-
1 απλοος
I.стяж. ἁπλοῦς 31) простой, одиночный, в один ряд(τεῖχος Thuc.)
2) простой, незначительный(οὐκ εἰς ἁπλοῦν φέρειν, ἀλλ΄ ἐς μέγιστον Soph.)
3) один, единственный(λύπη Eur.)
4) простой, незатейливый, безыскусственный(μῦθος Aesch.; λόγος Eur., Arph.; διήγησις Plat.)
5) простой, прямой(κέλευθος Pind.; οἶμος Plat.)
6) простой, открытый, честный(ἔπη Aesch.; τρόποι Eur., Arph.; πόλεμος Plut.)
7) простой, грубый, примитивный(ἁπλουστάτοις χρῆσθαι βίοις Polyb.; νόμοι ἁπλοῖ καὴ βαρβαρικοί Arst.)
8) простоватый, простодушный(κριτής Arst.; ἁπλοὺς ἡγοῦνται τοὺς νοῦν οὐκ ἔχοντας Isocr.)
9) простой, не составной, не сложный(σώματα, χρώματα, ὀνόματα Arst.)
10) чистый, настоящий, подлинный(συμφορα Lys.; δημοκρατία Arst.)
11) общий, приблизительныйαἰτία:
ἢ ἀκριβέστεραι ἢ ἁπλούστεραι Arst. — более или менее точно определенные причиныII.стяж. ἄπλους 21) неудобный для плавания, несудоходный(θάλαττα Dem., Plut.; πόντος Polyb.)
2) непригодный для мореплавания, неисправный(νῆες Thuc.)
-
2 ασυλλογιστος
21) неисчислимый, непостижимый(πρὸς ἀνθρωπίνην φρόνησιν Plut.)
2) неразумный, безрассудный(παιδαριώδης καὴ ἀ. Polyb.)
3) непоследовательный, нелогичный(λόγοι, τρόποι Arst.)
-
3 δερματινος
-
4 δουλος
I31) рабский, невольничийἀνδράποδα καὴ δοῦλα καὴ ἐλεύθερα Thuc. — пленные - как рабы, так и свободнорожденные;
ἀνέρ δ. Soph. — раб;γυνέ δούλη Eur. — рабыня2) подневольный, зависимый(πόλις Soph., Xen., Plat.; βίος Soph.)
3) перен. неблагородный, низкий, грубый, недостойный(γνῶμαι Soph.; τρόποι Eur.; ψυχή, ἡδοναί Plat.)
4) подчиненный, служебный(ἐπιστῆμαι Arst.)
IIὅ раб, невольник(οἱ δοῦλοι ἄκοντες τοῖς δεσπόταις ὑπηρετοῦσιν Xen.; перен. δ. λιχνειῶν Xen.; χρημάτων Eur., τύχης Arst.)
δοῦλοι καὴ ἐκ δούλων Arst. — рабы, рожденные рабами, т.е. рожденные в рабстве;δ. τῶν πέλας Soph. — готовый угождать (всем) окружающим;δοῦλοι τῶν ἐπιόντων Arst. — (покорные) рабы обстоятельств -
5 ηθος
- εος τό1) местопребывание, обиталище, жилье(ἤθεα Περσέων Her.; βάρβαρα ἤθη Eur.)
ἤθη τῶν λεόντων Her. — логова львов;ἤθεα ἵππων Hom. — стойла для лошадей;ἦ. συῶν Hom. — свиной хлев;ἦ. τοῦ ἡλίου Her. — место восхода солнца;εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὴ νομούς Arst. — восвояси2) (= ἔθος См. εθος) навык, обыкновение, обычай, привычка(ἤθεά τε καὴ νόμοι Her.)
3) (тж. ἦ. τῆς ψυχῆς Plat.) душевный склад, нрав, натура, характер(μιαρόν Soph.)
ἀσθενές τὸ ἦ. (acc.) Arst. — вялый, ленивый;ἦ. τινος παιδεύειν Aesch. — изменить чей-л. нрав;πρᾷος τὸ ἦ. Plat. — кроткого нрава;τὸ τῆς πόλεως ἦ. Isocr. — характер (особенности) государства;τὰ ἤθη Plat., τοῖς ἤθεσι Diod., ἐς τὰ ἤθη Luc. — нравом, по характеру;ἤθεσι χαὴ ἔθεσι Plat. — по душевному складу и по привычкам;τρόποι καὴ ἤθη Plat. — обычаи и нравы4) нрав, норов(ἱππικὰ ἤθη Eur.)
-
6 ξηρος
31) сухой(γαῖα Eur.; ὄμματα Aesch.; ἄνεμος Arph.; ὕλη Plat.)
ξηρέ δίψα Anth. — жгучая жажда;μέτρα ξηρά Plat. — меры сыпучих тел2) иссохший, изможденный(δέμας Eur.; πλῆθος ξηρῶν NT.)
3) суровый, простой(τρόποι Arph.)
4) скудный, бедныйπράγματα ξηρά Plut. — скудость, бедность, нужда
-
7 ορθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαιπωρος
2шутл. свойственный тем, кто чуть свет отправляется на тяжбы в качестве сикофанта, т.е. присущий профессиональному крючкотвору-клеветнику(τρόποι Arph.)
