Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

(πολλάκις

  • 1 πολλάκις

    πολλάκις adv. (Hom.+) pert. to a number of related points of time, many times, often, frequently Mt 17:15; Mk 5:4; 9:22; J 18:2; Ac 26:11; Ro 1:13; 15:22 v.l.; 2 Cor 11:23, 26, 27ab; Phil 3:18; 2 Ti 1:16; Hb 6:7; 9:25f; 10:11; Hv 3, 1, 2. In wordplay (Dio Chrys. 11 [12], 50; 71; Theodor. Prodr. 6, 93 H. πολλοῖς πολλαχοῦ κ. πολλάκις; SIG 888, 138f πολλοὶ πολλάκις στρατιῶται; Esth 8:12e πολλάκις δὲ καὶ πολλοὺς κτλ.; Jos., C. Ap. 2, 219; 231) ἐν πολλοῖς πολλάκις often in many ways 2 Cor 8:22 (πολύ and πολλῇ follow in the same sentence).—B. 986. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πολλάκις

  • 2 πολλάκις

    πολλάκις
    many times: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > πολλάκις

  • 3 πολλάκις

    πολλάκις [ᾰ], [dialect] Ep. and Lyr. [full] πολλάκι, sts. in Trag. (only lyr.) metri gr., A.Th. 227, Supp. 131, S.Ph. 1456 (anap.); never in Prose: ([etym.] πολύς): Adv.
    I of Time, many times, often, Il.1.396, etc.;

    π. καὶ οὐκὶ ἅπαξ Hdt.7.46

    ;

    π. τοῦ μηνός X.Cyr.1.2.9

    ;

    π. ἀγωνοθέτης Ephes. 3p.152No.

    70.
    II of Degree and Number, π. μυρίοι many tens of thousands, Pl.Lg. 810d, Tht. 175a; of Quantity, [

    τὴν] οὐσίαν π. τοσαύτην ἐποίησε Id.R. 330b

    ; of Size,

    μεῖζον π. Plu.2.944a

    .
    2

    τὸ π.

    mostly, for the most part,

    Pi.O.1.32

    ; very much, altogether,

    χρὼς ὅμοιος ἐγίνετο πολλάκι θάψῳ Theoc.2.88

    ;

    χαίρετε π Μοῖσαι Id.1.144

    .
    III in [dialect] Att., after conditional particles, perhaps,

    σεισμὸς εἰ γένοιτο π. Ar. Ec. 791

    ; ἐάν τι πολλὰ π. πάθω ib. 1105: with

    ἄρα, ἐὰν ἄρα π. νυμφόληπτος γένωμαι Pl.Phdr. 238d

    , cf. Phd. 60e, D.32.3; also μὴ π. lest perchance, Hp.VC14, Th.2.13, Pl.Prt. 361c, al.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλάκις

  • 4 πολλάκις

    + D0-0-0-3-9=12 Jb 4,2; 31,31; Est 8,12e; TobS 1,6; 5,6
    often, many times

    Lust (λαγνεία) > πολλάκις

  • 5 πολλάκι

    πολλάκις
    many times: epic (indeclform adverb)

    Morphologia Graeca > πολλάκι

  • 6 πολλάκι

    1 often

    ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι τὸ πολλάκις O. 1.32

    κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι P. 2.15

    θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν πολλάκις P. 4.295

    καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18

    ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

    πολλάκι Pae. 6.182

    ]πολλάκις[ Pae. 12.27

    πολλάκι ματέρ' ἐρώτων οὐρανίαν πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν (Boeckh: πολλάκις codd.) fr. 122. 4.

    Lexicon to Pindar > πολλάκι

  • 7 πολύς

    πολύς, [dialect] Att. πολλή, πολύ; gen. πολλοῦ, ῆς, ou=; dat. πολλῷ, ῇ, ῷ; acc. πολύν, πολλήν, πολύ:—[dialect] Ion. [full] πολλός Anacr.43.3,
    A

    πολλή, πολλόν Xenoph.9

    , Democr.219, Hp.VM1, Herod.3.19; also in Trag., S.Ant.86, Tr. 1196; acc. πολλόν, πολλήν, πολλόν: Hdt. uses the [dialect] Ion. forms, but codd. have

    πολύν 2.121

    .δ, 3.57, v.l. in 6.125,

    πολύ 2.106

    ,3.38,6.72,7.46, 160 ( πολύ also in Heraclit.114, Democr. 244):—both sets of forms are found in [dialect] Ep., also gen. sg.

    πολέος Il.4.244

    , etc.: nom. pl.

    πολέες 2.417

    , al., once [var] contr.

    πολεῖς 11.708

    ; gen. πολέων (trisyll.) 5.691, (disyll.) 16.655; dat.

    πολέσι 10.262

    ,al.;

    πολέσσι 13.452

    , al.;

    πολέεσσι 9.73

    , Od.5.54, Hes.Op. 119, etc.; acc. πολέας (trisyll.) Il.3.126, etc., (disyll.) 1.559,2.4, Hes.Op. 580 (freq. with v.l. πολεῖς Il.15.66, etc.); in later [dialect] Ep. πολέες is used as fem., Call.Del.28, also

    πολέας Id.Dian.42

    , A.R.3.21; neut.

    πολέα Q.S.1.74

    (v. infr.):—[dialect] Ep. also have [full] πουλύς (once in Hes., Th. 190, also Thgn. 509, sts. fem. in Hom.,

    πουλὺν ἐφ' ὑγρήν Il.10.27

    ,

    ἠέρα πουλύν 5.776

    ), neut.

    πουλύ Od.19.387

    ; these forms are found in codd. of Hp. and Aret. (who uses πολύ, πουλύ and πολλόν in neut.), but not in Hdt.:— Lyr. and Trag. (lyr.) sts. use [dialect] Ep. forms, dat. sg.

    πολεῖ A.Supp. 745

    ; nom. pl.

    πολέες B.10.17

    ; neut.

    πολέα A.Ag. 723

    ;

    πολέων E.Hel. 1332

    (fem., B.5.100); dat. pl.

    πολέσι E.IT 1263

    . [ῠalways.]
    I of Number, many, Il.2.417, etc.; ἐκ πολλῶν, opp. ἐξὀλίγων, Hes.Th. 447; τριηκόντων ἐτέων πόλλ' ἀπολείπων wanting many of thirty years, Id.Op. 696;

    παρῆσάν τινες, καὶ πολλοί γε Pl.Phd. 58d

    ;

    οὐ πολλοί τινες A.Pers. 510

    : with Nouns of multitude,

    πουλὺς ὅμιλος Od.8.109

    ;

    πλῆθος πολλόν Hdt.1.141

    ;

    ἔθνος πολλόν Id.4.22

    ; later πουλὺ.. ἐπ' ἔτος many a year, AP6.235 (Thall.);

    π. ἦν ὁ καταπλέων Plb.15.26.10

    ; of anything often repeated,

    περὶ σέο λόγος ἀπῖκται π. Hdt.1.30

    ;

    πολλὸν ἦν τοῦτο τὸ ἔπος Id.2.2

    , cf. 3.137, etc.;

    πολὺ.. τὸ σὸν ὄνομα διήκει πάντας S.OC 305

    ;

    τούτῳ πολλῷ χρήσεται τῷ λόγῳ

    often,

    D.21.29

    ; τοῦτο ἐπιεικῶς πολὺ νῦν ἐστι is fairly frequent, Luc.Hist.Conscr.15.
    2 of Size, Degree, Intensity, much, mighty, ὄμβρος, νιφετός, Il.10.6;

    π. ὕπνος Od.15.394

    ;

    πῦρ.. π. 10.359

    ; π. ὑμέναιος a loud song, Il.18.493; π. ὀρυμαγδός, ῥοῖζος, etc., 2.810, Od.9.315, etc.; π. ἀνάγκη strong necessity, E.Ph. 1674; π. γέλως, βοή, much or great, S.Aj. 303, 1149; μωρία ib. 745; ὄλβος, αἰδώς, A.Pers. 251, Ag. 948;

    ἀσφάλεια Th.2.11

    ; ἀλογία, εὐήθεια, Pl.Phd. 67e, Phdr. 275c, etc.
    b rarely of a single person, great, mighty,

    μέγας καὶ πολλὸς ἐγένεο Hdt.7.14

    , cf. E.Hipp.1; ὁ π. σοφιστής, στρατηγός, Chor.p.23 B., Id.in Rev.Phil.1.68;

    ὁ πάντα π. Id.p.27

    B.; ὁ πολύς alone, of Hippocrates, Gal.19.530; of Trajan, Lyd.Mag.2.28;

    ῥώμην σώματος πολύς D.H.2.42

    .
    c joined with a Verb, Κύπρις γὰρ οὐ φορητός, ἢν πολλὴ ῥυῇ if she flow with full stream, metaph. from a river, E.Hipp. 443;

    θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι D. 18.136

    ; from the wind, ὡς π. ἔπνει καὶ λαμπρός was blowing strong and fresh, Id.25.57, cf. Ar.Eq. 760, AP11.49 (Even.): generally, with might or force,

