-
121 γαλακτοειδής
γᾰλακτο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτοειδής
-
122 γαλωνές
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλωνές
-
123 γλαυκίζω
II = ἀμβλυωπέω, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλαυκίζω
-
124 δάφνινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάφνινος
-
125 διακναίω
A scrape or grate away, ὄψιν δ. gouge out his eye, E.Cyc. 487 (lyr.):—[voice] Pass., to be lacerated, Hp.Mul.2.120; διακναιομένης κάμακος the spear being shivered, A.Ag.65 (anap.).2 wear out, wear away,ἡ ἀσιτίη δ. Hp.Morb.1.13
;πόθος μ' ἔχει διακναίσας Ar.Ec. 957
, cf.E.IA27 (lyr.), Heracl. 296 (lyr.); δ. Ὀρέστην murder Orestes (i.e. the character, by bad acting), Stratt.1:—[voice] Pass., to be worn quite away, destroyed, αἰκίαις, μόχθοις, A.Pr.94, 541 (lyr.), cf. E.Med. 164 (lyr.), Alc. 109 (lyr.); ; τὸ χρῶμα διακεκναισμένος with all one's colour scraped off, Id.Nu. 120.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακναίω
-
126 διακριτικός
II able to distinguish,τῆς οὐσίας Pl.Cra. 388c
;ὄψις ἕξις δ. σωμάτων Id.Def. 411c
: abs., Luc. Herm.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακριτικός
-
127 διαμένω
A- μενῶ Epich.[265]
(prob.), Men.Epit. 513: [tense] aor.- έμεινα D.4.15
: [tense] pf.- μεμένηκα Plb.3.55.1
:—continue, persist, of disease,τοῖσι παιδίοισι Hp.Aph.3.28
;διαμένει ἔτι καὶ νῦν τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία X.Cyr.8.2.7
: abs., keep, of seeds, Thphr.HP7.5.5; persevere,ἐν τῇ ἕξει Pl.Prt. 344b
;ἐπὶ τῇ διατριβῇ X.Ap.30
; δ. ἐν ἑαυτῷ maintain his purpose, Plb.10.40.6: c. dat.,τῇ φιλίᾳ D.S.14.48
codd.: abs., hold out, D.21.216;δ. δως.. Id.4.15
;παρθένος δ. D.S.4.16
; to last, remain, live on, Epich. l.c.; endure, be strong, Isoc.8.51; of form, colour, and the like , ταὐτὸν δ. continue the same, be permanent, Alex.34;χρῶμα διαμένον Nicol.1.28
, cf. Antiph.232.2: c. part.,δ. λέγων D.8.71
;δ. ὅμοιοι ὄντες Arist.EN 1159b8
: c. inf., continue to.., D.H.1.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμένω
-
128 διαπάσσω
A sprinkle,- πάσας τοῦ ψήγματος ἐς τὰς τρίχας Hdt.6.125
;σμύρνῃ δ. τὴν ὁδόν Eub.128
;δασύποδας ἁλσὶ δ. Alc.Com. 17
;μέλανι διαπεπασμένον χρῶμα Arist.HA 526a12
; πυρρὰ διαπεπασμένα with red spots, ib. 527b30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπάσσω
См. также в других словарях:
χρῶμα — skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
χρώμα — το, ατος 1. η οπτική εντύπωση που προέρχεται από την αντανάκλαση ορισμένων ακτίνων ή όλου του ηλιακού φωτός πάνω στην επιφάνεια των σωμάτων. 2. η χροιά του δέρματος του ανθρώπου: Το χρώμα των Αφρικανών αυτών είναι μαύρο. 3. μπογιά, βαφή. 4. στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek