-
1 охранение
охранениес воен. ἡ φύλαξη [-ις], ἡ φρούρηση [-ις], ἡ προστασία:боевое \охранение ἡ προφυλακή, τά προωθημένα φυλάκια -
2 φυλάκιο(ν)
τό1) пост, сторожевая будка, сторожевая башня; караульная будка, караульное помещение;τό προχωρημένο φυλάκιο(ν) — передовой пост; — секрет;
προωθημένα φυλάκια — боевое охранение;
2) застава; сторожевой отряд; полевой караул;μεθοριακό φυλάκιο(ν) — пограничная застава
-
3 φυλάκιο(ν)
τό1) пост, сторожевая будка, сторожевая башня; караульная будка, караульное помещение;τό προχωρημένο φυλάκιο(ν) — передовой пост; — секрет;
προωθημένα φυλάκια — боевое охранение;
2) застава; сторожевой отряд; полевой караул;μεθοριακό φυλάκιο(ν) — пограничная застава
См. также в других словарях:
εμπροσθοφυλακή — Το επικεφαλής στοιχείο μιας δύναμης που προελαύνει και έχει ως κύρια αποστολή την εξασφάλιση της απρόσκοπτης κίνησης του κύριου σώματος. Αναλυτικότερα, η αποστολή της ε. είναι να αναζητά και να εκμεταλλεύεται τα κενά του εχθρικού αμυντικού… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek