Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

(πράξεις

  • 1 действие

    действ||ие
    с
    1. (деятельность, работа) ἡ δράση [-ις], ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια / ἡ κίνηση [-ις], ἡ λειτουργία μηχανής (машины, аппарата и т. п.):
    приводить в \действие θέτω σέ κίνηση· находиться в \действиеии βρίσκομαι σέ κίνηση, βρίσκομαι ἐν λειτουργία· радиус \действиеия ἡ ἀκτίνα δράσης· бо́мба замедленного \действиеия ἡ ἐγκαιροφλε-γής βόμβα·
    2. (поступок) чаще мн, \действиеия οἱ πράξεις:
    образ \действиеий ὁ τρόπος ἐνέργειας· самовольные \действиеия οἱ αὐθαίρετες πράξεις· свобода \действиени́ ἡ ἐλευθερία δράσης·
    3. (договора, соглашения) ἡ ἰσχύς:
    вводить в \действие θέτω σέ ἰσχύ· обратное \действие закона юр ἡ ἀναδρομική ἰσχύς τοῦ νόμου·
    4. (воздействие, влияние) ἡ ἐπίδραση [-ις], ἡ ἐπιρροή, ἡ ἐνέργεια:
    благотворное \действие ἡ εὐεργετική ἐπίδραση· оказывать \действие на кого-л., на что-л. ἐπιδρώ, ἀσκῶ ἐπίδραση· под \действиеием ὑπό τήν ἐπίδραση·
    5. (события в пьесе, в рассказе) ἡ ὑπόθε-σπ [-ις], ἡ δράση [-ις]:\действие повести ἡ ὑπόθεση τοῦ διηγήματος·
    6. театр., мат ἡ πράξη [-ις]:
    комедия в трех \действиеиях κωμωδία σέ (είς) τρείς πράξεις· четыре арифметических \действиеия οἱ τέσσαρες πράξεις τής ἀριθμητικής· ◊ военные \действиеия οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις, οἱ ἐχθροπραξίες.

    Русско-новогреческий словарь > действие

  • 2 действие

    ουδ.
    1. δράση, ενέργεια, πράξη•

    план -я σχέδιο δράσης•

    действие равно противодействию η δράση είναι ίση προς την αντίδραση•

    математика в -и τα μαθηματικά στην πράξη•

    радиус -я ακτίνα δράσης•

    самовольные -я αυθαίρετες ενέργειες (πράξεις).

    πλθ. -я (στρατ.) επιχειρήσεις•

    военные -я πολεμικές επιχειρήσεις.

    2. λειτουργία, ενέργεια, δου-λιά, εργασία•

    быть ή находиться в -и λειτουργώ, δουλεύω•

    привести машину в действие βάζω εμπρός τη μηχανή.

    || εφαρμογή στην πράξη, ισχύς•

    продлить действие договора παρατείνω την ισχύ της συμφωνίας•

    вести указ в действие εφαρμόζω τις οδηγίες στην πράξη•

    закон обратного -я не имеет ο νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ•

    входить в действие μπαίνω σε ισχύ, ισχύω.

    3. επίδραση, επενέργεια, επιρροή, επίρροια•

    мина ή бомба замедленного -я νάρκη, βόμβα ωρολογιακή•

    магнитное действие тока η μαγνητική επίδρααη του ρεύματος•

    химическое действие χημική επίδραση•

    бомба фугасного -я βόμβα εκρηκτική•

    благотворное действие ευεργετική επίδραση•

    удушающее действие αποπνικτική (ασφυκτική) επίδραση•

    не оказывает никакого -я δεν επιδρά καθόλου!•

    разрушающее действие καταστρεπτική επίδραση•

    под -ем κάτω από την επίδραση.

    4. υπόθεση, δράση, θέμα λογοτεχνικού έργου•
    5. πράξη (θεατρικού έργου)•

    пьеса в трех -ях θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις.

    6. πράξη (αριθμητική)•

    четыре -я арифметики οι τέσσερις πράξεις της αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > действие

  • 3 поступок

    поступок м 1) η ενέργεια, η πράξη; смелый \поступок η τολμηρή πράξη 2) мн.: \поступокки (поведение) οι πράξεις, τα φερσίματα
    * * *
    м
    1) η ενέργεια, η πράξη

    сме́лый посту́пок — η τολμηρή πράξη

    2) мн.

    посту́пки (поведение)οι πράξεις, τα φερσίματα

    Русско-греческий словарь > поступок

  • 4 акт

    акт
    м
    1. (действие, поступок) ἡ πράξη [-ις], ἡ ἐνέργεια:
    террористический \акт ἡ τρομοκρατική πράξη;
    2. (документ) ἡ πράξη [-ις], τό ἐγγραφο[ν]:
    нотариальный \акт ἡ συμβολαιογραφική πράξη; обвинительный \акт τό κατηγορητήριο; \акты гражданского состояния οἱ ληξιαρχικές πράξεις; составлять \акт συντάσσω πρακτικών
    3. театр. ἡ πράξη [-ις]:
    пьеса в пяти \актах δράμα σέ πέντε πράξεις;
    4. (в учебных заведениях) ἡ τελετή.

