Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δια-φαίνω

  • 1 διαφαινω

        1) показывать, являть, обнаруживать
        

    (λευκότητα Arst.; καλὸν πρόσωπον Theocr.; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Polyb.; ἀλκέν καὴ φρόνημα Plut.)

        ὥσπερ ἀστραπέ διαφαίνων Plut. — сверкающий как молния;
        διά τινος δ. Xen.просвечивать сквозь что-л.

        2) ярко пылать
        

    (διέφαινε - v. l. διέφᾱνε πυρά Pind.)

        3) (рас)светать
        τῆς ἡμέρας διαφαινούσης Polyb.с рассветом

        4) med.-pass. быть заметным, показываться, виднеться
        ὅτι νεκύων διεφαίνετο χῶρος Her. — там, где земля была свободна от трупов

        5) med.-pass. просвечивать, быть прозрачным
        

    (τὸ μὲν διαφαινόμενον λευκόν, τὸ δὲ μέ διαφαινόμενον μέλαν Arst.)

        6) med.-pass. быть раскаленным
        

    (ὅ μόχλος διεφαίνετο Hom.)

        7) med.-pass. отличаться, выделяться
        

    (δυνάμει Thuc.)

    Древнегреческо-русский словарь > διαφαινω

См. также в других словарях:

  • PENULA seu PAENULA — itinerarium fuit apud Romanos vestimentum aut pluviale, ael. Lamprid. in Alexandro Severo c. 27. ita enim habet Cod. Palatinus, cum alias aut plisviae legatur: et quidem ut plurimum scorteum. Unde Martial. l. 14. Epigramm. 130. cuius lemma… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PRIAPUS — I. PRIAPUS Liberi patris et Veneris fil. quem superstitiosa antiquitas hortorum praesidem credidit, addo et portuum. Leonidas vetus poeta: Ταῦθ᾿ ὁ Πρίηπος ἐγὼν ἐπιτέλλομαι ὁ λιμενίτης. De quo vide Voss. de Idol. l. 2. c. 7. et Dempster. ad Rosin …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευσεβοφανής — εὐσεβοφανής, ές (Μ) αυτός που φαίνεται ότι ακολουθεί την ευσέβεια, την ορθή πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευσεβής + φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής, εμ φανής] …   Dictionary of Greek

  • ημιφανής — ἡμιφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α) με ημιφανή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, δια φανής] …   Dictionary of Greek

  • παραφάσσω — (I) Α αγγίζω, ψηλαφίζω, χαϊδεύω ελαφρά ή κρυφά, ιδίως το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀφάσσω «ψηλαφώ»]. (II) Α 1. μιλώ διαστρεβλωμένα, άτοπα, εσφαλμένα 2. συνεκδ. παραφρονώ, είμαι τρελός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρ(α) * + φάσσω (< φαίνω… …   Dictionary of Greek

  • τριφανής — (I) ές, Α αυτός που έχει τριπλή λάμψη, τριπλή αίγλη («τῆς... τοῡ ἀρχικοῡ κάλλους... τριφανοῡς θεωρίας», Δίον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * φανής (< φαίνω), πρβλ. δια φανής]. (II) ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ορυκτού σποδούμενο …   Dictionary of Greek

  • φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»