-
41 редакция
редакцияж1. (помещение) τά γραφεία τής σύνταξης·2. (коллектив) ἡ σύν-ταξη [-ις]·3. (формулировка) ἡ γραφή:первоначальная \редакция ἡ πρώτη γραφή·4. (редактирование) ἡ θεώρηση [-ις], ἡ ἐπιμέλεια ὑλης. -
42 совещанне
совеща||ннес ἡ σύσκεψη [-ις], ἡ συν-διάσκεψη [-ις]. -
43 сознавать
сознаватьнесов1. (понимать) συν-αισθάνομαι:он не сознает, что делает δέν συναισθάνεται τί κάνει·2. (признавать) ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:\сознавать свою вину́ παραδέχομαι τό λάθος μου. -
44 созыв
созывм ἡ σύγκληση [-ις]:\созыв конференции ἡ σύγκληση (συν)διασκέψεως. -
45 строй
стро||йм1. τό καθεστώς, τό σύστημα:государственный \строй τό πολίτευμα, τό καθεστώς· социалистический \строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный \строй τό κοινωνικό καθεστώς· колхозный \строй τό σύστημα τών κολχόζ· 2.:грамматический \строй языка ἡ γραμματική διάρθρωση τής γλώσσας·3. воен. ἡ παράταξη [-ις], ἡ σύν-ταξη [-ις]:сомкнутый \строй ή, πυκνή παράταξη· боевой \строй ἡ παράταξη μάχης· ◊ вступать в \строй (о предприятии) ἀρχίζω νά λειτουργώ· вводить в \строй ἀρχίζω νά χρησιμοποιώ· выводить из\стройя θέτω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύω· выйти из \стройи βγαίνω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύομαι. -
46 убитый
убитый1. прил συν(τε)τριμμένος, τσακισμένος:\убитый горем συντριμμένος ἀπό τή λύπη, περίλυπος·2. м ὁ νεκρός, ὁ σκοτωμένος· ◊ спит как \убитый κοιμάται σάν ψόφιος. -
47 удрученный
удруч||енный1. прич. от удручать· он \удрученныйен печальной вестью συντριμμένος ἀπό τή λυπηρή είδηση·2. прил στενοχωρημένος, συν(τε)-τριμμένος, ἀποκαρδιωμένος:\удрученныйенное состояние ἡ μεγάλη στενοχώρια· с \удрученныйен-ным видом μέ συντετριμμένο δφος. -
48 домочадцы
-ев πλθ. (ενκ. -адец, -дца α.) παλ. τα μέλη της οικογένειας, οι οικοίοι•он приехал со всеми своими чадами и -ами αυτός ήρθε συν γυναιξί καί τέκνοις.
-
49 зажать
зажать 1-жму, -жмешьρ.σ.μ.1. (συ)σφίγγω, πιέζω• (‘συν)θλίβω•зажать в руке σφίγγω στο χέρι•
зажать болт σφίγγω το μπουλόνι.
|| κρατώ, κρύβω (χρήματα).2. βουλώνω σφίγγοντας, φράσσω, κλείνω•зажать нос, уши βουλώνω τη μύτη, τ’ αυτιά.
|| ζουπώ, ζουλίζω, πιέζω•его совсем -ли в толпе τον παραζούλισαν ατο πλήθος.
3. μτφ. πνίγω•зажать критику πνίγω την κριτική•
зажать иницити-ативу πνίγω την πρωτοβουλία.
εκφρ.зажать рот – βουλώνω το στόμα.зажать 2-жну, -жнешьρ.σ.αρχίζω να θερίζω. -
50 идентификация
-и θ.(συν)ταύτιση, -μός. -
51 компиляция
-и θ.απάνθισμα συγγραμμάτων, συλλογή, (συν) εράνισμα, ερανισμός, εραναλογία. -
52 лёгкий
επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.1. ελαφρός•лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•
лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.
|| εύπεπτος•-ая пища ελαφρά τροφή.
2. άνετος, ελεύθερος•-ая походка ελαφρό βάδισμα.