    ὅταν ὁ θεὸς.. ἔλθῃ πολύς E.Ba. 300

    ;

    ἢν π. παρῇ Id.Or. 1200

    ;

    π. καὶ τολμηρὸς ἅνθρωπος D.40.53

    : with part. and εἰμί, πολλὸς ἦν λισσόμενος was all entreaties, Hdt.9.91;

    ἦν πολλὸς ὑπὸ παντὸς ἀνδρὸς αἰνεόμενος Id.1.98

    ;

    Ἐτεοκλέης ἂν εἷς π... ὑμνοῖθ' A.Th.6

    ;

    π. ἐνέκειτο λέγων Hdt.7.158

    ;

    π. τοῖς συμβεβηκόσιν ἔγκειται D.18.199

    ; also

    π. ἦν ἐν τοῖσι λόγοισι Hdt.8.59

    ;

    πρὸς ταῖς παρασκευαῖς Plb.5.49.7

    ;

    ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ D.S.14.107

    : without a Prep.,

    π. ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής Aeschin.2.41

    ; π. μὲν γὰρ ὁ Φίλιππος ἔσται will be often mentioned, Id.1.166.
    3 of Value or Worth,

    πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562

    , cf. Od.8.405;

    πολλοῦ ἄξιος X.An.4.1.28

    , etc.;

    πολλῶν ἄξιος Ar. Pax 918

    ; περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαί τι, Lat. magni facere, cf.

    περί A.

    IV; ἐπὶ πολλῷ at a high price, D.8.53;

    ἐπὶ π. ἐρραθυμηκότες Id.1.15

    ; πολύ ἐστί τι it is worth much, of great conscquence, X.Oec.18.7.
    4 of Space, large, wide, π. χώρη, πεδίον, Il.23.520,4.244, etc.; πόντος, πέλαγος, Hes.Op. 635, S.Ph. 635;

    χῶρος πλατὺς καὶ π. Hdt.4.39

    ; λίμνη μεγάλη τε καὶ π. ib. 109;

    π. ἡ Σικελία Th. 7.13

    ;

    π. ἡ Ἑλλάς Pl.Phd. 78a

    , etc.; πολλὸς ἔκειτο he lay outstretched wide, Il.7.156, cf. 11.307; π. κέλευθος a far way, A.Pers. 748 (troch.): without

    ὁδός, πολλὴ μὲν εἰς Ἡράκλειαν.., πολλὴ δὲ εἰς Χρυσόπολιν.. X.An.6.3.16

    : διὰ πολλοῦ, ἐκ πολλοῦ, v. infr. IV.
    5 of Time, long,

    χρόνος S.Aj. 1402

    (anap.), etc.;

    πολὺν χρόνον Il.2.343

    , etc.;

    οὐ π. χρ. S.Ph. 348

    , etc.; so

    πολλοῦ χρόνου Ar.Pl.98

    ;

    χρόνῳ πολλῷ S.Tr. 228

    ; διὰ πολλοῦ (sc. χρόνου) Luc.Nec.15;

    ἐκ πολλοῦ Th.1.58

    , D. 21.41; πρὸ πολλοῦ long before, D.S.14.43;

    οὐ μετὰ πολύ Luc.Tox.54

    ; ἔτι πολλῆς νυκτός while still quite night, Th.8.101; πολλῆς ὥρας late in the day, Plb.5.8.3;

    ἤδη ὥρα πολλή Ev.Marc.6.35

    ;

    ἔτι ἔστιν ἡμέρα πολλή LXX Ge.29.7

    .
    II Special usages:
    1 c. partit.gen., e.g. πολλοὶ Τρώων, for πολλοὶ Τρῶες, Il.18.271, etc.; neut., πολλὸν σαρκός, for πολλὴ σάρξ, Od.19.450: in Prose, the Adj. generally takes the gender of the gen.,

    τὸν πολλὸν τοῦ χρόνου Hdt.1.24

    ; τῆς γῆς οὐ πολλήν Th.6.7;

    τῆς ἀθάρης πολλήν Ar.Pl. 694

    ;

    πολλὴν τῆς χώρας X.Cyr. 3.2.2

    ;

    ὁ π. τοῦ λόγου D.44.6

    ; v. infr. 3.
    2 joined with another Adj.,

    πολλὰ δυστερπῆ κακά A.Ch. 277

    , cf. 585 (lyr.), etc.: more freq. joined to another Adj. by καί, πολέες τε καὶ ἐσθλοί many men and good, Il.6.452, etc.;

    πολέες τε καὶ ἄλκιμοι 21.586

    ;

    πολλὰ καὶ ἐσθλά Od.2.312

    ; παλαιά τε πολλά τε ib. 188;

