-
1 ελλειμα
- ατος τό1) пропуск, пробел, упущение(τοῦ γεγραμμένου νόμου Arst.)
2) недочет, недостаток(ἐλλείματα μυρία τοῦ καλοῦ Plut.)
3) недоимка, задолженность(ἐλλείματα τέτταρα καὴ δέκ΄ ἐστὴ τάλαντα Dem.)
-
2 ιδου
I.1) вот, на!ἰ. δέχου! Soph. — на, возьми!
2) хорошо!, ладно!ἰ., τί ἔστιν ; Arph. — ладно, (но) в чем дело?
3) вот, послушай(те)!(ἰ., ἐξῆλθεν ὅ σπείρων τοῦ σπείρειν NT.)
ἰ., δοῦπον αὖ κλύω τινά Soph. — чу, я опять слышу какой-то шум!4) вот, смотри(те)!ἰ., θεᾶσθε πάντες! Soph. — вот, взгляните все!;
ἰ. ὑμῖν, ἐμπλήσθητε τοῦ καλοῦ θεάματος! Plat. — смотрите, насладитесь прекрасным зрелищем!5) ирон. ах!, вот тебе на!, вот как!ἄκρατον οἶνον! - Ἰ. γ΄ ἄκρατον! Περὴ ποτοῦ γοῦν ἐστί σοι ; Arph. — (дай) чистого вина! - Ах, чистого! Так тебе выпить хочется?
II. -
3 κανων
- όνος ὅ1) прут, брусокοἱ κανόνες Hom. — (внутренние) прутья щита (служившие и его основой, и его рукоятью): (ἀοπὴς) δύω κανόνεσσι ἀραρυῖα Hom. щит, укрепленный двумя брусками
3) тех. правило, отвес4) линейка для графления(κ. γραφίδων ἰθυτάτων φύλαξ Anth.)
5) правило, норма(κανόνες καὴ πήχεις ἐπῶν Arph.; τῷ κανόνι τινὴ στοιχεῖν NT.)
ἀκτὴς ἡλίου, κ. σαφής Eur. — солнечный луч - верный руководитель6) (тж. κ. καὴ μέτρον Arst. и τὸ μέτρον τοῦ κανόνος NT.) мера, образец, мерило(τοῦ καλοῦ Eur.; τῶν ἀγαθῶν Dem.; κ. ἀσφαλής Arst.; ἀρετῆς καὴ ὀρθότητος Plut.)
7) отвес (язычок) весов8) муз. числовые соотношения звуков9) твердая отправная точка, точно установленная датаκανόνες χρονικοί Plut. — хронологические вехи, основные исторические даты ( на основе которых исчислялись прочие даты)
10) канон (установленный александрийскими грамматиками список образцовых греч. писателей) -
4 γνωριστικος
-
5 ευφυως
1) удобно, выгодно(εὐ. ἔχειν или κεῖσθαι πρός τι Isocr., Arst., Polyb. и ποιεῖν τι Plut.)
2) в силу природного дарования, от природы(εὐ. δυνάμενος ἰχνεύειν τέν τοῦ καλοῦ φύσιν Plat.)
-
6 ιχνευω
1) отыскивать по следам, выслеживать(θῆρας κυσίν Eur.; κύνες ἰχνεύουσαι Plat.)
2) разыскивать, искать(τὸν ἄδηλον ἄνδρα Soph.)
κεῖνον ἰχνεύω πάλαι Soph. — его я давно ищу3) искать, стремитьсяκατά τινος τέν ψῆφον ἰ. Arph. — гореть желанием подать голос за осуждение кого-л.
4) исследовать, расследовать(τέν τοῦ καλοῦ φύσιν, τὰ λεχθέντα Plat.)