Древнегреческо-русский словарь > ορθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαιπωρος
-
8 τροπος
I.ὁ Hom. = τροπωτήρ См. τροπωτηρII.ὅ [τρέπω]1) направлениеπαντοίους τρόπους ἔχειν Her. — идти во всевозможных направлениях;
πάντα τρόπον Her. — по всем направлениям2) способ, образ, манера, лад(ποίῳ, τῷ или τίνι τρόπῳ и τίνα τρόπον; Trag., Plat., Arph.; ἄλλῳ τρόπῳ и ἄλλον τρόπον Thuc., Xen., Plat.)
θατέρου τρόπου Arph. — противоположным образом, напротив;παντὴ τρόπῳ, πάντα τρόπον, ἐκ παντὸς τρόπου и πάντας τρόπους Aesch., Xen., Plat. — всеми способами, всячески;καινὸν τρόπον Arph. — по-новому;χαλκοῦ τρόπον Aesch. — словно медь;εἰς и κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον Xen. — таким же образом;ἐν τῷ εἰωθότι τρόπῳ Plat. — обычным образом;κατὰ τρόπον Plat. — надлежащим образом (ср. 4);ἀπὸ τρόπου Plat. — неподобающим образом, некстати;ὅ τ. τῆς λέξεως Plat. — манера изъясняться, стиль речи3) характер, нрав(τ. ἀφιλάργυρος NT.)
οὐ τοὐμοῦ τρόπου Plat. — (это) не по мне;πρὸς τρόπου Plat. — по нраву (по вкусу);οὐκ ἦν πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου … Xen. — не в характере Кира было …4) обычай, обыкновениеπαρὰ τὸν τρόπον τινός Thuc. — против чьего-л. обыкновения;
κατὰ τρόπον Plat. — по обыкновению (ср. 2);ὥσπερ τ. ἦν αὐτοῖς Xen. — в соответствии с их обыкновением5) pl. образ действия, поведение Her.οὐκ ἐπαινεῖν τοὺς τρόπους τινός Soph. — не одобрять чьего-л. образа действий
6) муз. тонация, лад(τ. Λύδιος Pind.; μουσικῆς τρόποι Plat.)
7) рит. оборот (речи), троп -
9 φρυαγμοσεμνακος
-
10 απαλός
-
11 απέριττος
-
12 απλός
η, ό1) простой, несложный;απλό πρόβλημα — простая задача;
απλή μέθοδος — простой метод;
απλή πρόταση — простое предложение;
2) простой, обыкновенный; обычный; ординарный;σε απλό χαρτί — на простой бумаге;
εφ' απλού χάρτου — на простой (не гербовой) бумаге;
3) простодушный, наивный;4) простой, скромный;απλό δώρο — скромный подарок;
απλή ζωή — скромная жизнь;
5) простой, естественный, безыскусственный; непринуждённый;απλό ύφος — простой стиль речи;
απλοί τρόποι — простота обращения;
§ απλή επιστολή — простое письмо;
απλός στρατιώτης — рядовой (солдат);
απλός πολίτης — простой гражданин;
μιά απλή ματιά είναι αρκετή — достаточно взглянуть (чтобы)...
-
13 βάναυσος
η, ο [ος, ον ] 1.1) грубый, неотёсанный;βάναυσοι τρόποι — грубые манеры;
2) грубый, жестокий, бесчеловечный;2. (ο) грубиян -
14 γαϊδουρινός
-
15 διαθέτω
(αόρ. διέθεσα), μετ.1) располагать, размещать; 2) пускать в ход, употреблять; вкладывать (средства, деньги); вводить (в бой); 4) выделять (средства, людей и т. п.); ассигновать, предназначать; 5) завещать; 6) располагать; иметь в распоряжении;δεν διαθέτω χρόνο — у меня нет времени;
διαθέτω χρήματα — располагать деньгами, иметь деньги;
7) распоряжаться (деньгами, временем и т. п.);διαθέτ τίς πιστώσεις — распоряжаться кредитами;
8) перен. настраивать, располагать (кого-л.);οι τρόποι σου τον διέθεσαν όυσμενώς εναντίον μας твоё поведение настроило его против нас;αυτός ο καιρός με διαθέτει άσχημα — я не люблф такую погоду
-
16 εξεζητημένος
η, ο[ν]1) изысканный, утончённый;εξεζητημένοι τρόποι — изысканные манеры;
2) утончённый, изощрённый;εξεζητημένες μέθοδοι — изощрённые методы;
3) манерный, вычурный, замысловатый (о стиле и т. п.);εξεζητημένες εκφράσεις — замысловатые выражения
-
17 επιτηδευμένος
η, ο[ν] притворный; жеманный, манерный; деланный, неестественный;επιτηδευμένοι τρόποι — жеманные манеры
-
18 ήμερος
η, ο [ος, ον ]1) приручённый, ручной, укрощённый (о животных); 2) перен. спокойный; мягкий; кроткий; смирный;ήμερο σκυλί — смирная собака;
ήμερη ομιλία — спокойная речь;
ήμεροι τρόποι — мягкие манеры;
με ήμερο τρόπο — в мягкой форме;
3) культурный; облагороженный, садовый, огородный (о растениях) -
19 μειλίχιος
-
20 χωριάτικος
η, ο1) деревенский, сельский, крестьянский; 2) перен. грубый, неотёсанный, невоспитанный;χωριάτικοι τρόποι — грубые манеры
См. также в других словарях:
τροποί — τροπός twisted leathern thong masc nom/voc pl τροπόω make to turn pres subj mp 2nd sg τροπόω make to turn pres ind mp 2nd sg τροπόω make to turn pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόποι — τρόπος turn masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek