-
1 отождествлять
отождеств||лятьнесов (συν)ταυτίζω:\отождествлятьл.ять два понятия ταυτίζω δύο Εννοιες. -
2 отожествить
κ. отождествить-влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отожествленный κ. отождествленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.(συν)ταυτιζω, βάζω στην ίδια μοίρα ή κατηγορία, εξομοιώνω•ощибочно отожествить два различных явления λαθεμένα ταυτίζω δυό διαφορετικά φαινόμενα. -
3 идентификация
η αναγνώριση, η πιστοποίηση της ταυτότηταςη (συν)ταύτιση- цировать εξακριβώνω, προσδιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > идентификация
-
4 идентифицировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. (συν)ταυτίζω, εξομοιώνω. || (συν)ταυτίζομαι, εξομοιώνομαι.
См. также в других словарях:
συνταυτίζω — Ν 1. ταυτίζω κάτι με κάτι άλλο 2. μέσ. συνταυτίζομαι γίνομαι όμοιος με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταυτίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βραΐλα] … Dictionary of Greek