-
1 плюс-минус
συν-πλην.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плюс-минус
-
2 сын
[*][συν) ουσ. α γιος -
3 сын
[*][συν) ουσ α γιος -
4 встречаться
συναντώμαι/συναντιέμαι(συν)απαντώμαι/(συν)απαντιέμαι, ανταμώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > встречаться
-
5 идентификация
η αναγνώριση, η πιστοποίηση της ταυτότηταςη (συν)ταύτιση- цировать εξακριβώνω, προσδιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > идентификация
-
6 косинус
мат. το συνημίτονο (συν)- фи (cos φ) το συνημίτονο φ (συν φ), ο συντελεστής της ισχύοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > косинус
-
7 конференция
-
8 плюс
плюс м 1) мат. το συν 2) (о температуре): сегодня \плюс десять градусов σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς πάνω από το μηδέν* * *м1) мат. το συν2) ( о температуре)сего́дня плюс де́сять гра́дусов — σήμερα έχουμε δέκα βαθμούς πάνω από το μηδέν
-
9 время
врем||яс1. ὁ χρόνος, ὁ καιρός:с течением \времяени μέ τόν καιρό, σύν τῶ χρόνω· в любое \время ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ῶρα (или στιγμή)· некоторое \время тому́ назад πρίν ἀπό λίγο, πρίν λίγο καιρό· У меня нет \времяени зайти́ к вам δέν εὐ-καιρῶ νά σᾶς ἐπισκεφθώ·2. (час, срок) ἡ ῶρα:сколько (сеи́час) \времяени? τί ῶρα εἶναι·,· отложить на неопределенное \время ἀναβάλλω ἐπ· ἀόριστον в короткое \время σέ σύντομο διάστημα, σέ σύντομο χρονικό διάστημα·3. (пора, период) ἡ ὠρα, ἡ ἐποχή, ὁ καιρός:рабочее \время ἡ ὠρα τῆς δουλειάς· \время посева ἡ ἐποχή τῆς σπορᾶς· в иочно́е \время τίς νυχτερινές ὠρες· в летнее \время τό καλοκαίρι, τό θέρος· \время года ἡ ἐποχή τοῦ Ετους·4. (эпоха) ὁ χρόνος, ὁ καιρός, ἡ ἐποχή:во все \времяена σ· ὀλους τους καιρούς, σ' ὀλες τίς ἐποχές, σ'όλα τά χρόνια· в прежнее \время ἄλλοτε, παλιότερα· не отставать от \времяени δέν μένω πίσω ἀπό τήν ἐποχή·5. грам. ὁ χρόνος:настоящее \время ὁ ἐνεστώς· бу́ду-щее \время ὁ μέλλων прошедшее \время ὁ παρελθών (χρόνος)· ◊ \время не ждет ὁ καιρός ἐπείγει (или βιάζει)· в то \время как... τόν καιρό πού..., τή στιγμή πού..., καθ· δν χρόνον...· от \времяени до \времяени ἀπό καιρό σέ καιρό, κατά καιρούς· тем \времяенем ἐν τῶ μεταξύ, ὡς τόσο· в течение этого \времяени σ· αὐτό τό διάστημα· в последнее \времяτόν τελευταίο καιρό· со \времяенем μέ τόν καιρόν, σύν τῶ χρόνω· \время покажет ὁ καιρός θά (τό) δείξει· как ты провела \время? πῶς πέρασες;, τί ἔκανες;· приятно провести́ \время περνώ (τόν καιρό μου) εὐχάριστα· продлить \время спорт. παρατείνω τήν ὠρα, δίνω παράταση· показать рекордное \время спорт. ἐπιτυγχάνω χρόνο ρεκόρ. -
10 идентифицировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. (συν)ταυτίζω, εξομοιώνω. || (συν)ταυτίζομαι, εξομοιώνομαι. -
11 соединить
ρ.σ.μ.1. συνδέω, (συν)ενώνω•-провода συνδέω τα καλώδια•
соединить мостом συνδέω με γέφυρα•
соединить силы συνενώνω τις δυνάμεις.
|| συναρμολογώ. || μτφ. συνάπτω•соединить браком συνδέω με γάμο,
2. συνδυάζω1• соединить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη•соединить храбрость с хладнокровием συνδυάζω τη γενναιότητα με την ψυχραιμία.