3. εύκολος•лёгкий урок εύκολο μάθημα•
-ая работа εύκολη δουλειά•
-ие роды εύκολη γέννα.
4. αδύνατος, ασήμαντος•лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•
лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•
лёгкий туман αραιά ομίχλη.
|| λεπτός•-ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.
|| μικρής έντασης, αδύνατος•-сон ελαφρός ύπνος.
|| μη δραστικός•-ое вино ελαφρό κρασί•
лёгкий табак ελαφρός καπνός.
|| ακίνδυνος, μη σοβαρός•-ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.
5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.6. βολικός, καλόβουλος•лёгкий человек βολικός άνθρωπος.
7. μικρός, ευκίνητος•-ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•
-ая кавалерия ελαφρό ιππικό.
εκφρ.-ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•- ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•-ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής). -
53 монтировочный
επ. (συν)αρμολογητικός. -
54 отожествить
κ. отождествить-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отожествленный κ. отождествленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.(συν)ταυτιζω, βάζω στην ίδια μοίρα ή κατηγορία, εξομοιώνω•ощибочно отожествить два различных явления λαθεμένα ταυτίζω δυό διαφορετικά φαινόμενα. -
55 отожествление
κ. отождествление-я ουδ. (συν)ταύτιση• εξομοίωση. -
56 отожествлять
κ. отождествлятьρ.δ.βλ. отожествить.(συν)ταυτίζομαι, εξομοιώνομαι, μπαίνω στην ίδια μοίρα ή κατηγορία. -
57 отпрессовать
-сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпрессованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. (τεχ.) (συμ)πιέζω, (συν)θλίβω. -
58 плошать
ρ.δ.1. κάνω λάθος, σφάλμα, αστοχώ, δεν προσέχω•смотрите, не -айте προσέχετε τα μάτια σας τέσσερα•
не -аи, чтобы не обмануться πρόσεχε, μη σε ξεγελάσουν.
2. χειροτερεύω•здоровье его день ото дня -ает η υγεία του από μέρα σε μέρα χειροτερεύει.
εκφρ.на Бога надейся, а сам не -ай – συν Αθηνά και χείρα κινει. -
59 плюс
-а α.1. το σϋν (+), σημείο αριθμητικό• σύμβολο θετικό.2. άνω του μηδενός (για θερμοκρασία).3. μτφ. το υπέρ, το πλεονέκτημα το θετικό, η θετική πλευρά•в этом есть свои -ы εδώ υπάρχουν και τα θετικά.
|| (για σχολικό βαθμό)• άνω, πάνω• +• получить 3 с -ом παίρνω βαθμό 3 και πάνω (μεταξύ 3 και 4). -
60 подгон
-а α.1. οδήγηση, σαλάγισμα•скота к водопою σαλάγισμα των ζώων για πότισμα.
2. κανόνισμα, (συν)ταίριασμα λέπτυνση, φάγωμα ελαφρό.3. γρήγορη βλάστηση, ανάπτυξη η αναδοση.4. όψιμο αδέλφωμα των δημητριακών.
См. также в других словарях:
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
σύν — with. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συν — αρχαία πρόθεση 1. (μαθημ.), εκφράζει το σημείο της πρόσθεσης (+): Δύο συν δύο ίσον τέσσερα. 2. στις φράσεις όπου χρησιμοποιούνται τα συνδυό, συντρείς, σημαίνει, δύο δύο, τρεις τρεις: Όπου συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν (ακριτ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σῦν — ὗς the wild swine masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύν Ἀθηνᾷ, καὶ χεῖρα κίνου. — См. На Бога надейся, а сам не плошай … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
συνδιαπερῶν — σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc voc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act neut nom/voc/acc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σύν , διά , ἀπό ἐράω 2 pour forth pres part act masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταποθῇ — σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμεταμορφῶν — σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc voc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc nom sg σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταχρῆται — σύν , κατά χράω 1 fall upon pres subj mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 1 fall upon pres ind mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)