-
1 στιγμη
-
2 στιγμή
η1) точка (в разн. знач);τελεία στιγμή — грам, точка;
άνω στιγμή — точка с запятой;
2) миг, мгновение; момент;τη στιγμή πού... — в тот момент, когда...;
την ίδια στιγμή — в то же мгновение;
κατάλληλη στιγμή — удобное время, удобный момент, случай;
μιά στιγμή, παρακαλώ! — вас можно на минуточку?;
περίμενε μιά στιγμή — подожди минутку;
σε μιά στιγμή — в один момент, в одно мгновение, в один миг;
από στιγμή σε στιγμή — с минуты на минуту;
απ' αυτή τη στιγμή — с этих пор, с сегодняшнего дня; — с тех пор;
ούτε στιγμή — ни минуты, ни на минуту;
γιά μιά στιγμή μού πέρασε απ' το μυαλό ( — или νου) — у меня мелькнула (мимолётная) мысль; — меня осенило;
3) полигр, пункт -
3 στιγμή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στιγμή
-
4 στιγμή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > στιγμή
-
5 στιγμή
мгновение, миг, точка.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στιγμή
-
6 στιγμῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > στιγμῇ
-
7 στιγμή
[стигми] ουσ θ минута, миг, мгновенье, момент. -
8 Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται
Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται– Ο χρόνος που περνάει, πίσω δεν γυρνάει– Χαμένος χρόνος δεν ξαναβρίσκεται• Времени не поворотишь• Время деньги дает, а на деньги время не купишь• Крупицу золота можно найти, крупицу времени – никогдаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάθε στιγμή που χάνεται, πίσω δεν ξαναπιάνεται
-
9 αθετος
-
10 αιματινος
-
11 μοναδικος
-
12 τελεια
ἡ (sc. στιγμή) грам. точка -
13 υποστιγμη
-
14 αδυναμία
η1) слабость, бессилие; 2) худоба;αισθάνομαι αδυναμία — чувствовать слабость;
σε στιγμή αδυναμίας — в минуту слабости;
3) перен. слабость, влечение (к кому-чему-л.), склонность;έχω αδυναμία σε κάποιον, αισθάνομαι αδυναμία γιά κάποιον — питать слабость к кому-л.;
3) недостаток, слабое место;είναι η αδυναμία μου — это моё слабое место, это моя слабость
-
15 ακατάλληλος
η, ο [ος, ον ]1) неподходящий, несоответствующий; неподобающий, неуместный;σε στιγμή ακατάλληλη — в неподходящий момент;
2) неприличный, непристойный -
16 αρμόδιος
ο, ο [ία, ον] 1.1) компетентный, авторитетный; 2) уполномоченный, специально назначенный; 3) подходящий, соответствующий;αρμόδια στιγμή — подходящий момент;
2. (ο) компетентное лицо -
17 δεδομένος
η, ον донный;στην δεδομένοςη στιγμή — в данный момент
-
18 δοσμένος
-
19 επίσημος
η, ο [ος, ον ]1) официальный;επίσημο πρόσωπο — официальное лицо;
επίσημη δήλωση — официальное заявление;
επίσημο υφός — официальный тон;
2) торжественный, праздничный, парадный;επίσημη στιγμή (δεξίωση) — торжественный момент (приём);
επίσημον ένδυμα — парадная форма;
3) важный, авторитетный;επίσημος ξένος — почётный, гость;
4) замечательный, выдающийся, знаменитый;επίσημον γεγονός — выдающееся событие
-
20 εύθετος
ος, ον подходящий; удобный;εν ευθέτω στιγμή (χρόνω) в подходящий момент (в подходящее время)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στιγμῇ — στιγμή spot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — spot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… … Dictionary of Greek
στιγμή — η 1. ελάχιστη χρονική διάρκεια: Έφτασε στη στιγμή. – Σε μια στιγμή το σπίτι έπεσε. 2. κατάλληλος χρόνος, ευκαιρία: Ήρθε η στιγμή να πάρεις εκδίκηση. 3. σημείο στίξης: Στο τέλος ενός κώλου περιόδου βάζουμε άνω στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Στίγμη αἱματίνη ἐν τῷ λευκῷ ἡ καρδία: τοῦτο δὲ τὸ σημεῖον πηδᾷ καὶ κινεῖται, ὥσπερ ἔμψυχον. — См. Животрепещущий … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
στιγμαῖς — στιγμή spot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμαί — στιγμή spot fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμῆς — στιγμή spot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμήν — στιγμή spot fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιγμῶν — στιγμή spot fem gen pl στιγμός pricking masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek