-
1 ακαθαρτος
-
2 δυσκαθαρτος
-
3 ἀκάθαρτος
ἀ|κάθαρτος, ον нечистый
См. также в других словарях:
νεοκάθαρτος — νεοκάθαρτος, ον (Α) αυτός που υπέστη κάθαρση πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καθαρτος (< καθαίρω), πρβλ. δυσ κάθαρτος] … Dictionary of Greek
ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… … Dictionary of Greek