-
1 ναυτίλλομαι
ναυτίλλομαι, only [tense] pres. and [tense] impf. (exc. [tense] aor. subj. ναυτίλεται [pron. full] [ῑ] Od.4.672 (prob.), inf. ναυτίλασθαι [pron. full] [ῑ] D.C.56.3):—A sail, go by sea, ναυτίλεται εἵνεκα πατρός Od.l.c., cf. 14.246, Hdt.1.163, 2.5, al., S. Ant. 717, E.Fr. 793;ν. τὴν [θάλασσαν]
sail on, navigate,Hdt.
1.202;ναυτιλίαν ναυτίλλεσθαι Pl.R. 551c
.2 of the nautilus,κενῷ [τῷ ὀστράκῳ] ν. Arist.HA 622b9
.3 metaph., of water-fowl, Philostr. Im.1.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ναυτίλλομαι
-
2 ναυτίλλομαι
ναυτίλλομαι: sail, Od. 4.672 and Od. 14.246.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ναυτίλλομαι
-
3 ναυτιλλομένων
ναυτίλλομαιsail: pres part mp fem gen plναυτίλλομαιsail: pres part mp masc /neut gen pl -
4 ναυτιλλόμεθα
ναυτίλλομαιsail: pres ind mp 1st plναυτίλλομαιsail: imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) -
5 ναυτιλλόμενον
ναυτίλλομαιsail: pres part mp masc acc sgναυτίλλομαιsail: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
6 ναυτίλλεο
ναυτίλλομαιsail: pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)ναυτίλλομαιsail: imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) -
7 ναυτίλλου
ναυτίλλομαιsail: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)ναυτίλλομαιsail: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) -
8 ναυτιλλομένην
ναυτίλλομαιsail: pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) -
9 ναυτιλλομένοις
ναυτίλλομαιsail: pres part mp masc /neut dat pl -
10 ναυτιλλομένοισι
ναυτίλλομαιsail: pres part mp masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
11 ναυτιλλομένους
ναυτίλλομαιsail: pres part mp masc acc pl -
12 ναυτιλλόμενοι
ναυτίλλομαιsail: pres part mp masc nom /voc pl -
13 ναυτιλλόμενος
ναυτίλλομαιsail: pres part mp masc nom sg -
14 ναυτιλλώμεθα
ναυτίλλομαιsail: pres subj mp 1st pl -
15 ναυτίλλεαι
ναυτίλλομαιsail: pres ind mp 2nd sg (epic ionic) -
16 ναυτίλλεσθαι
ναυτίλλομαιsail: pres inf mp -
17 ναυτίλλεται
ναυτίλλομαιsail: pres ind mp 3rd sg -
18 ναυτίλλετο
ναυτίλλομαιsail: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
19 ναυτίλληται
ναυτίλλομαιsail: pres subj mp 3rd sg -
20 ναυτίλλοιντο
ναυτίλλομαιsail: pres opt mp 3rd pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ναυτίλλομαι — (ΑΜ ναυτίλλομαι) [ναυτίλος] είμαι ναυτίλος ασχολούμαι με τη ναυσιπλοΐα, θαλασσοπορώ νεοελλ. (το αρσ. μτχ. ως ουσ.) ο ναυτιλλόμενος ο εξ επαγγέλματος ασχολούμενος με την εμπορική ναυτιλία αρχ. (για το μαλάκιο ναυτίλος) πλέω … Dictionary of Greek
ναυτίλλομαι — είμαι ναυτικός, ταξιδεύω με πλοίο, κυρίως στη μτχ. ναυτιλλόμενος, η, ο ο επαγγελματίας ναυτικός, ο θαλασσοπόρος, αλλ. θαλασσινός, ναυτίλος: Οδηγίες για τους ναυτιλλομένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναυτιλλομένων — ναυτίλλομαι sail pres part mp fem gen pl ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλλόμεθα — ναυτίλλομαι sail pres ind mp 1st pl ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλλόμενον — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc acc sg ναυτίλλομαι sail pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλλεο — ναυτίλλομαι sail pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίλλου — ναυτίλλομαι sail pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ναυτίλλομαι sail imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλλομένην — ναυτίλλομαι sail pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλλομένοις — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλλομένοισι — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτιλλομένους — ναυτίλλομαι sail pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)