-
1 ια
I.ἰάIион. ἰή (ῐ) ἥ голос, вопль(θρηνητῆρος Aesch.)
ἰ. παιδός Her. — лепет ребенка;ἰ. σύριγγος Eur. — звук свирелиIIII.ἴαIIIἴα γῆρυς Hom. — один голос;
τέν ἴαν (sc. μοῖραν) Hom. — одну часть -
2 κατακουω
(fut. κατακούσομαι)1) воспринимать слухом, слышать(σύριγγος ἰάν Eur.; ἠχήν Plat.; οὐ κ. διὰ πάταγον Plut.)
2) слушать(αὐλοῦντος Arst.)
3) подслушивать(ὅ θυρωρὸς κατήκουεν ἡμῶν Plat.)
4) слушаться, повиноваться5) находиться в подчинении, покорятьсяἐπὴ δουλοσύνῃ τινὴ κ. Her. — быть в рабстве у кого-л.
-
3 μολπη
дор. μολπά (ᾱ) ἥ1) пение(μ. τ΄ ὀρχηστύς τε Hom.)
2) пение с пляской, хороводное пение(μολπῇ θεὸν ἱλάσκεσθαι Hom.)
3) звучание, звуки(σύριγγος Soph.)
-
4 πεντεσυριγγος
21) имеющий пять отверстийξύλον πεντεσύριγγον Arph. — деревянная колодка с пятью отверстиями (для головы, рук и ног)
2) перен. лишающий возможности двигаться, сковывающий(νόσος Arst.)
-
5 συριγξ
- ιγγος ἥ1) сиринга, цевница, дуда(αὐλοὴ σύριγγές τε Hom.; καλαμίνη σ. Arph.)
2) свистки, освистывание, шикание Plat.3) мундштук свирели или флейты Plut.4) трубкообразный футляр, чехол(ἐκ σύριγγος ἐσπάσατ΄ ἔγχος Hom.)
5) втулка или ступица Trag.6) анат. жила, вена Soph.7) анат. проход, канал Arst.8) мед. фистула, свищ Plut.9) подземный ход Polyb.10) крытая галерея Polyb. -
6 φωνεω
1) (громко) говорить, произносить, возглашать(θεᾶς ὄπα φωνησάσης Hom.)
φ. τέν φάτιν Soph. — громко говорить, кричать;ἃν (= ἃ ἂν) λέγῃς δέ, μέ φώνει μέγα Soph. — то, что скажешь, не говори громко;ἥ δ΄ ἔπος φάτο φώνησέν τε Hom. — она обратилась со (следующими) словами;ἔξοιδα φύσει σε μέ πεφυκότα τοιαῦτα φ. Soph. — знаю, что не таков ты, чтобы говорить подобные вещи;φωνῆσαί τινί τι Soph. — рассказать кому-л. о чем-л.;τὰ φωνηθέντα Plat. — произнесенные слова, сказанное2) велеть, приказывать(φ. τινα ποιεῖν τι Soph.)
3) петь(ἀοιδὸς φωνέων Theocr.; ἀλέκτωρ ἐφώνησε NT.)
5) звучать, раздаваться(σύριγγος πνοὰ φωνεῖ Eur.)
φωνοῦντα γράμματα Eur. — гласные звуки6) звать, призывать(τοὺς φίλους NT.)
Αἴαντα φωνῶ Soph. — я тебя зову, Эант
См. также в других словарях:
σύριγγος — σύ̱ριγγος , σῦριγξ shepherd s pipe fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Flauta de Pan — Saltar a navegación, búsqueda Pan enseñando a Dafnis a tocar la flauta. Mármol, copia romana de un original helénico. El brazo derecho de Dafne y las cabezas de ambos son retauraciones. Las flautas de Pan son un conjunto de instrumentos de viento … Wikipedia Español
Сирингомиелия — МКБ 10 G95.0 … Википедия
ιά — (I) ἰά, ιων. τ. ἰή, ἡ (Α) 1. (για έμψυχα) ιωή*, κραυγή, φωνή 2. (για άψυχα) κλαγγή, ήχος («σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιήιος]. (II) ἰά, τὰ (Α) (ετερόκλιτο, πληθ. τού ιός) βέλη («ἔχων ἰὰ πτερόεντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιός … Dictionary of Greek
καταρριζώ — καταρριζῶ, όω (Α) 1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά 2. στερεώνω 3. παθ. καταρριζοῡμαι, όομαι α) αποκτώ ρίζες β) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης») … Dictionary of Greek
νυκτίβρομος — νυκτίβρομος, ον (Α) αυτός που θορυβεί, που τραγουδάει κατά τη νύχτα («νυκτιβρόμου σύριγγος ἰὰν κατακούω», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + βρόμος «θόρυβος»] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
συρίγγιο — (Ιατρ.). Πόρος που παρέχει δίοδο σε παθολογικό υγρό από κάποια κοιλότητα οργάνου του σώματος στην επιφάνεια του σώματος ή του βλεννογόνου. Συνήθως μοιάζει με στενή δίοδο που καλύπτεται από επιθήλια ή κοκκιώματα με συνεχή έκκριση (πύου, χολής,… … Dictionary of Greek
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek
συριγγέμβολος — και συριγγοέμβολος, ὁ, Μ υπόγειος οχετός κατάλληλος για τη διοχέτευση νερού σε πολιορκούμενους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + ἔμβολον] … Dictionary of Greek
συριγγίας — ὁ, Α (ενν. κάλαμος) είδος κοίλου καλάμου χρήσιμου για την κατασκευή αυλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + επίθημα ίας (πρβλ. θαλαμ ίας)] … Dictionary of Greek