-
1 σελίνοις
σελί̱νοις, σέλινονcelery: neut dat pl -
2 περί-κηπος
περί-κηπος, ὁ, Garten um die Stadt od. das Haus, Sp., vgl. D. L. 9, 36; auch Gang um den Garten herum, Long. 4, 20. 21. – Rand, Einfassung der Gartenbeete, Suid. u. Phot. οὐδ' ἐν σελίνοις; vgl. Schol. Ar. Vesp. 478.
-
3 θηλέω
θηλέω, dor. ϑᾱλέω, grünen u. blühen; von Wiesen, Od. 5, 73 λειμῶνες σελίνου ϑήλεον, vom Eppich; ἡμερίδες ἐϑήλεον Ap. Rh. 3, 221; Pind. N. 4, 88 ϑάλησε σελίνοις, er blühte im Eppichkranz; übertr., νικαφορίαις ἄστυ ϑάλησε N. 10, 42; sp. D.
-
4 αναστεφω
1) увенчивать, венчать(τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.)
2) увивать, обвивать(τὰς θύρας δάφνη Plut.)
κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. — масличная ветвь, перевитая шерстью -
5 εμπλεκω
1) сплетать(τὸν στέφανον εὐόδμοισι σελίνοις Theocr.)
εἰς τέν φιλίαν τινός ἐ. Polyb. — завязать дружбу с кем-л.;перен. — сочинять, выдумывать (αἰνίγματα Aesch.);pass. — сплетаться, перен. находиться в связи (γυναικί Polyb.)2) вплетать, вставлять(τι Plat. и τι εἴς τι Arst.)
3) впутывать, запутыватьχεῖρα ἐμπλέξας τινός Eur. — ухватившись за чью-л. руку4) pass. запутываться(εἰς δίκτυον ἄτης Aesch.; πλεκταῖς ἐώραις Soph.; ἡνίαισιν Eur.; ἐν πυκνοῖς δεσμοῖσιν Arph.; перен.: ἐν τοσούτοις κακοῖς Isocr.; ἐν βιαίοις πόνοις Plat.)
ἐμπλέκεσθαι ἵπποις Plut. — цепляться за (ноги) лошадей;ἐμπλεκόμενοι εἰς τὰ κατὰ τέν Σικελίαν Polyb. — впутавшись в сицилийские дела -
6 επιβοσκομαι
-
7 θηλεω
дор. θᾱλέω (эп. impf. θήλεον)1) зеленеть, расцветать(σελίνου Hom. и σελίνοις Pind.; φυτὰ θηλήσαντα Anth.)
2) перен. цвести, прославляться(νικαφορίαις Pind.)
-
8 θάλλω
θάλλω (θάλλει, -οντι; -ων, -οντος, -οντες, -οντας; -οισα, -οισαν: impf. ἔθαλλεν: aor. θλησε(ν); pf. τέθᾶλεν, τεθᾶλότα.)a flourish, blossom ἔντιλτ;δὲ καὶγτ; θάλλοντος ἐκ κισσοῦ στεφάνων Διο[νύσου] Θρ. 3. 3.b causal, make to produceοὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
c met., flourish, prosperὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας P. 4.65
παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.21
νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν ( θάλλοισαν with δέσποιναν, Σ; with ῥίζαν edd.) P. 9.8 οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.6τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά I. 5.17
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν I. 6.1
παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς πᾶς τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 7. c. dat., θάλλει δ' ἀρεταῖσιν (sc. ἡ Ὀποῦς) O. 9.16εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.53
Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις (sc. Καλλικλέης) N. 4.88νικαφορίαις γὰρ ὅσαις ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς N. 10.42
( ἀρετὰς)αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τέλος I. 4.4
ἄμμι δ, ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία with luxuriant golden hair I. 7.49τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεὶ θάλλει μαλακαῖς εὐδίαις Pae. 2.52
Αἰολάδα σταθμὸν ὑμνήσω στεφάνοισι θάλλοισα παρθένιον κάρα a chorus of girls sings Παρθ. 2. 11. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν θάλλοντας ἥβᾳ (Boeckh: θάλλοντα codd.) fr. 171.d frag. ]θαλλο[ν]τι[ Πα. 13. a. 10. -
9 ἵνα
1 whereἐν δρόμοις Πέλοπος, ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται O. 1.95
Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες παραπειρῶνται Διὸς O. 8.2
