-
1 ανθρακια
ион. ἀνθρᾰκιή ἥ1) раскаленный уголь, жар Hom., Eur., Arph., Plut.τιθέναι τινὰ ἐπὴ ἀνθρακιῇ и τίθεσθαί τινα ἀνθρακιήν Anth. — жечь кого-л. на медленном огне, перен. заставлять сгорать от любви
2) сажа Anth. -
2 μαραινω
(pf. pass. μεμάρασμαι и μεμάραμμαι)1) тушить, гасить(ἀνθρακιήν HH.)
; pass. гаснуть, затухать, замирать(φλὸξ ἐμαρανθη Hom.; μαραίνεται ἥ κίνησις Arst.)
τὸ νοεῖν μαραίνεται Arst. — рассудок слабеет;πνεῦμα μαραίνεται Plut. — ветер затихает2) изнурять, иссушать, истощать(νόσος μαραίνει με Aesch.)
; губить, уничтожать(τινὰ διώγμασι Aesch.; ψυχήν Plat.)
3) pass. увядать(δάφναι μεμαραμμέναι Plut.)
4) ( о реках) пересыхать(τοῦ θέρεος Her.)
5) перен. сохнуть, чахнуть, угасать, гибнуть(νόσῳ Eur.)
-
3 στορεννυμι
στόρνῡμι, στρώννῡμι и στρωννύω (fut. στορέσω, aor. ἐστόρεσα - эп. στόρεσα, ион. ἔστρωσα; imper. στόρνυ; pass.: aor. ἐστορέσθην, pf. ἔστρωμαι)1) стлать, расстилать, постилать(δέμνια Hom., Soph.; κλίνην Her.; λέχος τινί Arph.)
χαμάδις σ. Hom. — стлать (постель) на полу2) разгребать(ἀνθρακιήν Hom.)
3) разглаживать, успокаивать(πόντον Hom.; θάλασσαν Theocr.)
τὸ κῦμα ἔστρωτο Her. — взволнованное море улеглось4) валить(πλάτανον δαπέδοις Anth.)
5) смирять, подавлять(τὸ φρόνημά τινος Thuc.)
6) ослаблять, унимать(ὀργήν Aesch.; τὸ λῆμά τινος Eur.)
7) устилать(πέδον πετάσμασιν Aesch.)
; усеивать(τέν ὁδὸν μυρσίνῃσι Her.)
8) выкладывать, мостить(ἐστρωμένη ὁδὸς λίθου Her.)
ἔδαφος λίθων πλαξὴ ἐστρωμένον Luc. — пол, выложенный каменными плитами
См. также в других словарях:
ἀνθρακιήν — ἀνθρακιά burning charcoal fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθρακίην — Ἀνθρακίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρακίην — ἀνθρακίας burnt to a cinder masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνθρακιήν — ἀνθρακιήν , ἀνθρακιά burning charcoal fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek