Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(πάντα

  • 121 Assume

    v. trans.
    Put on clothes, etc.: P. and V. ἐνδεσθαι, περιβάλλειν, Ar. and P. ἀμφιεννναι (or mid.), V. ἀμφιβάλλεσθαι, ἀμφιδεσθαι, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι (or mid.), ἀμπίσχειν (or mid.).
    Take on oneself: P. and V. ναιρεῖσθαι, προστθεσθαι, φίστασθαι, P. ἀναλαμβάνειν; see Undertake.
    Assuming the trouble of your rearing: V. (γῆ) πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον (Æsch., Theb. 18).
    He assumes and takes upon himself all these men's iniquities: P. πάντα ἀναδεχόμενος καὶ εἰς αὑτόν ποιούμενος τὰ τούτων ἁμαρτήματά ἐστι (Dem. 352).
    Pretend: P. and V. πλάσσειν, Ar. and P. προσποιεῖσθαι.
    A man might assume a fictitious character: P. δύναιτʼ ἄν τις πλάσασθαι τὸν τρόπον τον αὑτοῦ (Lys. 157).
    Infer: P. and V. εἰκάζειν, τεκμαίρεσθαι, τοπάζειν; see Infer.
    Assume ( hypothetically): P. τιθέναι (or mid.).
    I will assume it to be so: P. θήσω γὰρ οὕτω (Dem. 648).
    Assume as a principle: P. ὑπολαμβάνειν, ὑποτίθεσθαι.
    Be assumed: P. ὑπάρχειν, ὑποκεῖσθαι.
    This being assumed: V. πόντος τοῦδε (Eur., El. 1036).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Assume

  • 122 Attribute

    v. trans.
    P. and V. ναφέρειν (τί τινι or εἴς τινα), προστιθέναι (τί τινι), αἰτιᾶσθαι (τινός τινα), ἐπαιτιᾶσθαι (τινός τινα), Ar. and P. ἐπαναφέρειν (τι εἴς τινα), ανατιθέναι (τί τινι), V. αἰτίαν νέμειν (τινός τινι).
    Assign: P. and V. ποδιδόναι.
    ——————
    subs.
    Sign: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, σύμβολον, τό; see Sign.
    Peculiar quality: P. and V. διον, τό.
    Part: P. and V. μέρος, τό.
    I must endeavour to say what is the attribute of each divinity: P. ἃ ἑκάτερος εἴληχε πειρατέον εἰπεῖν (Plat., Symp. 180E).
    You appear unwilling to explain the essential nature of righteousness, but to state a certain attribute of it: P. κινδυνεύεις τὴν μὲν οὐσίαν (τοῦ ὁσίου) οὐ βούλεσθαι δηλῶσαι, πάθος δέ τι περὶ αὐτοῦ λέγειν (Plat., Euth. 11A).
    We shall find all things despised except such as have received a share in this attribute ( beauty): P. εὑρήσομεν πάντα καταφρονούμενα πλὴν ὅσα ταύτης τῆς ἰδέας κεκοίνωκε (Isoc. 216E).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attribute

  • 123 Endlessly

    adv.
    Frequently: P. and V. πολλκις, θμα (Plat.), Ar. and V. πολλ, P. συχνόν.
    Continuously: P. συνεχῶς, ἐνδελεχῶς, V. διανεκῶς (Æsch., Ag. 319); see Continually.
    Eternally: P. εἰς πάντα χρόνον, V. εἰς τὸ πᾶν χρόνου; see Eternally.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Endlessly

  • 124 Entirely

    adv.
    P. and V. πάντως, πάντη, παντελῶς, Ar. and P. πνυ, τεχνῶς, P. παντάπασι, κατὰ πάντα, ὅλως, V. εἰς τὸ πᾶν, τὸ πάμπαν, παμπήδην.
    From top to bottom: P. and V. κατʼ ἄκρας.
    Utterly: P. and V. ἄρδην.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Entirely

  • 125 Eternally

    adv.
    For ever: P. and V. εί, Ar. and V. αἰέν, V. εἰσαεί, ἐσαεί, εἰς τὸ πᾶν χρόνου, διʼ αἰῶνος, τὸν διʼ αἰῶνος χρόνον, P. εἰς πάντα χρόνον, εἰς ἀΐδιον.
    Continuously: P. συνεχῶς.
    Eternally remembered, adj.: P. and V. είμνηστος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eternally

