-
1 renk
χρώμα, χρωματισμός -
2 barvitost
χρώμα -
3 kolor
χρώμα -
4 цвет
цвет 1-а, πλθ. цвета α.χρώμα, χρωματισμός•красный цвет κόκκινο χρώμα•
тмный цвет το σκούρο χρώμα•
цвет кожи το χρώμα του δέρματος•
смуглый цвет лица μελαχροινό χρώμα του προσώπου.
цвет 2-а α.1. (συνήθως πλθ. цветы -ов), λουλούδι, άνθος•живые -ы φυσικά άνθη•
ис-куственные -ы τεχνητά άνθη•
полевые -ы αγριολούλουδα.
2. μτφ. το εκλεκτότερο μέρος από κάτι, η αφρόκρεμα•цвет молоджи το άνθος της νεολαίας•
цвет науки το άνθος της επιστήμης.
3. άνθιση, -μα, λουλούδισμα•в -у στο άνθισμα•
до -а πριν το άνθισμα.
|| αθρσ. • τα άνθη, τα λουλούδια•липовый цвет τα λουλούδια της φλαμουριάς.
εκφρ.дать цвет – ανθίζω, βγάζω λουλούδια•в (во) -е лет – στο άνθος της ηλικίας. -
5 цвет
цветм1. (окраска) τό χρώμα, ὁ χρωματισμός:основные \цвета τά κύρια χρώματα, τά χρώματα τής ίριδος· темный \цвет τό σκοῦρο χρώμα· \цвет лица τό χρώμα (τοῦ προσώπου)· иметь хороший \цвет лица ἔχω καλό χρώμα·2. собир. τά ἄνθη, τά λουλούδια:ли́повый \цвет τό ἄνθος τής φλα· μουριάς·3. перен (лучшая часть) τό ἄνθος, ἡ ἀφρόκρεμα:\цвет общества ἡ ἀφρόκρεμα τής κοινωνίας· \цвет нау́ки τό ἄνθος τής ἐπιστήμης· ◊ быть в \цвету́ εἶμαι σέ ἄνθηση· в(о) \цвете лет στό ἄνθος τής ἡλικίας. -
6 краска
краска 1-и θ.1. βαφή, χρώμα, μπογιά•масленые -и ελαιοχρώματα, λαδομπογιές•
анили— новые -и χρώματα ανιλίνης•
акварлые -и υδροχρώματα, νερομπογιές•
типографическая τυπογραφική μελάνη•
осенние -и τα φθινοπωρινά χρώματα•
писить мислеными -ами ζωγραφίζω με λαδομπογιές.
2. μτφ. εκφραστικά μέσα•описывать, рассказывать изображать мрачными -ами περιγράφω, διηγούμαι, παρασταίνω με μελανά χρώματα.
3. κόκκινο χρώμα•стыда το χρώμα της ντροπής•
от внезапного ужаса краска сошла с его лица από το ξαφνικό φρικιαστικό θέαμα τού φύγε το χρώμα αποτοπρό-σωπο.
краска 2-и θ.βάψιμο•отдать платье в -у δίνω το φόρεμα για βάψιμο.
-
7 масть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. χρώμα τριχώματος ζώων (κυρίως για άλογα)•лошадь вороной -и το μαύρο άλογο•
серая масть γκρίζο χρώμα.
2. (χαρτπ.) το χρώμα•червонная масть το χρώμα της κούπας.
εκφρ.в масть; к -и; под масть – (απλ.) ταιριάζει, πηγαίνει•не под масть – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•одной -и; под одну масть – (απλ.) ένα και το ίόιο ή αυτό, το ίδιο πράγμα, ομοειδή πράγματα•всех -и – όλων των ειδών ή αποχρώσεων•оппортунизм всех -ей – οππορτουνισμός όλων των αποχρώσεων•к -и быть ή приходится – ταιριάζει, πηγαίνει. -
8 Colour
subs.Pigment: P. χρῶμα, τό, φάρμακον, τό.For reference to various colours see Plat., Tim. 68.Complexion: P. and V. χρῶμα, τό; see Complexion.The twain stood in gleaming arms and changed not colour: V. ἔσταν δὲ λαμπρὼ χρῶμα τʼ οὐκ ἠλλαξάτην (Eur., Phoen. 1246); see turn pale, under Pale.Changing neither colour nor expression: P. διαφθείρας οὐτὲ τοῦ χρώματος οὐτὲ τοῦ προσώπου (Plat., Phaedo, 117B).These men will be shown in their true colours: P. οὗτοι ἐπιδειχθήσονται οἷοί εἰσιν ἄνθρωποι (Dem. 1050).——————v. trans.Dye: P. and V. βάπτειν.Tinge: P. χρώζειν (Plat.), Ar. χρωτίζεσθαι (Nub. 516).Paint: P. and V. γράφειν (Dem. 415).V. intrans. See Blush.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Colour
-
9 colour
1. noun1) (a quality which objects have, and which can be seen, only when light falls on them: What colour is her dress?; Red, blue and yellow are colours.) χρώμα2) (paint(s): That artist uses water-colours.) μπογιά3) ((a) skin-colour varying with race: people of all colours.) χρώμα4) (vividness; interest: There's plenty of colour in his stories.) χρώμα2. adjective((of photographs etc) in colour, not black and white: colour film; colour television.) έγχρωμος3. verb(to put colour on; to paint: They coloured the walls yellow.) χρωματίζω- coloured4. noun((sometimes used impolitely) a dark-skinned person especially of Negro origin.) έγχρωμος- colouring