Πρωτογενείας ἄστει ἵν' δόμον ἔθεντο πρῶτον O. 9.42
“ ἄντροθε γὰρ νέομαι ἵνα Κενταύρου με κοῦραι θρέψαν ἁγναί” P. 4.103 “πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοις πρόφρων· ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται” P. 9.56 “Λιβύας· ἵνα καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει” P. 9.69χώρας Μυρμιδόνες ἵνα πρότεροι ᾤκησαν N. 3.13
οἴκαδε, πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰνἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.77
ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν, Ὀρσοτριαίνα /ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις N. 4.87
ᾤχετο δὲ πρὸς θεὸν · ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
ἄλσος· ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28
ἵνα λεχέων ἐπ' ἀμβρότων φ[ Pae. 6.140
]αν ἵν ἀγλαοχαίταν[ Πα. 7e. 2.ἵναο[ Pae. 8.93
ἵνα οἱ κέχυται πιεῖν νε[ Pae. 15.8
-
10 Κορίνθιος
1 Corinthian Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη i. e. at Isthmian games N. 2.20 Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις at Isthmian games N. 4.88 -
11 ὀρσοτρίαινα
ὀρσοτρῐαινα (-α, -ᾶ, -αν.)1 who hurls the trident epith. of Poseidon.ὀρσοτρίαιναν εὐρυβίαν καλέων θεόν P. 2.12
pro subs.Ὀρσοτρίαινα ἅρμα θοὸν τάνυεν O. 8.48
Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις i. e. at the Isthmian games N. 4.86 -
12 σέλινον
1 wild parsely from which were made crowns for Isthmian victors.δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων ἐν Ἰσθμιάδεσσιν φανέντα O. 13.33
Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις N. 4.88
Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.16
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.64
-
13 εὔοσμος
A sweet-smelling, fragrant,εὔοδμον ἔαρ Pi.Fr.75.15
;εὐόδμοισι προσθετοῖσι Hp.Loc.Hom.47
;εὔοσμον μύρον Achae.17
, cf. E.Ba. 235; εὐόδμοισι σελίνοις, νέκταρος εὐόδμοιο, Theoc.3.23, 17.29; v.l. for εὐώδης in D.P.937;εὔοδμος τῇ ὀσφρήσει Thphr.HP9.13.3
: [comp] Comp. and [comp] Sup., Id.CP6.16.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔοσμος
-
14 θηλέω
Aθήλεον Od.5.73
: [tense] fut. θηλήσω ([etym.] ἀνα-) Il.1.236: [dialect] Dor. poet. [tense] aor.θάλησα Pi.N.4.88
; part.θηλήσας AP9.363
(Mel.): ( τεθηλημένα is f.l. in Hp.Insomn.90):—poet. for θάλλω, to be full of, abound in, c. gen., λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον Od.l.c.: c. dat., θάλησε σελίνοις Pi.l.c.; νικοφορίαις ἄστυ θάλησε ib. 10.42.2 abs., grow luxuriantly, flourish, A.R.3.221, APl.c.; of a child, IG14.1971; prob. for ἐθάλλεον, Epigr. ap. Plu.2.110b.II causal, make to bloom, Alex.Aet.3.9. -
15 περίκηπος
περίκηπος, ὁ,A garden near a town or round a house, PCair.Zen. 193.8 (iii B. C.), PSI5.547.22 (iii B. C.), D.S.34/5.2.13, D.L.9.36 ; opp. παράδεισος, Longus 4.19,28,29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίκηπος
-
16 θηλέω
θηλέω, grünen u. blühen; von Wiesen; vom Eppich; ϑάλησε σελίνοις, er blühte im Eppichkranz
См. также в других словарях:
σελίνοις — σελί̱νοις , σέλινον celery neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλέω — και δωρ. τ. θαλέω (Α) 1. (για λειμώνες και αγρούς) θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ. β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.) 2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ 3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός… … Dictionary of Greek