-
101 перезабыть
-буду, -будешьρ.σ.μ. ξεχνώ, λησμονώ (όλους, πολλούς, τα πάντα)•я всё -ыл όλα τα ξέχασα.
ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι•всё -лось όλα ξεχάστηκαν.
-
102 покончить
ρ.σ.1. (παλ. κ. απλ.). (απο)τελειώνω, (απο)περατώνω• ξεμπλέκω.2. σταματώ, παύω, τελειώνω οριστικά. || σκοτώνω, φονεύω, τελειώνω, ξεμπλέκω, ξεκάνω.εκφρ.покончить раз на всегда – τελειώνω μια για πάντα•с собой ή с жизнью• покончить жизнь самоубийством – αυτοκτονώ. -
103 присно
επίρ. παλ. αεί, πάντα, Πάντοτε•присно ныне и присно νυν και αεί, τώρα και πάντοτε.
-
104 простить
прощу, простишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прощённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.1. συγχωρώ•я этого ему не -щу αυτό δε θατου το συγχωρέσω•
-иге меня συγχωρέστε με.
2. μ. παλ. απαλλάσσω•простить долг απαλλάσσω απο το χρέος.
3. (προστκ.) -йте! χαίρετε! έχετε γεια! αφήνω γεια!εκφρ.последнее прости сказать ή послать – (γραπ. λόγος) λέγωτο τελευταίο αντίο, αφήνω για πάντα•прости–прощай – βλ. 3 σημ.αποχαιρετιέμαι με χειραψία. || αφήνω, εγκαταλείπω, χωρίζομαι. || συγχωριέμαι. -
105 пуп
-а α.βλ. пупок.εκφρ.пуп земли – (απλ.) ο ιθύνων, ο παντοκράτορας, ο τα πάντα διέπων, ο εγκέφαλος. -
106 раз
раз 1-а, πλθ. разы, раз α.1. φορά•один -μια φορά•
два -а δυό φορές•
пять раз (πλ θ.) πέντε φορές•
много раз πολλές φορές•
всякий раз κάθε φορά•
не раз όχι μια φορά (επανειλημμένα)•
иной (другой) раз άλλη φορά•
раз навсегда μια για πάντα•
ни -у ούτε μια φορά•
в последний раз (για) τελευταία φορά•
в тот раз εκείνη τη φορά• раз - другой μερικές φορές•
раз за -ом αλλεπάλληλα•
раз на раз не приходится το ίδιο πράγμα δεν επαναλαβαίνεται ακριβώς•
ещё раз ακόμα μια φορά•
раз от -у από περίπτωση σε περίπτωση.
2. (αριθμητικό)• ένας, μία, ένα•раз, два, три... ένα, δύο, τρία...
εκφρ.раз-два и готово – ένα-δυό και έτοιμο, στο άψε-σβήσε, στο πι και στο φι•в самый раз – α) στον πιο κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη ώρα ή στιγμή, β) ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, απούντο•ни -у не... – ούτε μια φορά δεν...• дать -а (απλ.) χτυπώ.раз 2ως κατηγ. με σημ. ξαφνικά, απότομα ή απροσδόκητα: μπαμ, παφ, φραπ, φριστ κ.τ.τ.раз 3επίρ.μια φορά, κάποια φορά, κάποτε, μια μέρα•раз он приходит ко мне и говорит μια φορά αυτός έρχεται σε μένα και λέει•
раз был со мной такой случай μου έτυχε κάποτε τέτοια περίπτωση.
раз 4σύνδ. υποθετικός• αν, εάν, άμα, μια και•раз не знаешь, ни говори άμα δεν ξέρεις, μή μιλάς.
εκφρ.раз что... – παλ. βλ. раз. -
107 разлучить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлученный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.χωρίζω, αποχωρίζω•обстоятельства -ли их οι περιστάσεις τους χώρισαν.
χωρίζω, χωρίζομαι• αποχωρίζομαι•он -лся с нею навсегда αυτός αποχωρίστηκε μ αυτήν για πάντα.