- colourless
- colours
- colour-blind
- colour scheme
- off-colour
- colour in
- show oneself in one's true colours
- with flying colours -
10 окраска
1. (процесс) о χρωματισμός, το βάψιμο 2. (покрытие) το χρώμα, η βαφή(цвет оттенок) το χρώμα, η απόχρωσηзащитная - тех. προστατευτικό -покровительственная - зоол. η ομοιοχρωμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окраска
-
11 цвет
I.(световой тон, окраска) το χρώμα, ο χρωματισμόςсмешивать - а αναμ(ε)ιγνύω/ανακατώνω τα - ταбледный - αδύνατο -, θαμπό -насыщенный - γεμάτο -, πλούσιο -II. «цвет» физ. το «χρώμα» («κόκκινο», «πράσινο» ή «γαλάζιο» για κάθε «άρωμα» του κουάρκ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цвет
-
12 краска
краска ж το χρώμα· η βαφή, η μπογιά· акварельная \краска η ακουαρέλα* масляная \краска η λαδομπογιά* * *жτο χρώμα; η βαφή, η μπογιάакваре́льная кра́ска — η ακουαρέλα
ма́сляная кра́ска — η λαδομπογιά
-
13 окрасить
-
14 расцветка
-
15 цвет
-
16 золотистый
золоти́ст||ыйприл χρυσαφένιος, χρυ-σοειδής:\золотистый цвет τό χρυσαφένιο χρώμα, τό χρυσίζον χρώμα· \золотистыйые волосы τά χρυσαφένια μαλλιά. -
17 небесный
небесн||ыйприл1. οὐράνιος:\небесный свод ὁ οὐράνιος θόλος, τό στερέωμα· \небесныйые светила τά οὐράνια σώματα, τά ἄστρα· \небесный цвет τό οὐρανί χρῶμα, τό γαλάζιο χρῶμα·2. (божественный) θεϊκός, θείος. -
18 перекраситься
перекрасить||сяπαίρνω ἀλλο χρώμα, ἀλλάζω χρώμα. -
19 black
[blæk] 1. adjective1) (of the colour in which these words are printed: black paint.) μαύρος2) (without light: a black night; The night was black and starless.) σκοτεινός3) (dirty: Your hands are black!; black hands from lifting coal.) βρώμικος4) (without milk: black coffee.) χωρίς γάλα, `σκέτος` (πχ. για καφέ)5) (evil: black magic.) μαύρος6) ((often offensive: currently acceptable in the United States, South Africa etc) Negro, of African, West Indian descent.) νέγρος7) ((especially South Africa) coloured; of mixed descent (increasingly used by people of mixed descent to refer to themselves).) έγχρωμος2. noun1) (the colour in which these words are printed: Black and white are opposites.) μαύρο (χρώμα)2) (something (eg paint) black in colour: I've used up all the black.) μαύρο χρώμα3) ((often with capital: often offensive: currently acceptable in the United states, South Africa etc) a Negro; a person of African, West Indian etc descent.) νέγρος3. verb(to make black.) μαυρίζω- blacken
- black art/magic
- blackbird
- blackboard
- black box
- the Black Death
- black eye
- blackhead
- blacklist 4. verb(to put (a person etc) on such a list.) γράφω στο μαύρο κατάστιχο, προγράφω5. noun(the act of blackmailing: money got by blackmail.) εκβιασμός- Black Maria
- black market
- black marketeer
- blackout
- black sheep
- blacksmith
- black and blue
- black out
- in black and white -
20 вызеленить
ρ.σ.μ. πρασινίζω, βάφω πράσινο. || λερώνω με πράσινο χρώμα.λερώνομαι με πράσινο χρώμα.
См. также в других словарях:
χρῶμα — skin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… … Dictionary of Greek
χρώμα — το, ατος 1. η οπτική εντύπωση που προέρχεται από την αντανάκλαση ορισμένων ακτίνων ή όλου του ηλιακού φωτός πάνω στην επιφάνεια των σωμάτων. 2. η χροιά του δέρματος του ανθρώπου: Το χρώμα των Αφρικανών αυτών είναι μαύρο. 3. μπογιά, βαφή. 4. στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek