-
1 εκμανθανω
(fut. ἐκμαθήσομαι)1) основательно изучать(τι Aesch., Her., Eur., Plut., Luc.)
2) узнавать(τι ἀπό τινος Aesch. и τί τινος или τι παρά τινος Soph.)
; в aor. и pf. (у)знать(ἐκμαθεῖν τὸ φρόνημά τινος Her.; ἐκ δέλτων ἐκμεμαθηκέναι τι Plat.)
3) заучивать(ποιητὰς ὅλους Plat.; λόγους ῥητορικούς Arst.)
4) прочно усваивать, проникаться -
2 χωρεω
1) отходить, отступать, уходить Hom., Trag., Thuc.χ. τινος и ἀπό τινος Hom. и ἔκ τινος Aesch. — отступать от чего-л.;
ἀπὸ ὑσμίνης χωρῆσαι Hom. — выйти из боя;χ. ἔξω δωμάτων Aesch. — уходить из храма2) идти, продвигаться, направляться(ἐπί τινα и ἐπί τι Pind., Xen., πρός τινα и πρός τι Soph., Eur., Thuc., παρά и ὥς τινα Luc.)
χ. ἐς δαῖτα Eur. — отправляться на пир;χ. εἰς (τὰ) ὅπλα Eur., Plut. — браться за оружие;χ. κύκλον Arph. — водить хоровод;Κεκροπίαν χθόνα χ. Eur. — отправляться в Кекропов край, т.е. в Аттику;χ. κατὰ τέν εἰς τὸν Πειραιᾶ ἁμαξιτόν Xen. — направиться по проезжей дороге на Пирей;χ. πρός τινα Eur. — устремляться на кого-л.;χ. πρὸς ἔργον Eur. — приступать к делу, но ἀγὼν χωρεῖ πρὸς ἔργον Arph. начинается борьба;διὰ φόνου χ. Eur. — убивать друг друга;ὕδωρ κατὰ τὰς τάφρους ἐχώρει Xen. — вода проникла во рвы;ποταμῶν παγαὴ χωροῦσι Eur. — реки текут;νὺξ ἐχώρει Aesch. — ночь уходила;οἱ τόκοι χωροῦσιν Arph. — проценты идут, т.е. все нарастают;ἐνθεῦτεν μὲν ἥ φάτις αὕτη κεχώρηκε Her. — отсюда-то и пошел этот слух;διὰ πάντων ἀνθρώπων κεχωρηκώς Plut. — получивший всеобщую известность3) принимать (тот или иной) оборот, удаваться(χωρεῖ τὸ πρᾶγμα Arph.)
οὐ χωρεῖ τοὔργον Arph. — дело не двигается;χωρήσαντος Her. — когда ему (это) удалось;παρὰ σμικρὰ κεχωρηκέναι Her. — окончиться пустяками, оказаться безрезультатным4) содержать (в себе), вмещать(ἀμφορέας ἑξακοσίους Her.; δύο χοίνικας Xen.; δύο μεδίμνους Luc.; οὐκ ἐχώρησε ξυνελθόντας ἥ πόλις Thuc.)
ὅταν μηκέτι χωρῇ ταῖς μελίτταις impers. Arst. — когда пчелам не хватает уже места5) перен. вмещать, постигать, понимать(φρόνημά τινος Plut.)
ὅ δυνάμενος χ. χωρείτω NT. — могущий вместить да вместит -
3 στορεννυμι
στόρνῡμι, στρώννῡμι и στρωννύω (fut. στορέσω, aor. ἐστόρεσα - эп. στόρεσα, ион. ἔστρωσα; imper. στόρνυ; pass.: aor. ἐστορέσθην, pf. ἔστρωμαι)1) стлать, расстилать, постилать(δέμνια Hom., Soph.; κλίνην Her.; λέχος τινί Arph.)
χαμάδις σ. Hom. — стлать (постель) на полу2) разгребать(ἀνθρακιήν Hom.)
3) разглаживать, успокаивать(πόντον Hom.; θάλασσαν Theocr.)
τὸ κῦμα ἔστρωτο Her. — взволнованное море улеглось4) валить(πλάτανον δαπέδοις Anth.)
5) смирять, подавлять(τὸ φρόνημά τινος Thuc.)
6) ослаблять, унимать(ὀργήν Aesch.; τὸ λῆμά τινος Eur.)
7) устилать(πέδον πετάσμασιν Aesch.)
; усеивать(τέν ὁδὸν μυρσίνῃσι Her.)
8) выкладывать, мостить(ἐστρωμένη ὁδὸς λίθου Her.)
ἔδαφος λίθων πλαξὴ ἐστρωμένον Luc. — пол, выложенный каменными плитами -
4 διαφαινω
1) показывать, являть, обнаруживать(λευκότητα Arst.; καλὸν πρόσωπον Theocr.; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Polyb.; ἀλκέν καὴ φρόνημα Plut.)
ὥσπερ ἀστραπέ διαφαίνων Plut. — сверкающий как молния;διά τινος δ. Xen. — просвечивать сквозь что-л.2) ярко пылать(διέφαινε - v. l. διέφᾱνε πυρά Pind.)
3) (рас)светать(ἠὼς διέφαινε Her.)
τῆς ἡμέρας διαφαινούσης Polyb. — с рассветом4) med.-pass. быть заметным, показываться, виднеться(ἐν μέσῃ τῇ στήλῃ Her.)
ὅτι νεκύων διεφαίνετο χῶρος Her. — там, где земля была свободна от трупов5) med.-pass. просвечивать, быть прозрачным(τὸ μὲν διαφαινόμενον λευκόν, τὸ δὲ μέ διαφαινόμενον μέλαν Arst.)
6) med.-pass. быть раскаленным(ὅ μόχλος διεφαίνετο Hom.)
7) med.-pass. отличаться, выделяться(δυνάμει Thuc.)
-
5 φθεγμα
- ατος τό1) голос, звукφθέγματα ὀρνίθων Soph. — голоса птиц;
κλύειν φ. τινός Aesch., — слышать чей-л. голос;φ. (sc. ταύρου) Eur. — мычание;βροντᾶς φ. Pind. — удар грома2) слово, речьτὰ σχήματα καὴ τὰ φθέγματα Plat. — осанка и речь
См. также в других словарях:
φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek