής δεύτερης γραμμής τών προφυλακών στην εκστρατεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + βίγλα] …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»