-
108 распроститься
-прощусь, -простишьсяρ.σ.κ. απρόσ. αποχαιρετώ, -ίζω, αποχαιρετιέμαι, -ίζομαι. || μτφ. φεύγω, ξεκόβω, αφήνω, εγκαταλείπω•-навсегда εγκαταλείπω για πάντα.
-
109 расстаться
-анусь, -анешься, προστκ. расстанься ρ.σ.1. αποχωρίζομαι, χωρίζω• απο-χαιρετιέμαι• εγκαταλείπω•расстаться с родным селом εγκαταλείπω το χωριό που γεννήθηκα (τη γενέτειρα)•
расстаться с другом αποχωρίζομαι, με το φίλο•
расстаться навсегда αποχωρίζομαι για πάντα.
2. μτφ. παρατώ, απαρνούμαι•я никогда не -усь с моими убеждениями ποτέ δε θα αποκηρύξω τις πεποιθήσεις μου•
расстаться с мечтой σβήνει το όνειρο μου (εγκαταλείπω το όνειρο).
-
110 святой
επ., βρ: свят, свята, свято.1. άγιος•Святой Дух το Αγιο Πνεύμα•
Святая Троица η Αγία Τριάδα•
святые места οι άγιοι τόποι•
святая вода άγιασμα, αγιόνερο, -έρι•
святая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο•
святая святых α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο).
2. ουσ. το ιερό•для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)•
жития -ых οι βίοι των αγίων.
|| ουσ. ο άγιος• святой ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται•день всех -ых η μέρα των Αγίων πάντων•
клясться всеми -ыми ορκίζομαιστους Αγιους Πάντες.
|| ουσ. -ые παλ. οι εικόνες αγίων.3. βλ. праведный. || αγαθός, αγνός. || μτφ. αναμάρτητος•он чист и свят αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος.
4. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος•-ая моя родина φίλατατή μου πατρίδα.
5. ύψιστος•святой долг ιερό καθήκο.
εκφρ.святой отец – πάτερ•- ая -ых – α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ.• как Бог свят (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα•хоть -ых (вон) неси (выноси) – παλ. μακριά απ εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος). -
111 совсем
επιρ.εντελώς, τελείως, παντελώς, ολότελα, καθ ολοκληρία• πέρα για πέρα•темно εντελώς σκοτάδι•
совсем забыл ξέχασα τελείως•
совсем новый κατακαίνουργος•
не совсем здоров όχι εντελώς καλά (υγιής)•
совсем близко πάρα πολύ σιμά, πλησιέστατα, εγγύτατα•
я его совсем не знаю δεν τον ξέρω καθόλου•
я совсем этого не ожидал καθόλου δεν το περίμενα αυτό•
он уехал совсем αυτός έφυγε για πάντα.
-
112 статья
-й, γεν. πλθ. -ей, δοτ. -тьям θ.1. άρθρο, δημοσίευμα•газетная статья άρθρο εφημερίδας•
передовая статья κύριο άρθρο•
критическая статья κριτικό άρθρο.
2. ειδική διάταξη νόμου, συνθήκης•-ьй уголовного кодекса άρθρα του ποινικού κώδικα•
статья мирного договора άρθρα της συνθήκης ειρήνης•
статья закона άρθρο του νόμου.
3. ειδική υποδιαίρεση λογιστικής•-ьй дохода άρθρα εσόδων.-
4. κατηγορία, είδος• τομέας.5. παλ. στρατ. βαθμίδα, βαθμός•επιλοχίας πρώτου βαθμού.6. (απλ.) κορμοστασιά, κόψιμο.εκφρ.по всем -ьям – κ. во всех -ьях καθ όλα, κατά πάντα• από κάθε άποψη. -
113 счастливый
επ., βρ: счастлив, -а, -о.1. ευτυχής, ευτυχισμένος•желаю вам -ую жизнь σας εύχομαι ευτυχισμένη ζωή•
желаю вам новый год σας εύχομαι ευτυχισμένο τον καινούριο χρόνο.
|| ουσ. ο ευτυχής.2. επ. κ. ουσ. καλότυχος, καλόμοιρος.3. αίσιος• ευνοϊκός•счастливый исход αίσιο τέλος, αίσια έκβαση.
