-
1 οστράκω
-
2 ὀστράκῳ
-
3 οστράκωι
-
4 ὀστράκωι
-
5 καταστρέφω
Aστρᾰφήσομαι D.C.42.42
: [tense] pf. imper.κατεστρέφθω Epicur.
(v. infr.): [tense] plpf. [ per.] 3sg. - έστραπτο Hdn. (v. infr.); [ per.] 3pl. - εστράφατο D.C.39.5:— turn down, trample on,ποσσί h.Ap.73
; turn the soil, X.Oec.17.10; κάνθαρον κ. turn it upside down, so as to drain it, Alex.115, cf. Sotad. Com.1.33, LXX 4 Ki.21.13;κατεστραμμένῳ τῷ ὀστράκῳ Arist.HA 622b8
.II upset, overturn,τὴν πόλιν κ. Ar.Eq. 274
;τὰς εἰκόνας D.L.5.82
; ruin, undo,βίον καὶ τέκνα καὶ πόλεις Plb.23.11.2
; τινα AP 11.163 (Lucill.):—[voice] Pass.,τὰ προάστεια κατέστραπτο Hdn.8.4.8
.2 [voice] Med., subject to oneself, subdue,πολέμῳ Hdt.1.64
, cf. 71, al., Th.3.13, D.18.244, etc.; ; τοὺς μὲν κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν subdued and made them tributary, Hdt.1.6: c. inf., .3 [voice] Pass., in [tense] aor. and [tense] pf., to be subdued, Id.1.130,68: [tense] plpf., Th.5.29: c.inf., ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι am constrained to hear, A.Ag. 956: [tense] pf. [voice] Pass. also in sense of [voice] Med., Hdt.1.171; , cf. X.HG5.2.38, Isoc.5.21.III of a floating solid, right itself, Archim. Fluit. 2.9 ([voice] Pass.).b intr., return,εἰς ταὐτόν Arist.Pr. 921a26
, cf. Mech. 856b17.IV turn round, direct, [ καταπάλτην] train it on the enemy, Ph.Bel.82.14; esp. towards an end, ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; A.Pers. 787;οὕτω κατέστρεψεν ἡ τύχη ταῦτα, ὥστ' ἐναντία γενέσθαι τοῖς προσδοκωμένοις Din.1.32
; κατέστρεψεν εἰς φιλανθρωπίαν τοὺς λόγους guided the conversations to a friendly end, Aeschin.2.39: hence, bring to an end, κ. τὴν βίβλον, τὸν λόγον, Plb.3.118.10, 22.9.4 ([voice] Pass.,ταῦτα μὲν αὐτοῦ κατεστρέφθω Epicur.Nat.14.6
); esp. κ. τὸν βίον Cebes 10, Ael.NA13.21, Plu.Thes.19,etc.;ὑπὸ τῶν πολεμίων Id.Comp.Sol.Publ.1
: abs., come to an end, close, Plb.4.2.1;τοῦ ἐνιαυτοῦ -στρέφοντος Plu.Caes.51
; esp. end life, die, Epicur.Ep.3p.61U., Plu.Them.31, Arr.An.7.3.1, Hdn.5.8.10; κ. εἰς ἀπώλειαν end in.., Alciphr.3.70;τοὺς λόγους ἐπὶ τὰ πράγματα -στρέφειν οἰόμενος Plu. Phil.4
; ἡ ἡμέρα κ. εἰς ὥραν δεκάτην inclines towards.., Id.Sull. 29.2 Rhet., metaph., λέξις κατεστραμμένη periodic style, opp. εἰρομένη, Arist.Rh. 1409a26, cf. Demetr.Eloc.12,21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστρέφω
-
6 ναυτίλλομαι
ναυτίλλομαι, only [tense] pres. and [tense] impf. (exc. [tense] aor. subj. ναυτίλεται [pron. full] [ῑ] Od.4.672 (prob.), inf. ναυτίλασθαι [pron. full] [ῑ] D.C.56.3):—A sail, go by sea, ναυτίλεται εἵνεκα πατρός Od.l.c., cf. 14.246, Hdt.1.163, 2.5, al., S. Ant. 717, E.Fr. 793;ν. τὴν [θάλασσαν]
sail on, navigate,Hdt.