3. (χημ.) ενώνω•соединить водород с кислородом ενώνω το υδρογόνο με το οξυγόνο.
|| αναμειγνύω, ανακατώνω•соединить краски κάνω συνδυασμό χρωμάτων.
1. συνδέομαι, (συν)ενώνομαι•концы вервки -лись οι άκρες της τριχιάς ενώθηκαν•
соединить телефоном συνδέομαι με τηλέφωνο•
соединить браком συνδέομαι με γάμο.
|| συναρμολογούμαι.2. συνδυάζομαι•в нём -лись разнородные способности σ αυτόν συνδυάστηκαν διαφορετικές ικανότητες,
3. (χημ.) ενώνομαι. -
12 задолженность
το χρέ/ος, η οφειλήнеуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείουпогашать - πληρώνω/εξοφλώ το -погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείουпокрывать - см. погашать -текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность
-
13 знак
1. (для обозначения чего-л., указания на что-л.) το σημείο, το σήμαаннули-рование товарного - а торг. η ακύρωση του σήματος κατατεθέντοςвладелец товарного - а торг. о κάτοχος του σήματος κατατεθέντοςвопросительный - грам. см. ниже таблицу восклицательный - грам. см. ниже таблицу - гарантии η απόδειξη εγγύησηςторговый - см. товарный -фирменный - см товарный -2. (символ) το σύμβολ/οвыносить множитель из-под - а корня βγάζω τον πολλαπλασιαστή έξω από το - της ρίζαςравный по величине и противоположный по - у ίσο σε μέγεθος/τιμή, αλλά αντίθετου σημείου- вычитания - της αφαίρεσης, το πλην- διά- равенства - της ισότητας, το ίσον- сложения - της πρόσθεσης, το συν- умножения - του πολλαπλασιασμού, το επί3. (след, отметина) το ίχνος, το σημάδι 4. (сигнал) το σήμα, το σινιάλο 5. (авто) το σήμα, η πινακίδα 6. - и мн. мор. - грузовых марок с дисками Плим-соля οι γραμμές φόρτωσης και οι μπάλες 7. (кода, программирования) ο χαρακτήραςбуквенно-цифровой - вчт. αλφαριθμητικός -буквенный - вчт. αλφαβητικός -управляющий вчт. - του ελέγχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знак
-
14 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение
-
15 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
16 итого
το σύνολο, συνολικά, (сумма) το (συν)ολικό ποσό(ν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > итого
-
17 обвязка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обвязка
-
18 плюс
το σύν, το θετικό σημείο, το σημείο της πρόσθεσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плюс
-
19 предложение //
1. грам. η πρότασ/ηбессубъектное - см. безличное -второстепенное - δευτερεύουσα -, εξαρτημένη -отрицательное - αρνητι-κή/αποφατική -повелительное - см. побудительное -2. (лог.) см. суждение.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предложение //
-
20 придавить
πιέζω, πατώ, (συν)θλίβω, λιώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > придавить
См. также в других словарях:
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
σύν — with. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συν — αρχαία πρόθεση 1. (μαθημ.), εκφράζει το σημείο της πρόσθεσης (+): Δύο συν δύο ίσον τέσσερα. 2. στις φράσεις όπου χρησιμοποιούνται τα συνδυό, συντρείς, σημαίνει, δύο δύο, τρεις τρεις: Όπου συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν (ακριτ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σῦν — ὗς the wild swine masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύν Ἀθηνᾷ, καὶ χεῖρα κίνου. — См. На Бога надейся, а сам не плошай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
συνδιαπερῶν — σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc voc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act neut nom/voc/acc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σύν , διά , ἀπό ἐράω 2 pour forth pres part act masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταποθῇ — σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμεταμορφῶν — σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc voc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc nom sg σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταχρῆται — σύν , κατά χράω 1 fall upon pres subj mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 1 fall upon pres ind mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)