-
1 застава
застава ж το φυλάκιο пограничная \застава το μεθοριακό φυλάκιο* * *жτο φυλάκιοпограни́чная заста́ва — το μεθοριακό φυλάκιο
-
2 инцидент
инцидент м το επεισόδιο; пограничный \инцидент το μεθοριακό επεισόδιο* * *мτο επεισόδιοпограни́чный инциде́нт — το μεθοριακό επεισόδιο
-
3 застава
заставаж1. уст. ἡ πύλη, ἡ είσοδος πόλεως·2. воен. τό φυλάκειο, τό φυλα-κείον:пограничная \застава τό μεθοριακό φυλάκειο. -
4 φυλάκιο(ν)
τό1) пост, сторожевая будка, сторожевая башня; караульная будка, караульное помещение;τό προχωρημένο φυλάκιο(ν) — передовой пост; — секрет;
προωθημένα φυλάκια — боевое охранение;
2) застава; сторожевой отряд; полевой караул;μεθοριακό φυλάκιο(ν) — пограничная застава
-
5 φυλάκιο(ν)
τό1) пост, сторожевая будка, сторожевая башня; караульная будка, караульное помещение;τό προχωρημένο φυλάκιο(ν) — передовой пост; — секрет;
προωθημένα φυλάκια — боевое охранение;
2) застава; сторожевой отряд; полевой караул;μεθοριακό φυλάκιο(ν) — пограничная застава
-
6 застава
-ы θ.1. παλ. πύλη (είσοδος πόλης)• φυλάκιο διοδίων πόλης.2. βλ. шлагбаум.3. (στρατ.) φυλάκιο μεθοριακό.4. φρουρά (στρατιωτικό τμήμα). -
7 пограничный
επ.1. συνοριακός, μεθοριακός, μεθόριος, παραμεθόριος•пограничный город μεθοριακή πόλη•
-ая зона παραμεθόρια ζώνη•
-ая стра— жа μεθοριακή φρουρά•
пограничный инцидент μεθοριακό επισόδειο•
-ые войска στρατεύματα της μεθόριου ή του συνοριακού τομέα•
пограничный знак συνοριακός δείκτης•
-район παραμεθόρια περιοχή.
2. του συνοριακού φρουρού•-ая форма η στολή του συνοριακού φρουρού.
См. также в других словарях:
μεθοριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθόριο γραμμή δύο χωρών, ο συνοριακός («μεθοριακό φυλάκιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθόριος (πρβλ. ήλιος ηλιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Χρυσόστομος — (Αντιόχεια 354; – Κόμανα, Πόντος 407).Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (398 404), από τους σημαντικότερους εκκλησιαστικούς ρήτορες όλων των εποχών και ο πολυγραφότερος από τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν και ορφάνεψε πρόωρα από πατέρα, ανατράφηκε με… … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
Τζιμπουτί — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ερυθραία στα βόρεια, με την Αιθιοπία στα νότια νοτιοδυτικά και με τη Σομαλία στα νότια.Διοικητικά η Δημοκρατία χωρίζεται σε 5 περιφέρειες: Aλί Σαμπίε, Nτικίλ, Tζιμπουτί, Tατζούρα, Γιομπόκ.… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
μεθοριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθόριο, που βρίσκεται στα σύνορα: Μεθοριακό χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)