    Русско-новогреческий словарь > акт

  • 5 акт

    α.
    1. πράξη, ενέργεια, έργο•

    террористический акт τρομοκρατική πράξη.

    2. διάταγμα• απόφαση.
    3. έγγραφο, πράξη, πρακτικό•

    обвинительный акт το κατηγορητήριο•

    составить акт о передаче имуществ συντάσσω πράξη για την παράδοση της περιουσίας•

    нотариальный акт η συμβολαιογραφική πράξη.

    4. (θεατρ.) πράξη•

    комедия в трех -ах κωμωδία σε τρεις πράξεις η τρίπραχτη κωμωδία.

    5. η τελετή για τη λήξη του σχολικού έτους.
    εκφρ.
    - ы гражданского права – οι ληξιαρχικές πράξεις.

    Большой русско-греческий словарь > акт

  • 6 деяние

    ουδ. (υψ. ύφος) έργο, δημιούργημα, πράξη, δράση, κατόρθωμα•

    преступные -я εγκληματικές πράξεις•

    -я апостолов οι πράξεις των Αποστόλων.

    Большой русско-греческий словарь > деяние

  • 7 двухактный

    (литер., театр.) σε δύο πράξεις, δίπρακτος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > двухактный

  • 8 задолженность

    το χρέ/ος, η οφειλή
    неуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείου
    погашать - πληρώνω/εξοφλώ το -
    погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείου
    покрывать - см. погашать -
    - по векселю - η καθυστέρηση πληρωμής/εξόφλησης του χρεογράφου/γραμματίου
    - по кредитам η καθυστέρηση πληρωμής των δόσεων/δανείων
    текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность

  • 9 беззаконие

    беззако́н||ие
    с
    1. (отсутствие законности) ἡ ἀνομία;
    2. (беззаконный поступок) ἡ παρανομία:
    совершать \беззакониеия κάνω παρανομίες, κάνω παράνομες πράξεις.

    Русско-новогреческий словарь > беззаконие

  • 10 в

    в
    (во) предлог с вин. и пред л. п.
    1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:
    в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;
    2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:
    в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);
    3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:
    я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;
    4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):
    в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;
    5. (при указании количественных признаков, размера, веса):
    дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;
    6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:
    превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;
    7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:
    произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι.

    Русско-новогреческий словарь > в

  • 11 двухактный

    двухактный
    прил, театр., лит. δίπρακτος, σέ δύο πράξεις.

    Русско-новогреческий словарь > двухактный

  • 12 деяние

    деян||ие
    с книжн. ἡ πράξη [-ις], τό ἔρ-γο[ν]:
    преступные \деяниеия οἱ ἐγκληματικές πράξεις.

    Русско-новогреческий словарь > деяние

  • 13 операция

    опера́ц||ия
    ж
    1. мед. ἡ ἐγχείριση [-ις]·
    2. воен. ἡ ἐπιχείρηση [-ις]:
    военные \операцияии οἱ πολεμικές ἐπιχειρήσεις·
    3. (дело, действие) ἡ πράξις (тж. фин.):
    биржевые \операцияии οἱ χρηματιστηριακές πράξεις.

    Русско-новогреческий словарь > операция

  • 14 отчет

    отчет
    м ὁ ἀπολογισμός, ἡ ἔκθεση [-ις], ἡ λογοδοσία/ τά πρακτικά (съезда и т. п.):
    финансовый \отчет ὁ οἰκονομικός ἀπολογισμός· давать кому́-л. \отчет в чем-л. δίνω λογαριασμό σέ κάποιον γιά κάτι· давать \отчет в своих посту́пках δίνω λόγο γιά τίς πράξεις μου· ◊ дать себе \отчет συ-ναισθάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι· не давая себе \отчета χωρίς νά σκεφθώ, ἀστόχαστα, ἀπερίσκεπτα· брать деньги под \отчет παίρνω χρήματα ἐπί ἀποδόσει λογαριασμού.

