Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(σὺν

  • 41 редакция

    редакция
    ж
    1. (помещение) τά γραφεία τής σύνταξης·
    2. (коллектив) ἡ σύν-ταξη [-ις]·
    3. (формулировка) ἡ γραφή:
    первоначальная \редакция ἡ πρώτη γραφή·
    4. (редактирование) ἡ θεώρηση [-ις], ἡ ἐπιμέλεια ὑλης.

    Русско-новогреческий словарь > редакция

  • 42 совещанне

    совеща||нне
    с ἡ σύσκεψη [-ις], ἡ συν-διάσκεψη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > совещанне

  • 43 сознавать

    сознавать
    несов
    1. (понимать) συν-αισθάνομαι:
    он не сознает, что делает δέν συναισθάνεται τί κάνει·
    2. (признавать) ἀναγνωρίζω, παραδέχομαι:
    \сознавать свою вину́ παραδέχομαι τό λάθος μου.

    Русско-новогреческий словарь > сознавать

  • 44 созыв

    созыв
    м ἡ σύγκληση [-ις]:
    \созыв конференции ἡ σύγκληση (συν)διασκέψεως.

    Русско-новогреческий словарь > созыв

  • 45 строй

    стро||й
    м
    1. τό καθεστώς, τό σύστημα:
    государственный \строй τό πολίτευμα, τό καθεστώς· социалистический \строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный \строй τό κοινωνικό καθεστώς· колхозный \строй τό σύστημα τών κολχόζ· 2.:
    грамматический \строй языка ἡ γραμματική διάρθρωση τής γλώσσας·
    3. воен. ἡ παράταξη [-ις], ἡ σύν-ταξη [-ις]:
    сомкнутый \строй ή, πυκνή παράταξη· боевой \строй ἡ παράταξη μάχης· ◊ вступать в \строй (о предприятии) ἀρχίζω νά λειτουργώ· вводить в \строй ἀρχίζω νά χρησιμοποιώ· выводить из\стройя θέτω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύω· выйти из \стройи βγαίνω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > строй

  • 46 убитый

    убитый
    1. прил συν(τε)τριμμένος, τσακισμένος:
    \убитый горем συντριμμένος ἀπό τή λύπη, περίλυπος·
    2. м ὁ νεκρός, ὁ σκοτωμένος· ◊ спит как \убитый κοιμάται σάν ψόφιος.

    Русско-новогреческий словарь > убитый

  • 47 удрученный

    удруч||енный
    1. прич. от удручать· он \удрученныйен печальной вестью συντριμμένος ἀπό τή λυπηρή είδηση·
    2. прил στενοχωρημένος, συν(τε)-τριμμένος, ἀποκαρδιωμένος:
    \удрученныйенное состояние ἡ μεγάλη στενοχώρια· с \удрученныйен-ным видом μέ συντετριμμένο δφος.

    Русско-новогреческий словарь > удрученный

  • 48 домочадцы

    -ев πλθ. (ενκ. -адец, -дца α.) παλ. τα μέλη της οικογένειας, οι οικοίοι•

    он приехал со всеми своими чадами и -ами αυτός ήρθε συν γυναιξί καί τέκνοις.

    Большой русско-греческий словарь > домочадцы

  • 49 зажать

    -жму, -жмешь
    ρ.σ.μ.
    1. (συ)σφίγγω, πιέζω• (‘συν)θλίβω•

    зажать в руке σφίγγω στο χέρι•

    зажать болт σφίγγω το μπουλόνι.

    || κρατώ, κρύβω (χρήματα).
    2. βουλώνω σφίγγοντας, φράσσω, κλείνω•

    зажать нос, уши βουλώνω τη μύτη, τ’ αυτιά.

    || ζουπώ, ζουλίζω, πιέζω•

    его совсем -ли в толпе τον παραζούλισαν ατο πλήθος.

    3. μτφ. πνίγω•

    зажать критику πνίγω την κριτική•

    зажать иницити-ативу πνίγω την πρωτοβουλία.

    εκφρ.
    зажать рот – βουλώνω το στόμα.
    -жну, -жнешь
    ρ.σ.
    αρχίζω να θερίζω.

    Большой русско-греческий словарь > зажать

  • 50 идентификация

    θ.
    (συν)ταύτιση, -μός.

    Большой русско-греческий словарь > идентификация

  • 51 компиляция

    θ.
    απάνθισμα συγγραμμάτων, συλλογή, (συν) εράνισμα, ερανισμός, εραναλογία.

