Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(σκηνήν

См. также в других словарях:

  • σκηνήν — σκηνή tent fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκήνην — σκῆνος hut neut acc sg σκηνάω banqueters imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) σκηνάω banqueters imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • Иоанникий Лихуд — Иеромонах, родом Грек; предки его были Князья, жившие в Константинополе еще до пленения его Турками. Один из них, Константин Лихуд, с 1059 по 1064 год был Константинопольским Патриархом. Потомки их по пленении Константинополя переехали в… …   Большая биографическая энциклопедия

  • CUBICULUM — apud Sueton. Nerone, c. 12. Icarus primô statim conatu iuxta Cubiculum eius decidit: Graece Ο᾿υραῃίσκος est Polyb. l. 5. i. e. papilio magnificus, principibus primo Viris in Asia, cum ad ius dicendum, vel ad spectandos ludos, vel etiam ob causam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …   Dictionary of Greek

  • καλιά — η (Α καλιά και ιων. τ. καλιή, ἡ) νεοελλ. καταφύγιο ή κατοικία ζεύγους νεονύμφων ή ερωτευμένων, φωλιά («ερωτική καλιά) αρχ. 1. ξύλινη κατοικία ή παράπηγμα πλεγμένο με κλαδιά, καλύβα 2. αποθήκη σιτηρών, σιτοβολώνας 3. ξύλινος σηκός ή σπήλαιο που… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • παραπέτασμα — το, ΝΜΑ [παραπετάννυμαι] 1. υφασμάτινο συνήθως προκάλυμμα που κρεμιέται για να κρύψει ή να απομονώσει κάτι («σκηνήν... παραπετάσμασι ποικίλοισι κατεσκευασμένην», Ηρόδ.) 2. μτφ. πρόσχημα («ταῑς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • πρότριτα — Α επίρρ. 1. πριν από τρεις μέρες, τρεις μέρες πρωτύτερα ή συνεχώς επί τρεις ημέρες (α. «τὰ μὲν ὀστᾱ προτίθενται τῶν ἀπογενομένων πρότριτα σκηνὴν ποιήσαντες», Θουκ. β. «προγράψας πρότριτα εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην», Αριστείδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

  • χιτωνίσκιον — τὸ, ΜΑ, και χιθωνίσκιον Α [χιτωνίσκος] υποκορ. τ. τού χιτωνίσκος μσν. μτφ. το σώμα («οἷα σκηνὴν τῆς ψυχῆς καταλελοίπει τὸ ἀχθοφόρον τουτὶ καὶ γήϊνον χιτωνίσκιον», Θεοφύλ. Σ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»