  • 126 Ever

    adv.
    At any time: P. and V. ποτέ.
    Always: P. and V. εί, Ar. and V. αἰέν.
    With relatives: P. and V. ποτέ, δή, P. δήποτε, δηποτοῦν.
    Whosoever: Ar. and P. ὀστισοῦν; see Whoever.
    Ever yet: P. and V. πώποτε.
    For ever: P. and V. εί, δι τέλους, V. εἰσαεί, ἐσαεί, εἰς τὸ πᾶν χρόνου, διʼ αἰῶνος, τὸν διʼ αἰῶνος χρόνον, P. εἰς πάντα χρόνον, εἰς ἀΐδιον, Ar. and V. αἰέν.
    Be bolder than ever: P. αὐτοὶ ἑαυτῶν θαρραλεώτεροι εἶναι (Plat., Prot. 350D).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ever

  • 127 Move

    v. trans.
    P. and V. κινεῖν.
    met., affect: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), P. κατακλᾶν, V. ἀνθάπτεσθαι (gen.), θιγγνειν (gen.), ψαύειν (gen.).
    Overcome: P. and V. θέλγειν (Plat. but rare P.), τέγγειν (Plat. but rare P.), Ar. and V. μαλάσσειν, V. μαλθάσσειν, νικᾶν.
    Be moved, affected: use also P. and V. κάμπτεσθαι, P. κατακάμπτεσθαι, P. μαλακίζεσθαι, V. μαλθακίζεσθαι.
    Induce: P. and V. ἐπγειν, προγειν, προτρέπειν; see Induce.
    Disturb: P. and V. ταράσσειν; see Disturb.
    Move a resolution: P. and V. γρφειν (acc. or absol.); see Introduce.
    Move heaven and earth, met.: V. πάντα κινῆσαι πέτρον (Eur., Heracl. 1002).
    V. intrans. P. and V. κινεῖσθαι.
    Go: P. and V. χωρεῖν, Ar. and V. βαίνειν.
    Come and go: P. and V. φοιτᾶν, ἐπιστρέφεσθαι, ναστρέφεσθαι, V. στρωφᾶσθαι.
    Move ( in the game of draughts): P. φέρειν (absol.) (Plat. Rep. 487C).
    Change one's dwelling: P. and V. μεθίστασθαι, V. μετοικεῖν, P. διοικίζεσθαι.
    Move out of a dwelling place: Ar. and P. ἐξοικίζεσθαι.
    Move from the country ( to the city) ( for protection): P. σκευαγωγεῖν ἐκ τῶν ἀγρῶν (Dem. 237).
    ——————
    subs.
    Plan: P. and V. βούλευμα, τό, P. ἐπιβουλή, ἡ; see Plan.
    Change of dwelling: P. διοίκισις, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Move

  • 128 Out

    adv.
    Outside: P. and V. ἔξω, ἐκτός, Ar. and V. θύραζε.
    From home: P. and V. ἔξω, Ar. and V. θύρασι, or use V. adj., θυραῖος.
    Out and out, thoroughly: P. and V. παντελῶς, πάντως; see Thoroughly, Utterly.
    Hear one out: use P. and V. κούειν πάντα.
    ——————
    interj.
    See Away.
    Out upon you: use Ar. and V. ἔρρε, V. ἔρροις.
    Out upon him: V. ἐρρέτω.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Out

См. также в других словарях:

  • πάντᾳ — πάντᾱͅ , πάντῃ every way doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντα — Όνομα 2 θηλαστικών της οικογένειας των προκυονιδών ή προκυνιδών: του μικρού π. (ailurus fulgens) και του γίγαντα π. (ailuropoda melanoneuca). Ο πρώτος, εξαιτίας του σχήματος του κεφαλιού και του κορμού, μοιάζει λίγο με μεγάλη γάτα· έχει ύψος… …   Dictionary of Greek

  • πάντα — (επίρρ. χρον.), πάντοτε: Όσος είσαι πάντα φαίνου και κομμάτι παρακάτω (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. — πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. См. Счастью не вовсе верь! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πάντα ρεί —         (panta rei) (греч.) всё течёт. Выражение, приписываемое Гераклиту. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • παντᾶ — πάντῃ every way doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντᾷ — πάντῃ every way doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάντα — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάντα ῥεῖ. — См. Ничто не вечно под луною …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πάντα τὸν βοῦν ἔφαγε κεἰς τὴν οὐρὰν ἀπεκάμεν. — См. Собаку съел, только хвостом подавился …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πάντα καθαρὰ τοῖς καθαροῖς. — См. Чистому все чисто …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»