    Большой русско-греческий словарь > компиляция

  • 52 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 53 монтировочный

    επ. (συν)αρμολογητικός.

    Большой русско-греческий словарь > монтировочный

  • 54 отожествить

    κ. отождествить
    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отожествленный κ. отождествленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    (συν)ταυτιζω, βάζω στην ίδια μοίρα ή κατηγορία, εξομοιώνω•
    ощибочно отожествить два различных явления λαθεμένα ταυτίζω δυό διαφορετικά φαινόμενα.

    Большой русско-греческий словарь > отожествить

  • 55 отожествление

    κ. отождествление
    ουδ. (συν)ταύτιση• εξομοίωση.

    Большой русско-греческий словарь > отожествление

  • 56 отожествлять

    κ. отождествлять
    ρ.δ.
    βλ. отожествить.
    (συν)ταυτίζομαι, εξομοιώνομαι, μπαίνω στην ίδια μοίρα ή κατηγορία.

    Большой русско-греческий словарь > отожествлять

  • 57 отпрессовать

    -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпрессованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. (τεχ.) (συμ)πιέζω, (συν)θλίβω.

    Большой русско-греческий словарь > отпрессовать

  • 58 плошать

    ρ.δ.
    1. κάνω λάθος, σφάλμα, αστοχώ, δεν προσέχω•

    смотрите, не -айте προσέχετε τα μάτια σας τέσσερα•

    не -аи, чтобы не обмануться πρόσεχε, μη σε ξεγελάσουν.

    2. χειροτερεύω•

    здоровье его день ото дня -ает η υγεία του από μέρα σε μέρα χειροτερεύει.

    εκφρ.
    на Бога надейся, а сам не -ай – συν Αθηνά και χείρα κινει.

    Большой русско-греческий словарь > плошать

  • 59 плюс

    α.
    1. το σϋν (+), σημείο αριθμητικό• σύμβολο θετικό.
    2. άνω του μηδενός (για θερμοκρασία).
    3. μτφ. το υπέρ, το πλεονέκτημα το θετικό, η θετική πλευρά•

    в этом есть свои -ы εδώ υπάρχουν και τα θετικά.

    || (για σχολικό βαθμό)• άνω, πάνω• +• получить 3 с -ом παίρνω βαθμό 3 και πάνω (μεταξύ 3 και 4).

    Большой русско-греческий словарь > плюс

  • 60 подгон

    α.
    1. οδήγηση, σαλάγισμα•

    скота к водопою σαλάγισμα των ζώων για πότισμα.

    2. κανόνισμα, (συν)ταίριασμα λέπτυνση, φάγωμα ελαφρό.
    3. γρήγορη βλάστηση, ανάπτυξη η αναδοση.
    4. όψιμο αδέλφωμα των δημητριακών.

    Большой русско-греческий словарь > подгон

См. также в других словарях:

  • συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …   Dictionary of Greek

  • σύν — with. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συν — αρχαία πρόθεση 1. (μαθημ.), εκφράζει το σημείο της πρόσθεσης (+): Δύο συν δύο ίσον τέσσερα. 2. στις φράσεις όπου χρησιμοποιούνται τα συνδυό, συντρείς, σημαίνει, δύο δύο, τρεις τρεις: Όπου συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν (ακριτ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σῦν — ὗς the wild swine masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σύν Ἀθηνᾷ, καὶ χεῖρα κίνου. — См. На Бога надейся, а сам не плошай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • συνδιαπερῶν — σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc voc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act neut nom/voc/acc sg σύν , διά , ἀπό ἐράω 1 love pres part act masc nom sg (attic epic ionic) σύν , διά , ἀπό ἐράω 2 pour forth pres part act masc voc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταποθῇ — σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres ind mp 2nd sg σύν , κατά , ἀπό ὀθέω pres subj act 3rd sg σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres subj mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό θάομαι pres ind mp 2nd sg (doric) σύν , κατά , ἀπό… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμεταμορφῶν — σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc voc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres part act masc nom sg σύν , μετά ἀμορφόω disfigure pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταχρῆται — σύν , κατά χράω 1 fall upon pres subj mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 1 fall upon pres ind mp 3rd sg (doric) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν , κατά χράω 2 proclaim pres ind mp 3rd sg (attic epic ionic) σύν …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»