1.202;ναυτιλίαν ναυτίλλεσθαι Pl.R. 551c
.2 of the nautilus,κενῷ [τῷ ὀστράκῳ] ν. Arist.HA 622b9
.3 metaph., of water-fowl, Philostr. Im.1.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυτίλλομαι
-
7 ὑποπίπτω
A- πεσοῦμαι Phld.Mort.32
:— fall under or down, sink in,ὑ. ἡ σάρξ Longus 1.13
: metaph.,τὸ θράσος ὑ. Plu.Crass.18
.2 fall down, cringe before any one, Pl.R. 576a, X.Cyn.10.18: hence, to be subject to him, fall under his power,τῆς Ἑλλάδος ὑπὸ τὴν πόλιν -πιπτούσης Isoc.7.12
: also of a flatterer, cringe to, fawn on, τινι Is. 6.29, D.45.63,65,59.43, Arr.Epict.4.1.55: abs., , cf. Plu.2.525d;ὑποπεσὼν τὸν δεσπότην ᾔκαλλ' Ar.Eq.47
, cf. Aeschin.3.116; of dogs,προσδέχονται καὶ ὑ. ἥκοντας Philostr.Her.Prooem.1
; of suppliants,ὑποπεσεῖν ἐπὶ δεήσει J.AJ16.4.4
;ὑποπίπτοντα καὶ δεόμενον Plu.2.540d
.3 [τὸ λουτρὸν] ὑποπῖπτον τῇ τοῦ σώματος ἀραιώσει following immediately upon.., Sor. 1.46.4 fall under,ἄνισοι περιφέρειαι τοῦ ἡλιακοῦ κύκλου ὑπὸ ἴσας περιφερείας τοῦ ζῳδιακοῦ κύκλου ὑποπεπτώκασιν Gem.1.38
: metaph., fall under a class or system,ὑπὸ τὴν τάξιν Iamb.VP34.241
, cf. Phld. Rh.1.75 S.; c. dat., Plu.2.777b, Gal.15.453; τὰ μὲν καθόλου.., τὰ δ' ὑποπίπτοντα cases falling under the rule, Plu.2.569e.II get in under or among,ἐς τοὺς ταρσοὺς τῶν νεῶν Th.7.40
; those who fall in one's way,Plb.
3.86.11.III of accidents, happen to, befall, τινι E.Fr. 223: intr., happen, fall out, κατὰ τὸ ὑποπῖπτον as occasion arises, Archim.Eratosth.Prooem.; events, circumstances,Plb.
1.68.3;τὰ ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὑποπεπτωκότα καιρόν Id.2.58.14
; ὅταν ὁ καιρὸς ὑ., ἐάν τις ὑ. χρεία, Id.10.17.1, 31.8.8: also, come into one's head, suggest itself, Isoc.5.85, Archim.Sph. Cyl.1Prooem.;πᾶν τὸ ὑποπεσόν D.L.7.180
; enter the mind, of ideas or impressions, Phld.Mort.39, S.E.P.1.35,40, etc.; come under observation, Id.M.8.60, Zeno Stoic.1.19;τοῖς αἰσθητηρίοις Phld.D.3.15
;τῇ ἁφῇ Sor.2.21
, cf. 1.58, al.;τῇ δυνάμει τῇ ὁρατικῇ Arr.Epict.1.6.4
;ταῖς ὄψεσι Gp.2.10.2
;τοῖς ἰδιώταις Gal.19.218
;τῇ μαίᾳ Sor.1.1
,2;οἱ σολοικισμοὶ ἀκοῇ -ουσιν A.D.Synt.199.2
.2 of persons, to be subjected to,τῷ ὀστράκῳ Plu.Arist.1
, cf. Nic.11;αἰτίαις Hdn.6.1.7
.V of places, like ὑπόκειμαι, lie under or below,τοῖς ὄρεσιν Plb.3.54.2
, cf. Str.9.1.15; lie behind, Plb.6.31.1.3 of persons or their actions, to be exposed or liable to, , 27, al. (iii A. D.);συγκρίματι PAmh.2.68.34
(i A. D.); ἐγκυκλίῳ (a tax) POxy.1462.29 (i A. D.).VI of revenue, belong, accrue to, τινι Sammelb.5245.9 (i A. D.), cf. PSI4.288.9 (ii A. D.);τῷ ἰδίῳ λόγῳ PLond.2.355.8
(i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποπίπτω
См. также в других словарях:
οστρακώ — ὀστρακώ όω (Α) [όστρακον] 1. θρυμματίζω, κάνω κάτι θρύψαλα, μεταβάλλω σε μικρά τεμάχια σαν θρύψαλα σπασμένου αγγείου 2. κάνω κάτι σκληρό σαν όστρακο («τὸ δε πῡρ... καὶ δέρμα καίει καὶ ὀστρακοῑ», Αριστοτ.) 3. στρώνω μια επιφάνεια με ασβεστοκονίαμα … Dictionary of Greek
ὀστράκῳ — ὄστρακον earthen vessel neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀστράκωι — ὀστράκῳ , ὄστρακον earthen vessel neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οστράκωση — η [οστρακώ] μορφή απολίθωσης οργανικών σωμάτων κατά την οποία ξένες ουσίες κάλυψαν ή γέμισαν τα κενά που σχηματίστηκαν στα σώματα αυτά, ώστε να μοιάζουν με όστρακα … Dictionary of Greek
υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… … Dictionary of Greek
όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… … Dictionary of Greek