-
1 στρατιά
στρατιά̱, στρατίαfem nom /voc /acc dualστρατιά̱, στρατίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)στρατιά̱, στρατιάarmy: fem nom /voc /acc dualστρατιά̱, στρατιάarmy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 Στρατία
Στρατίᾱ, Στρατίηfem nom /voc /acc dualΣτρατίᾱ, Στρατίηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Στρατίᾱͅ, Στρατίηfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 στρατία
στρατίᾱ, στράτιοςof an army: fem nom /voc /acc dualστρατίᾱ, στράτιοςof an army: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————στρατίᾱͅ, στράτιοςof an army: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 στρατιά
στρατιά, ᾶς, ἡ① army (so Pind., Hdt.+; ins, pap, LXX, TestAbr A 2 p. 78, 28 [Stone p. 4]; JosAs 14:7 [τοῦ ὐψίστου]; ApcEsdr 6:16f p. 31, 23 Tdf. [ἀγγέλων]; ApcMos 38 [κύριος στρατιῶν]; Philo; Jos., Bell. 7, 31, Ant. 14, 271; Just.; loanw. in rabb.) of Pharaoh’s army 1 Cl 51:5 (cp. Ex 14:4, 9, 17).—στρατιὰ οὐράνιος the heavenly army of angels (s. 3 Km 22:19; 2 Esdr 19: 6.—Pla., Phdr. 246e στρατιὰ θεῶν τε καὶ δαιμόνων; Just., D. 131, 2 τοῦ διαβόλου) Lk 2:13 (for the constr. ad sensum πλῆθος στρατιᾶς … αἰνούντων cp. Appian, Bell. Civ. 5, 64 §272 ὁ στρατὸς αἰσθανόμενοι εἵλοντο). ἡ στρατιὰ τοῦ οὐρανοῦ the host of heaven of the heavenly bodies (cp. Ps.-Demetr. c. 91 after an ancient lyric poet ἄστρων στρατόν; Maximus Tyr. 13, 6e; 2 Ch 33:3, 5; Jer 8:2; PGM 35, 13) Ac 7:42.② occasionally (poets, pap) in the same sense as στρατεία 2 Cor 10:4 v.l., but s. στρατεία on this passage.—DELG s.v. στρατός. M-M. TW. -
5 στρατιά
-
6 στρατιᾷ
-
7 στρατιά
a army, expedition “ ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” O. 6.16ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς N. 3.34
Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων N. 11.35
b host, assemblyΠυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι P. 11.50
c frag. ] ᾳμᾳ καὶ στρατιά (Π̆{pc}: -ιαῖς Π̆{ac}) Δ. 3. 11. -
8 στρατιά
A army, Pi.O.6.16, A.Pers. 534 (anap.), Ag. 799 (anap.), etc.; σ. ναυτική, πεζή, Th.6.33, 7.15; ναύφρακτος ς. IG12.296.30; ἔς τε τὴν σ. καὶ τὴν πόλιν τὴν Ἀθηναίων ib. 108.40;τῆς σ. κάκιστος ἦν ἀνήρ Eup.31
: abs., a land force, as distd. from seamen, Hdt.6.12.2 generally, host, company, band, Pi. P.11.50, N.11.35;ἡ σ. τοῦ οὐρανοῦ LXX 2 Ch.33.3
; αἱ σ. τῶν οὐρανῶν ib.Ne.9.6; = cohors ministrorum, Lib.Or.54.7.II sts. = στρατεία, expedition, Hdt.5.77 (v.l. -είην), Ar.Eq. 587 (lyr.), Th. 828, 1169, Lys. 592, Th.8.108, IG22.351.31;ἐπὶ στρατιᾶς Ar.V. 354
, 557, Pl.Phdr. 260b, And.2.14; ἴτε.. ἐπὶ στρατιάν go.. on service, Ar.Ach. 1143;κατὰ στρατιήν Hp.Medic.14
; πολιτικαὶ στρατιαί, ξενικαὶ ς., ibid.; v. στρατεία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατιά
-
9 Στρατίᾳ
Βλ. λ. Στρατία -
10 στρατίᾳ
Βλ. λ. στρατία -
11 στρατιά,-ᾶς
+ ἡ N 1 5-18-5-1-13=42 Ex 14,4.9.17; Nm 10,28; Dt 20,9army Ex 14,4; host, company, band (of heavenly elements) 2 Chr 33,3*Jer 7,18 τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ to the host of heaven?-מיםשׁה צבא or-מיםשׁה לממלכת for MT מיםשׁה למלכתCf. WALTERS 1973 37.42-43.285; WEVERS 1990, 210; →NIDNTT; TWNT -
12 στρατιάων
στρατιά̱ων, στράτιοςof an army: masc /fem gen pl (epic aeolic)στρατιά̱ων, στρατίαfem gen pl (epic aeolic)στρατιά̱ων, στρατιάarmy: fem gen pl (epic aeolic) -
13 στρατιάν
στρατιά̱ν, στρατίαfem acc sg (attic doric aeolic)στρατιά̱ν, στρατιάarmy: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 στρατιάς
στρατιά̱ς, στρατίαfem acc plστρατιά̱ς, στρατιάarmy: fem acc pl -
15 Στρατίας
Στρατίᾱς, Στρατίηfem acc plΣτρατίᾱς, Στρατίηfem gen sg (attic doric aeolic) -
16 στρατιαί
στρατίαfem nom /voc plστρατιάarmy: fem nom /voc pl -
17 στρατιή
στρατίαfem nom /voc sg (epic ionic)στρατιάarmy: fem nom /voc sg (epic ionic) -
18 στρατιήν
στρατίαfem acc sg (epic ionic)στρατιάarmy: fem acc sg (epic ionic) -
19 στρατίας
στρατίᾱς, στράτιοςof an army: fem acc plστρατίᾱς, στράτιοςof an army: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 Στρατιάων
Στρατιά̱ων, Στρατίηfem gen pl (epic aeolic)
См. также в других словарях:
στρατιά — στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc/acc dual στρατιά̱ , στρατιά army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιᾷ — στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατία — Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc/acc dual Στρατίᾱ , Στρατίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατία — στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc/acc dual στρατίᾱ , στράτιος of an army fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρατίᾳ — Στρατίᾱͅ , Στρατίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατίᾳ — στρατίᾱͅ , στράτιος of an army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. στρατιή Α [στρατός] σύνολο στρατευμάτων με ενιαία διοίκηση νεοελλ. πολυάριθμος στρατός ξηράς και, ειδικότερα, ο μεγαλύτερος στρατιωτικός σχηματισμός αποτελούμενος από σύνολο σωμάτων στρατού ή συγκροτημάτων ή μονάδων διαφόρων… … Dictionary of Greek
στρατιά — η σύνολο στρατευμάτων: Υπήρξε διοικητής στρατιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατιάων — στρατιά̱ων , στράτιος of an army masc/fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατία fem gen pl (epic aeolic) στρατιά̱ων , στρατιά army fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιᾶι — στρατιᾷ , στρατία fem dat sg (attic doric aeolic) στρατιᾷ , στρατιά army fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιάν — στρατιά̱ν , στρατία fem acc sg (attic doric aeolic) στρατιά̱ν , στρατιά army fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)