Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατ-ᾰκούω

  • 1 κατακουω

        (fut. κατακούσομαι)
        1) воспринимать слухом, слышать
        

    (σύριγγος ἰάν Eur.; ἠχήν Plat.; οὐ κ. διὰ πάταγον Plut.)

        2) слушать
        

    (αὐλοῦντος Arst.)

        3) подслушивать
        

    (ὅ θυρωρὸς κατήκουεν ἡμῶν Plat.)

        4) слушаться, повиноваться
        5) находиться в подчинении, покоряться

    Древнегреческо-русский словарь > κατακουω

  • 2 λέγω

    (αόρ. είπα и είπον, παθ. αόρ. ελέχθην и ειπώθηκα, μελλ. θα πεί, μετχ. είπωμένος и είρημένος) μετ.
    1) говорить, разговаривать; высказывать; рассказывать;

    λέγ παραμύθια — рассказывать небылицы;

    λέγω ανοησίες — говорить вздор;

    τί (μού) λες! что ты говоришь!;
    σού είπα να σιωπήσεις! я тебе сказал — замолчи!; τί έχεις να πείς; что скажешь?; τί θέλετε να πείτε μ' αυτό; что вы этим хотите сказать?; σε ρωτώ και συ δε μού λες я тебя спрашиваю, а ты не отвечаешь; άλλα λες κι' άλλα κάνεις ты говоришь одно, а делаешь другое; 2) перен. говорить, передавать, сообщать; λένε πώς... говорят, ходят слухи...; τί λένε οι εφημερίδες γι' αυτό; что об этом пишут в газетах?; η παροιμία λέει... пословица гласит...; ο νόμος το λ,έγει καθαρά закон ясно говорит об отом; 3) говорить, выражать; τό πρόσωπο του λέει πολλά его лицо выражает многое; 4) говорить, обещать; ό, τι λέει δεν ξελέει он не берёт свои слова обратно; είπα ξείπα я пообещал, я и отказал; 5) полагать, считать, думать;

    λέγω να ξρθω και γώ — я тоже думаю прийти;

    λέγω να μην πας — тебе, по-моему. лучше не идти;

    ποτέ μου δεν τώλεγα να... никогда не думал, что...;
    ποιός να (μας) τώλεγε; кто бы мог подумать?; 6) означать, значить; τί πάει να πεί αυτό; что это значит?; αυτό θα πεί... это значит...; 7) называть, звать, именовать; πώς σε λένε; как тебя зовут?; 8) называть, считать; τον λες γι' άνθρωπο; разве можно его назвать человеком?; γιά κακό το λένε это считается плохим; μπορείς να το πείς αυτό φαγητό; разве это еда?; 9) читать, декламировать; петь; πες μας και συ ένα μινόρε спой и ты нам что-нибудь; τί ποίημα θα μας πείς; какое стихотворение ты нам прочтёшь?;

    § λέγω κατ' εμαυτόν — или λέγω με το νού μου — думать про себя, размышлять;

    είπε και εγένετο сказано — сделано;
    ό,τι πουν όλοι λέω κι' εγώ как все, так и я; δεν σού λέγω или δεν λέγω όχι я ничего не говорю, может быть это и так; εδώ τα λέμε мы беседуем; τα είπαμε ένα χεράκι а) мы поспорили, поссорились; б) мы, наконец, объяснились; τα λένε οι βουλευτές депутаты заседают; εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω говорить попусту; ούτε τού папа, να μην το πείς храни это в строжайшей тайне; κάτι μας λές ничего нового ты нам не сообщил; δεν μας λες τίποτε в твоих словах нет никакого смысла; αυτό δεν λέει τίποτε это ни о чём не говорит; τό λέει η περδικούλα του или τό λέει η καρδιά του он сильный, храбрый, мужественный человек; ; κατά το λέγειν του по его словам; σαν να λέμβ или πού λέει ο λόγος скажем, например, то есть; λέγε-λέγε..., πές-πές... мало-помалу, понемногу; πές-πές με καταφέρανε мало-помалу они меня уговорили;

    λέγω δεν κατάλαβα — будто я и не понял;

    οδτως ειπείν так сказать;
    πού λες... или πού λέτε... итак, значит; слушайте дальше; έτσι πού λες вот так, вот что получилось, вот что произошло; χωρίς να πεί κουβέντα не говоря ни слова; εδώ πού τα λέμε собственно говоря; между нами говоря; *ίξω απ' το χορό πολλά τραγούδια λένε легко тебе говорить; άζ πούμε (или πες), πώς... допустим, предположим, что...; ας πούμε (πες) πώς έγινες πλούσιος предположим, что ты разбогател; ο λόγος το λέει к слову сказать; (γιά) να πούμε την αλήθεια откровенно говоря, по правде говоря; φέρ' ειπείν например; λες και (как) будто; εχουμε και λέμε итак, значит у нас... (при счёте); τα είπαμε! решено!, договорились!; ποιός το λέει; где это записано?; εμένα μού λες; что ты мне рассказываешь?, кому ты это говоришь?, расскажи это кому-нибудь другому; άλλο να σού τα λέω κι' άλλο να τ'ακούσεις (να το δεις) словами не передать, это невыразимо (неописуемо); πού να τού (τό) πεί ο παπάς στ' αυτί (κι' ο διάκος στο κεφάλι) чтоб ему околеть; θα το κάνεις και θα πείς κι' ένα τραγούδι только попробуй этого не сделать, сделаешь, как миленький;

    λέγομαι

    1) — называться, именоваться;

    2) слыть, считаться;

    § λέγεται — говорят, ходят слухи;

    δεν λέγεται — невыразимый, неописуемый;

    καθ' ά κοινώς λέγεται — то есть, другими словами;

    αυτό να λέγεται — само собой (разумеется), конечно, несомненно;

    ούτε να λέγεται — и речи быть не может, ни в коем случае

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λέγω

См. также в других словарях:

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • παρακούω — ΝΜΑ 1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ 3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που… …   Dictionary of Greek

  • ακροώμαι — ἀκροῶμαι ( άομαι) (Α) 1. ακούω (κάποιον), κυρίως με προσοχή 2. προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, δίνω προσοχή, υπακούω 3. (για γιατρούς) ακροάζομαι* 4. (μτχ.) ἀκροώμενος, η, ον α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο ακροατής β. αναγνώστης… …   Dictionary of Greek

  • υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… …   Dictionary of Greek

  • κατακλύω — (Α) ακούω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κλύω «ακούω»] …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

  • αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… …   Dictionary of Greek

  • αφου(γ)κράζομαι — και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι 1. ακούω με προσοχή 2. στήνω αφτί, κρυφακούω 3. ακροάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι… …   Dictionary of Greek

  • βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»