-
21 αβασανιστος
21) неисследованный, неиспытанный(ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.)
2) не подвергаемый пыткам, т.е. неприкосновенный(τὸ σῶμα τοῦ ἱερέως Plut.)
-
22 αδιατυπωτος
-
23 αεροειδης
эп.-ион. ἠεροειδής 21) воздухообразный, воздушный(κύτος Plat.; καπνός Arst.; σῶμα Plut.)
2) окутанный дымкой, туманный(πόντος, πέτρη Hom.; νεφέλη Hes.)
ἠεροειδές Hom. — синеватая даль;τὰ ὄρη πόρρωθεν ἀεροειδῆ Diog.L. — синеющие вдали горы -
24 αθεραπευτος
21) оставленный без ухода, заброшенный(σῶμα Plut.)
οὐδὲν ἀθεράπευτον ἐᾶν Xen. — заботиться обо всем, вникать во все2) неряшливо одетый Plut.3) неизлечимый (sc. πόνος Luc.) -
25 αθικτος
21) досл. нетронутый, незадетый, перен. незапятнанныйἀδῄωτος καὴ ἄ. χώρα Plut. — область, уцелевшая от разорения;ἄ. τινος Soph., Plut., τινι Aesch. и ὑπό τινος Plut. — нетронутый кем(чем)-л., недоступный для чего-л.;2) неприкосновенный, заповедный, священный(χῶρος Soph.; ἱερά Plut.)
τὰ ἄθικτα Aesch., Soph. — священные предметы, святыни -
26 αθλητης
-
27 αθλητικος
3свойственный борцам, атлетический(ἕξις Arst.; σῶμα καὴ βίος Plut.)
ἀθλητικοὴ ἀγῶνες Plut. — состязания в борьбе -
28 αθλητικως
-
29 αικιζω
преимущ. med. дурно обращаться, притеснять(τινά Aesch., Xen., Isocr.)
ἀφικόμενος ἐδέθη καὴ ᾐκίσθη Lys. — когда он приехал, он был посажен в тюрьму и подвергнут истязаниям;εἰς τὸ σῶμα αἰκισθῆναι πληγαῖς Arst. — подвергнуться избиению;αἰ. πᾶσαν φόβην ὕλης Soph. — (о буре) срывать всю листву с леса;ἑστία ᾐκισμένη Eur. — разрушенный домашний очаг;αἰκίσασθαί τινα τὰ ἔσχατα Xen. — подвергнуть кого-л. самым страшным насилиям -
30 ακαθαρτος
-
31 ακαλλης
-
32 ακηρυκτος
21) не возвещенный глашатаем, т.е. начатый без предварительного объявления(πόλεμος Her. - ср. 2)
2) не допускающий парламентеров, т.е. непримиримый(πόλεμος Xen., Plat., Dem., Plut.; ἔχθρα Plut.)
3) не объявленный глашатаем (в качестве победителя), т.е. не стяжавший славы, безвестный(σῶμα Eur., ἀστεφἀνωτος καὴ ἀ. Aeschin.)
4) не дающий о себе знать, без вести пропавшийδέκα μῆνας ἀ. μένει Soph. — десять месяцев он отсутствует, и нет о нем вестей
-
33 ακλαυστος
ἄκλαυστος, ἄκλαυτος21) неоплаканный(νέκυς, σῶμα Hom.)
φίλων ἄ. Soph. — не оплаканный друзьями;ἐγώ, ἣν ἄκλαυστ΄ ἐχρῆν τίκτειν τέκνα Eur. — я, которой не следовало бы оплакивать своих детей, т.е. дети которой заслуживают бессмертия ( слова Фетиды)2) не плачущий, не проливающий слез(ὄμματα Aesch.)
οὐδὲ σέ, φημι, δέν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Hom. — и ты, говорю я, недолго сможешь удерживаться от слез;ἀ. ἀστένακτος Eur. — без слез и без стонов -
34 ακλαυτος...
ἄκλαυτος...ἄκλαυστος, ἄκλαυτος21) неоплаканный(νέκυς, σῶμα Hom.)
φίλων ἄ. Soph. — не оплаканный друзьями;ἐγώ, ἣν ἄκλαυστ΄ ἐχρῆν τίκτειν τέκνα Eur. — я, которой не следовало бы оплакивать своих детей, т.е. дети которой заслуживают бессмертия ( слова Фетиды)2) не плачущий, не проливающий слез(ὄμματα Aesch.)
οὐδὲ σέ, φημι, δέν ἄκλαυτον ἔσεσθαι Hom. — и ты, говорю я, недолго сможешь удерживаться от слез;ἀ. ἀστένακτος Eur. — без слез и без стонов -
35 ακρωτηριαζω
1) отрубать, отсекать(τὰς πρῴρας τῶν νεῶν Her.)
2) med. обрубать, лишать носовой части(τὰς τριήρεις Xen.)
3) увечить, обезображивать(πολλοὺς τῶν Σελευκέων Polyb.; τὸ σῶμά τινος Plut.)
οἱ ἑρμαῖ ἀκρωτηριασθέντες τὰ πρόσωπα Plut. — статуи Гермеса с обезображенными лицами4) образовать мыс, выдаваться в виде мыса -
36 αλειφω
1) натирать (преимущ. маслом), смазывать, умащивать(ἐλαιῳ Hom.; τῷ αἵματι λίθους Her.; τὸ σῶμα ἀληλιμμένον Plut.)
μίλτῳ ἀλειφόμενος Xen. — нарумянившийся;χρώματι ψιμυθίῳ ἀλεῖψαί τι Plat. — выкрасить что-л. белилами2) натирать тело маслом, т.е. готовить к борьбе(ἑαυτὸν ἐπὴ ἀγῶνας Plut.)
3) замазывать, затыкать(οὔατα, sc. κηρῷ Hom.)
-
37 αλεωρα
ион. ἀλεωρή (ᾰλ) ἥ1) убегание, избегание2) защита, помощь, спасениеἀ. τινος — зашита кого-л. Hom., защита от чего-л. Her., Arph.; ἀλεωρήν τινα εὑρέσθαι Her. — найти какое-л. средство спасения, какой-л. выход из положения;
ἥ περὴ τὸ σῶμα ἀ. Arst. — (у животных) броня, скорлупа -
38 αμαρτημα
-
39 αμιαντος
I2незапятнанный, чистый(φάος Pind.; σῶμα Plut.)
ἀ. περί τινος Plat. — не запятнанный чем-л.IIἥ (sc. ἅλς) мореπαῖδες τᾶς ἀμιάντου Aesch. = ἰχθύες
-
40 αμορφος
21) некрасивый, безобразный, уродливый(γυνή Her.; σῶμα, στολή Eur.; μῦθος Plat.)
καμὼν ἀμορφότερος Xen. — подурневший от болезни2) бесформенный(εἶος Plat.; sc. ὕλη Arst.; κυήματα Plut.)
ἄ. τινος Plat. — не принявший форму чего-л.
См. также в других словарях:
σῶμα — body neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριθμόσωμα ή σώμα αριθμών — Ένα πλήθος αριθμών που έχουν την εξής ιδιότητα: το άθροισμα, η διαφορά, το γινόμενο και το πηλίκο οποιωνδήποτε από αυτούς (ίσων ή διαφόρων) να ανήκει πάλι στο πλήθος αυτό. Παραδείγματα α. είναι το πλήθος όλων των ρητών, οι αριθμοί α + βi (α, β =… … Dictionary of Greek
μέλαν σώμα — Βλ. λ. μαύρο σώμα … Dictionary of Greek
Εἰ σῶμα δουλον, ἀλλ’ ὁ νοῦς ἐλεύθερος. — См. Дух бодр, плоть же немощна … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ακτινωτό σώμα — Η πιο παχιά μοίρα του αγγειώδη χιτώνα του ματιού, που βρίσκεται ανάμεσα στον χοριοειδή χιτώνα πίσω και στην ίριδα μπροστά. Αποτελείται από τον ακτινωτό μυ στην έξω επιφάνεια, τον ακτινωτό κύκλο και τον ακτινωτό στέφανο. Το α.σ. βοηθά στην… … Dictionary of Greek
μαύρο σώμα — (Φυσ.). Αντικείμενο, το οποίο είναι ικανό να απορροφά τελείως την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που δέχεται. Όλα τα αντικείμενα μαύρης απόχρωσης μπορούν να θεωρηθούν, κατά προσέγγιση, ως μ.σ., καθώς είναι σε θέση να απορροφήσουν μια περιοχή… … Dictionary of Greek
Cyprus Scouts Association — Σώμα Προσκόπων Κύπρου Cyprus Scouts Association … Wikipedia
ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… … Dictionary of Greek
Soma Hellinon Proskopon — Σώμα Ελληνων Προσκόπων (Soma Hellinon Proskopon) (ΣΕΠ) Zweck: Pfadfinderarbeit Vorsitz: Gründungsdatum: 1910 Mitglieder … Deutsch Wikipedia