-
1 ελλειμα
- ατος τό1) пропуск, пробел, упущение(τοῦ γεγραμμένου νόμου Arst.)
2) недочет, недостаток(ἐλλείματα μυρία τοῦ καλοῦ Plut.)
3) недоимка, задолженность(ἐλλείματα τέτταρα καὴ δέκ΄ ἐστὴ τάλαντα Dem.)
-
2 ελλειπασμος
См. также в других словарях:
ՄԵՂ — ( ) NBH 2 0246 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 13c գ. ἀμαρτία peccatum ἅδικον injuriosum ἕλλειμα, πλημμέλεια , αἱτία delictum, culpa. Եզականն բառիս Մեղք, անհոլով. (լծ. լտ. մա՛լում. չար). Յանցանք. վնաս. գործ անիրաւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)