    Русско-новогреческий словарь > отчет

  • 15 расходиться

    расходиться
    несов
    1. (уходить) φεύγω, ἀπέρχομαι/ σκορπίζω, διαλύομαι (в разные стороны):
    гости расходятся οἱ ἐπισκέπτες φεύγουν все расходятся по домам ὅλοι πηγαίνουν στά σπίτια τους· разойдись! воен. τους ζυγούς λύσατε!, διαλυθήτε!· тучи расходятся τά σύννεφα διαλύονται·
    2. (о слухах, вестях) διαδίδομαι, κυκλοφορώ (άμετ.)·
    3. (расставаться) χωρίζω (άμετ.):
    они расходятся друзьями χωρίζουν σάν φίλοι·
    4. (в чем-л.) διαφωνώ, δεν συμφωνώ, διχάζομαι:
    \расходиться во мнениях с кем-л. οἱ γνώμες (μας) διχάζονται, διαφωνοῦμε·
    5. (быть истраченным, распродаваться) ἐξαν-τλοῦμαι, ©ξοδεύομαι, πουλιέμαι:
    деньги быстро расходятся τά λεφτά ξοδεύονται γρήγορα· книги хорошо расходятся τά βιβλία πουλιοῦνται καλά·
    6. (растворяться) διαλύομαι/ λυώνω (таять, топиться)·
    7. (о лучах) ἀποκλίνω·
    8. (о дороге) διχάζομαι, χωρίζομαι στά δύο:
    9. (вовсю) μέ πιάνει τό γλυκύ μου, μέ πιάνουν τά μπουρίνια μου (в гневе и т. п.) I μοῦ ἐρχεται τό κέφι (развеселиться)· ◊ у него слова никогда не расходятся с делом о( πράξεις του ποτέ δέν ἐρχονται σέ ἀντίθεση μέ τά λόγια του.

    Русско-новогреческий словарь > расходиться

  • 16 удерж

    удерж
    м разг:
    без \удержу ἀκράτητα, ἀσταμάτητα· не знать \удержу ни в чем δέν ἔχω μέτρο στίς πράξεις μου.

    Русско-новогреческий словарь > удерж

  • 17 апостольский

    επ.
    αποστολικός•

    -и е деяния οι πράξεις των αποστόλων.

    Большой русско-греческий словарь > апостольский

  • 18 арифметический

    επ.
    αριθμητικός•

    -ие действия οι αριθμητικές πράξεις•

    -ая задача το πρόβλημα της αριθμητικής.

    Большой русско-греческий словарь > арифметический

  • 19 безумствовать

    -твую, -твуешь, ρ.δ.
    παραλογίζομαι, ριψοκινδυνεύω, κάνω παράτολμες, ριψοκίνδυνες πράξεις.

    Большой русско-греческий словарь > безумствовать

  • 20 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

См. также в других словарях:

  • πράξεις αριθμητικές — Στα μαθηματικά, και ιδιαίτερα στην αριθμητική και στην άλγεβρα, ο όρος πράξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των νόμων σύνθεσης, δηλαδή των κανόνων που επιτρέπουν τον συνδυασμό ν αριθμών ή, γενικότερα, ν στοιχείων δεδομένων κατά μια τάξη, και… …   Dictionary of Greek

  • Πραξεῖς — Πραξίς fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραξεῖς — πρᾱξεῖς , πράσσω pass through fut ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράξεις — πράσσω pass through aor subj act 2nd sg (epic) πρά̱ξεις , πράσσω pass through aor subj act 2nd sg (epic) πρά̱ξεις , πράσσω pass through fut ind act 2nd sg πρά̱ξεις , πρᾶξις doing fem nom/voc pl (attic epic) πρά̱ξεις , πρᾶξις doing fem nom/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θαδδαίου Πράξεις ή Εδεσσηναί — Πράξεις απόκρυφου Ευαγγελίου, που αποδίδονται στον απόστολο Θαδδαίο και εκδόθηκαν το 1851 από τον Τίσεντορφ. Περιγράφουν τη δράση του απόστολου που από την Έδεσσα επισκέφθηκε την Παλαιστίνη, ακολούθησε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή και στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • Πράξεις των Αποστόλων — Βιβλίο της Καινής Διαθήκης, που αποτελεί συνέχεια των Ευαγγελίων και αφηγείται τη δράση των Αποστόλων, ιδιαίτερα του Πέτρου και του Παύλου, μετά την ανάληψη του Ιησού. Θέμα του έργου, που έχει μεγάλη σπουδαιότητα από ιστορική και δογματική πλευρά …   Dictionary of Greek

  • αθέμιτες πράξεις — Λέγονται οι πράξεις που είναι αντίθετες με το δίκαιο και την έννομη τάξη. Ο όρος αθέμιτος είναι ισοδύναμος με τον όρο άδικος. Έτσι, α.π. είναι οι άδικες πράξεις. Κατά τον προϊσχύοντα ποινικό νόμο, ο όρος δήλωνε κάθε αξιόποινη πράξη, δηλαδή κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Συντακτικές Πράξεις — Κανόνες δικαίου που θεσπίζει η εκτελεστική εξουσία με τις πράξεις αυτές μεταρρυθμίζονται ή καταργούνται διατάξεις του Συντάγματος. Σ. πράξεις είναι και τα αναγκαστικά διατάγματα, τα οποία επίσης εκδίδονται, παρά τις διατάξεις του Συντάγματος που… …   Dictionary of Greek

  • αγορανομικά αδικήματα — Πράξεις ή παραλείψεις που αφορούν τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις σχετικές διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα. Οι διατάξεις αυτές αφορούν τη ρύθμιση και τον έλεγχο των τιμών των αγαθών, τα ποσοστά κέρδους …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»