-
1 Κορινθιος
I3коринфский Her., Soph. etc.IIὅ1) коринфянин Her. etc.2) шутл. ( по созвучию с κόρις) клоп(δάκνουσί με οἱ Κορίνθιοι Arph.)
-
2 Κορίνθιος
Κορίνθιοςcourtesan: masc nom sg -
3 Κορίνθιος
1 Corinthian Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη i. e. at Isthmian games N. 2.20 Ὀρσοτριαίνα ἵν' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις at Isthmian games N. 4.88 -
4 Κορίνθιος
A courtesan, Pl.R. 404d; ἑταῖραι K. Ar.Pl. 149; οἶνος K. Alex.290; K.κάδοι Diph.61.3
. Adv. - ίως in Corinthian fashion, οἶκος K.ἐστεγασμένος J.AJ8.5.2
:— fem. [full] Κορινθιάς, άδος, ἡ, St.Byz.:—also [full] Κορινθιακός, ή, όν, X.HG6.2.9; K.γλυφαί Ph.1.666
: [full] Κορινθικός, AP6.40 (Maced.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κορίνθιος
-
5 Κορίνθιος
Κορίνθιος, ου, ὁ the Corinthian (Trag., Hdt. et al.; ins; Ath. 17, 2) Ac 18:8, 27 D; 2 Cor 6:11; 1 Cl 47:6. Also in the title of 1 and 2 Cor and 1 and 2 Cl and the subscr. of Ro v.l. and 1 Cl; 2 Cl 20:5 (subscr.) Funk; AcPlCor as appellation ἡ Κορινθίων ἐκκλησία 1:16. -
6 Κορίνθιος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Κορίνθιος
-
7 Κορίνθιος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Κορίνθιος
-
8 κορίνθιος
α, ο [ία, ον] 1. коринфский; живущий в Коринфе;2. (К.) (ο, η) житель, -ница Коринфа -
9 Κορίνθιος
Коринфянин.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Κορίνθιος
-
10 Κορινθιακά
Κορίνθιοςcourtesan: neut nom /voc /acc plΚορινθιακά̱, Κορίνθιοςcourtesan: fem nom /voc /acc dualΚορινθιακά̱, Κορίνθιοςcourtesan: fem nom /voc sg (doric aeolic)Κορινθιακόςcourtesan: neut nom /voc /acc plΚορινθιακά̱, Κορινθιακόςcourtesan: fem nom /voc /acc dualΚορινθιακά̱, Κορινθιακόςcourtesan: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 Κορινθιακόν
Κορίνθιοςcourtesan: masc acc sgΚορίνθιοςcourtesan: neut nom /voc /acc sgΚορινθιακόςcourtesan: masc acc sgΚορινθιακόςcourtesan: neut nom /voc /acc sg -
12 Κορινθικόν
Κορίνθιοςcourtesan: masc acc sgΚορίνθιοςcourtesan: neut nom /voc /acc sg -
13 Κορίνθιον
Κορίνθιοςcourtesan: masc acc sgΚορίνθιοςcourtesan: neut nom /voc /acc sg -
14 Κορινθίων
Κορίνθιοςcourtesan: fem gen plΚορίνθιοςcourtesan: masc /neut gen pl -
15 Κορινθίως
Κορίνθιοςcourtesan: adverbialΚορίνθιοςcourtesan: masc acc pl (doric) -
16 Κορινθιακός
Κορίνθιοςcourtesan: masc nom sgΚορινθιακόςcourtesan: masc nom sg -
17 Κορινθίαιν
Κορίνθιοςcourtesan: fem gen /dat dual -
18 Κορινθίαις
Κορίνθιοςcourtesan: fem dat pl -
19 Κορινθίοις
Κορίνθιοςcourtesan: masc /neut dat pl -
20 Κορινθίοισι
Κορίνθιοςcourtesan: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
Κορίνθιος — courtesan masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορίνθιος — ια, ιο, θηλ. και ία (Α κορίνθιος, ία, ον, θηλ. και κορινθιάς, άδος) [Κόρινθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, κορινθιακός («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», Ευρ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο… … Dictionary of Greek
κορίνθιος — α, ο 1. κορινθιακός. 2. το αρσ. και θηλ. Κορίνθιος, Κορίνθια ως κύρια ονόματα δηλώνουν τον κάτοικο της Κορίνθου ή τον καταγόμενο απ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευφράνωρ ο Κορίνθιος ή ο Ίσθμιος — (4ος αι. π.Χ.).Ζωγράφος, γλύπτης, χαλκουργός, τορευτής, συγγραφέας πραγματειών για τη συμμετρία και τα χρώματα. Μαθητές του υπήρξαν οι ζωγράφοι Χαρμαντίδης, Λεωνίδας, Αντίδοτος και ο γιος του, ο γλύπτης Σώστρατος. Ως ζωγράφος κόσμησε τη στοά του… … Dictionary of Greek
Μανουήλ Κορίνθιος — (15ος 16ος αι.). Λόγιος, αξιωματούχος του Οικουμενικού πατριαρχείου και συγγραφέας. Καταγόταν από την Πελοπόννησο. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1482 ως λογοθέτης του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Λίγο αργότερα προβιβάστηκε στο αξίωμα του… … Dictionary of Greek
Κορινθιακά — Κορίνθιος courtesan neut nom/voc/acc pl Κορινθιακά̱ , Κορίνθιος courtesan fem nom/voc/acc dual Κορινθιακά̱ , Κορίνθιος courtesan fem nom/voc sg (doric aeolic) Κορινθιακός courtesan neut nom/voc/acc pl Κορινθιακά̱ , Κορινθιακός courtesan fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθιακῶν — Κορίνθιος courtesan fem gen pl Κορίνθιος courtesan masc/neut gen pl Κορινθιακός courtesan fem gen pl Κορινθιακός courtesan masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθιακόν — Κορίνθιος courtesan masc acc sg Κορίνθιος courtesan neut nom/voc/acc sg Κορινθιακός courtesan masc acc sg Κορινθιακός courtesan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθικόν — Κορίνθιος courtesan masc acc sg Κορίνθιος courtesan neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθίων — Κορίνθιος courtesan fem gen pl Κορίνθιος courtesan masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορινθίως — Κορίνθιος courtesan adverbial Κορίνθιος courtesan masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)