5) охотиться (с собакой)ἰ. ὄρη Xen. — охотиться в горах
-
7 καλό
[ν] τό1) добро, благо;κά(μ)νω πολλά καλά — делать много добра;
θέλω το καλό σου — я, тебе добра желаю;
γιά το καλό της πατρίδας — на благо родины;
2) польза, выгода;τίποτε το καλό δεν βγήκε — ничего хорошего не вышло;
3) πλ. благосостояние; достаток; добро;έχω όλα τα καλά иметь пол- ный дом (всякого добра); 4) тгА. достоинства (человека); 5) πλ. новая или праздничная, выходная, парадная одежда;έβαλε τα καλά του — он нарядился;
§ τό καλό πού σού θέλω... — я тебя пока по-хорошему прошу...;
θέλω το καλό σου — я тебе только добра желаю;
είμαι στα καλά μου а) быть в хорошем настроении; б) быть в полном здравии;δεν είμαι και πολύ στα καλά μου — я не совсем здоров;
δεν είναι στα καλά του — у него не все дома, он с ума сошёл;
είσαι στα ( — или με τα) καλά σου; — ты в своём уме?;
του βγήκε σε καλό — он легко отделался;
αυτό δεν θα (μάς) βγεί σε καλό — это не к добру;
τίποτε το καλό — ничего хорошего;
φύγε με το καλό — уходи подобрупоздорову (разг);
γιά καλ και γιά κακό — или καλό κακό — или καλού κάκου — на всякий случай;
στα καλά καθούμενα — без повода, за здорово живёшь, ни с того, ни с сего;
με το καλό — по-хорошему;
τον έπιασα με το καλό — я по-хорошему с ним обошёлся;
στο καλ! — или με το καλό! — счастливо, счастливого пути!, желаю вам всего хорошего!; — в добрый час!;
με το καλό να γυρίσεις! — счастливого возвращения!;
6*ϊ (πήγαινε) στο καλ! — или σύρε στο καλό! — ступай отсюда, проваливай!;
σε καλό σου! — а) поделом тебе!; — б) что ты говоришь?! (при удивлении);
ουδέν κακόν αμιγές καλού — погов, нет худа без добра
-
8 επί
(επ;εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:(γεν.) επί
της γης — на земле;επί της οδρύ — на улице;
επί της τραπέζης — на столе;
επ' ώμου на плече;εφ' αμάξης в экипаже;επί τόπου — на месте;
επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;
κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;
(αιτιατ.)
επί πάσαν την γήν — по всей земле;επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;
2) (при обознач, времени):(γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;
επ' εσχατων недавно;εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;
επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;
επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;
(αϊτιατ.)
η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);
επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);
επ' άπειρον до бесконечности;3) (в отношении, что касается):(γεν.) επί τού θέματος — на тему;
επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;
επί του προκειμένου — по этому делу;
επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;
(αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;
(δοτ.)
φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);
διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;
II με γεν., δοτ.1) (при обознач, главенства, руководства, власти):(γεν.) επί κεφαλής — во главе;
ο επί κεφαλής — глава;
ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;
ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;
ο επί των τελετών — церемонимейстер;
(*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;2) (при обознач, прибавки, добавления):(*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;
επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;
III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;
παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;
§ επί ξυρού ακμής — в критическом положении;
επί τέλους — наконец;
επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;
IV με αϊτιατ.1) (при обознач, направления, цели):επί δεξιά — направо;
επ' αριστερά налево;επί σκοπόν — по цели;
βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;
ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;
η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);
2) (при обознач, степени):επ' ελάχιστον в наименьшей степени;επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;
3) (при умножении):τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;
V με δοτ.1) (при обознач, повода, обстоятельства):επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;
επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;
2) (при обознач, цели):επί τω σκοπώ — с целью;
τούτω — для этого;επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;
επ' ωφελεία в пользу;επί αγαθώ — на благо;
επί ζημία — в ущерб;
επί κακώ — назло;
3) (в отношении родства):γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);
4) (при обознач, условия, образа действия):επί τώ όρω — при условии;
επί τόκου — под проценты;
επ' αμοιβή за вознаграждение;επί μισθώ — за плату;
επί αποδείξει — под расписку;
επ' ενεχύρω под залог;επί ισοις όροις — на равных условиях;
επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;
επ' ονόματί μου на моё имя;άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;
επί λέξει — слово в слово; — буквально;
επ' αυτοφώρω с поличным;επί εγγυήσει — на поруки;
§ επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;
παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;VI (в наречных выражениях):επί πολύ — долгое время;
επ' ολίγον короткое время;επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;
επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше
См. также в других словарях:
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
ξενοδοχείο — Οίκημα που είναι ειδικά εξοπλισμένο για να προσφέρει με πληρωμή, στέγη και μερικές φορές τροφή. Ιστορία. Τα αρχαιότερα ξ. για τα οποία υπάρχουν πληροφορίες εμφανίστηκαν σε σημεία που συγκεντρωνόταν πολύς κόσμος, όπως η Ολυμπία και η Επίδαυρος,… … Dictionary of Greek
Καθαροί — Ονομασία πολυάριθμων αιρετικών ομάδων του χριστιανισμού που εμφανίστηκαν τον 11o αι. σε διάφορες χώρες της Ευρώπης (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία και βόρεια Ιταλία). Οι αρχές της αίρεσης ανάγονται στον 10o αι. με κέντρο τη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Κ … Dictionary of Greek
κακό — (Φιλοσ.). Φιλοσοφική έννοια που έχει προσλάβει πάρα πολλές σημασίες, ακόμα και αναφορικά με το πλήθος των σημασιών που αποδίδονται στο αντίθετό του, το καλό. Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, το κ., είναι στέρηση και έλλειψη, δεν… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español