-
1 μοναδικος
-
2 μοναδικός
-
3 μοναδικός
[монадикос] επ единственный, уникальный. -
4 μονωτικος
-
5 ένας
μιά(μία), ένα 1. αριθ. один (одна, одно);§ ένας κι' ένας — один к одному, как один, как на подбор;
ένας - ένας один за другим, по одному;
ένας καί μοναδικός — один-единственный;
όλοι μέχρις ενός все до одного;με μιά λέξη одним словом; με μιά φωνή в один голос; *ίνα από τα δυό одно из двух; μιά γιά πάντα или μιά και καλή раз навсегда; έφυγε μιά και καλή он ушёл навсегда; ένα προς ένα пр порядку; διά (или γιά) μιάς или με μιάς сразу; вдруг, внезапно; одним духом, залпом (разг); ένας δεν..., *ίνας να μη... ни один... ни другой...; ένας δεν βρίσκεται να πεί καλό γι' αυτόν, ένας να μη μείνει πίσω никто не может о нём сказать ничего хорошего; μιά... μιά... то... то...; μιά θα πάς μιά δεν θα πας то ты пойдёшь, то ты не пойдёшь; μιά... και μιά... сначала..., затем...; μιά καί... раз..., если...; μιά και πας εσύ στο μουσείο... раз ты идёшь в музей; μιά κι' είναι έτσι, τότε... раз так, то...; είναι μία περασμένη уже второй час; κτύπησε μία пробил час; είναι
См. также в других словарях:
μοναδικός — consisting of abstract units masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικός — ή, ό (ΑΜ μοναδικός, ή, όν) [μονάς] αυτός που αποτελεί μονάδα, ένας και μόνος, αποκλειστικός («το μοναδικό βιβλιοπωλείο που υπάρχει στις Καρυές δείχνει με τα βιβλία του τί είναι στο Όρος το πνεύμα», Παπαντ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
μοναδικός — ή, ό 1. ο μόνος στο είδος του, αποκλειστικός: Η μοναδική έννοια του ήταν η επιστροφή στην πατρίδα. 2. μτφ., αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, ο έξοχος, ο σπάνιος: Είναι μοναδικός άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναδικά — μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc pl μοναδικά̱ , μοναδικός consisting of abstract units fem nom/voc/acc dual μοναδικά̱ , μοναδικός consisting of abstract units fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικώτερον — μοναδικός consisting of abstract units adverbial comp μοναδικός consisting of abstract units masc acc comp sg μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικῶν — μοναδικός consisting of abstract units fem gen pl μοναδικός consisting of abstract units masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικόν — μοναδικός consisting of abstract units masc acc sg μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικώτατον — μοναδικός consisting of abstract units masc acc superl sg μοναδικός consisting of abstract units neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικαῖς — μοναδικός consisting of abstract units fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικαί — μοναδικός consisting of abstract units fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναδικοῖς — μοναδικός consisting of abstract units masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)