-
1 ακηρυκτος
21) не возвещенный глашатаем, т.е. начатый без предварительного объявления(πόλεμος Her. - ср. 2)
2) не допускающий парламентеров, т.е. непримиримый(πόλεμος Xen., Plat., Dem., Plut.; ἔχθρα Plut.)
3) не объявленный глашатаем (в качестве победителя), т.е. не стяжавший славы, безвестный(σῶμα Eur., ἀστεφἀνωτος καὴ ἀ. Aeschin.)
4) не дающий о себе знать, без вести пропавшийδέκα μῆνας ἀ. μένει Soph. — десять месяцев он отсутствует, и нет о нем вестей
-
2 αποκηρυκτος
См. также в других словарях:
κηρυκτός — κηρυκτός, ή, όν (Α) [κηρύσσω] αυτός που έγινε γνωστός, αυτός που προκηρύχθηκε με δημόσιο κήρυκα («κηρυκτός στέφανος», επιγρ.) … Dictionary of Greek
ιεροκήρυκτος — ἱεροκήρυκτος, ον (Μ) αυτός που κηρύχθηκε ως ιερός από την εκκλησία («ἱεροκήρυκτος ἡμέρα», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κηρυκτος (< κηρύττω), πρβλ. α κήρυκτος, ανα κήρυκτος] … Dictionary of Greek
θεοκήρυκτος — θεοκήρυκτος, ον (Μ) αυτός που κηρύχθηκε από τον θεό. επίρρ... θεοκηρύκτως με θείο κήρυγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κήρυκτος (< κηρύσσω), πρβλ. α κήρυκτος] … Dictionary of Greek
НАРОДНОЕ ВОССТАНИЕ — • Tumultus (от tumeo), то же самое, что seditio; первоначально так называлась внезапная военная опасность или необъявленная война (α̉κήρυκτος πόλεμος) в противоположность bellum. Набранные в такую войну солдаты назывались milites… … Реальный словарь классических древностей
καρυκτός — καρυκτός, ή, όν (Α) (δωρ. τ.) βλ. κηρυκτός … Dictionary of Greek
κηρυκτικός — κηρυκτικός, ή, όν (Α) [κηρυκτός] 1. κηρυκικός* 2. τίτλος ενός λόγου που αποδίδεται στον Μέγα Αθανάσιο … Dictionary of Greek
παντοκήρυκτος — ον, Α αυτός που έχει παγκόσμια δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + κηρύσσω (πρβλ. α κήρυκτος)] … Dictionary of Greek