εκφρ.-ливо (оставать(ся)! – χαίρετε! να είστε πά-πάντα ευτυχείς! (ευχή κατά τον αποχαιρετισμό). -
114 терпеть
терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -оρ.δ.1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•
терпеть боль βαστώ τον πόνο•
-и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.
|| ανέχομαι, σηκώνω•он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•
он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•
дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.
2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•
-поражение δοκιμάζω ήττα•
терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•
терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•
терпеть лишения περνώ στερήσεις.
|| περιμένω, καρτερώ•дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•
время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•
время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.
εκφρ.бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις). -
115 умолкнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. умолк κ. παλ. умолкнул, умолкла, умолкло, μτχ. παρλθ. χρ. умолкшийκ. умолкнувшийρ.σ.σιγώ, σωπαίνω, σωπώ• σβήνω• παύω, σταματώ•умолкнуть умолк пение σίγασε το τραγούδι•
-кли крики σταμάτησαν οι κραυγές•
-кли орудия и пулемты σίγασαν τα πυροβόλα και τα πολυβόλα. -нул бой σταμάτησε η μάχη•
умолк его голос навсегда έσβησε η φωνή του για πάντα (πέθανε)•
-кли твой чувства έσβησαν τα αισθήματα σου.
-
116 упокоить
-кою, -коишь ρ.σ.μ. παλ. ησυχάζω•упокоить его навсегда τον ησυχάζω μια για πάντα.
ησυχάζω, πεθαίνω. -
117 уснуть
усну, уснёшьρ.σ.1. αποκοιμούμαι, με παίρνει ο ύπνος•больной -ул ο άρρωστος αποκοιμήθηκε.
|| μτφ. ησυχάζω• νεκρώνομαι.2. πεθαίνω•уснуть навеки ή навсегда κοιμούμαι για πάντα•
уснуть вечным сном κοιμούμαι τον αιώνιο ύπνο.
|| (για ψάρι) ξεψυχώ, ψοφώ. -
118 фуфу
στις εκφράσεις: на фуфу αβάσιμα, επιπόλαια, ελαφρόμυαλα, όπως-όπως•поднять на фуфу εξαπατώ, ξεγελώ•
пойти ή сойти на фуфу χάνομαι, εξαφανίζομαι για πάντα• ναυαγώ.
-
119 Altogether
adv.P. and V. πάντως, πάντη, παντελῶς, Ar. and P. πάνυ, ἀτεχνῶς, P. κατὰ πάντα, ὅλως, παντάπασι, V. εἰς τὸ πᾶν, τὸ πάμπαν, παμπήδην.From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας.Utterly: P. and V. ἄρδην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Altogether
-
120 Always
adv.For ever: P. and V. ἀεί, διὰ τέλους, Ar. and V. αἰέν, V. εἰσαεί, ἐσαεί, εἰς τὸ πᾶν χρόνου, τὸν διʼ αἰῶνος χρόνον, P. εἰς πάντα χρόνον, εἰς ἀΐδιον.Through everything: Ar. and P. διὰ παντός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Always
См. также в других словарях:
πάντᾳ — πάντᾱͅ , πάντῃ every way doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… … Dictionary of Greek
πάντα — (επίρρ. χρον.), πάντοτε: Όσος είσαι πάντα φαίνου και κομμάτι παρακάτω (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. — πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. См. Счастью не вовсе верь! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντα ρεί — (panta rei) (греч.) всё течёт. Выражение, приписываемое Гераклиту. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
παντᾶ — πάντῃ every way doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντᾷ — πάντῃ every way doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάντα — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάντα ῥεῖ. — См. Ничто не вечно под луною … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντα τὸν βοῦν ἔφαγε κεἰς τὴν οὐρὰν ἀπεκάμεν. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς. — См. Чистому все чисто … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)