    ἄκοσμά τε π. τε Il.2.213

    ;

    πολλαί γε.. καὶ ἄλλαι Hes.Th. 363

    ;

    π. τε καὶ κακά Hdt.4.167

    , etc.;

    π. κἀγαθά Ar.Th. 351

    (but

    π. ἀγαθά IG12.76.45

    );

    π. καὶ ἀνόσια Pl.R. 416e

    ;

    π. καὶ μακάρια Id.Plt. 269d

    ;

    π. καὶ πονηρά X.Mem.2.9.6

    ;

    πολλά τε καὶ δεινά Id.An.5.5.8

    ;

    μεγάλα καὶ π. D.36.22

    ; π. καὶ καλοὺς (s.v.l.) κινδύνους, π. καὶ καλὰ παραδείγματα, Din.1.109.
    3 with the Art. (in Hom. without the Art., Il.2.483, 5.334, 22.28), of persons or things well known, Ἑλένα μία τὰς πολλάς, τὰς πάνυ π. ψυχὰς ὀλέσασ' those many lives, A.Ag. 1456 (lyr.), cf. S.OT 845, Th.3.87, Pl.Phd. 88a, Ti. 54a, Act.Ap.26.24: with abstract Nouns,

    τᾶς πολλᾶς ὑγιείας A. Ag. 1001

    (lyr., dub.);

    τὸ πολλόν

    numbers,

    Hdt.1.136

    .
    b οἱ π. the many, i.e. the greater number,

    Ἀθηναῖοι.. ἀπῆλθον οἱ πολλοί Th. 1.126

    , cf. 3.32, etc. (so in sg., ὁ πολλὸς λόγος the prevailing report, Hdt.1.75);

    τοῖς π. κριταῖς S.Aj. 1243

    : with gen., τοῖς π. βροτῶν ib. 682;

    οἱ π. τῶν ἀνθρώπων X.Cyr.8.2.24

    ;

    οἱ πολλοὶ ἅπαντες

    far the most,

    Hp.

    Aër.20 (v.l. μάλιστα for ἅπαντες); for τὰ πολλὰ πάντα, v. infr. 111.1a: hence οἱ πολλοί the people, the commonalty, opp. οἱ μείζω κεκτημένοι, Th.1.6; opp. οἱ κομψότεροι, Pl.R. 505b; οἱ π., = Lat. plebs, D.S.20.36; τῶν πολλῶν εἷς one of the multitude, D.21.96; also

    ὁ π. λεώς Luc.JTr.53

    , cf. Rh.Pr.17;

    ὁ π. ὅμιλος Id.Luct.2

    . Hdn.1.1.1, etc.;

    ὁ π. δῆμος Luc.Apol.15

    ;

    ὁ π. ὄχλος Ph. 2.4

    ; ὁ π. alone, = vulgus, v.l. in D.S.2.29; the ordinary man, Epicur.Fr. 478, Phld.Rh.2.154S.;

    νίμμα ὁ π. λέγει, ἡμεῖς ἀπόνιπτρον λέγομεν Phryn.170

    , cf.369; ὁ ἐμπαθὴς καὶ π. ἄνθρωπος 'l'homme moyen sensuel', Herm.in Phdr.p.146A.; ὁ π. ἄνθρωπος (with pl. Verb) the average man, opp. τὸ ἐξαίρετον, Eun.Hist.p.216 D.
    c τὸ πολύ, c. gen.,

    τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν Hdt.8.100

    ;

    τὸ π. τοῦ χρόνου Hp.

    Aër. 20;

    τῶν λογάδων τὸ π. Th.5.73

    ;

    τῶν ὅπλων τὸ π. Pl.Plt. 288b

    ; also

    ὁ στρατὸς ὁ πολλός Hdt.1.102

    ;

    ἡ δύναμις ἡ π. Th.1.24

    ; ὁ π. βίοτος the best part of life, S.El. 185 (lyr.).
    d

    τὰ πολλά

    the most,

    Od.22.273

    , and perh. 2.58, 17.537 (elsewh. in Hom. πολλά, as Subst., means much riches, great possessions, Il.11.684, Od.19.195);

    τὰ π. τοῦ πολέμου Th.2.13

    ; πρὸς τὸ τῶν π. μέγεθος in regard to the size of the average, Arist.Rh. 1363b11.
    4 pl. πολλά very much, too much, πολλὰ πράσσειν, = πολυπραγμονεῖν, E.Supp. 576, Ar.Ra. 228;

    π. ἔπαθεν Pi.O.13.63

    , etc.; π. ἔρξαι τινά to do one much harm, A. Th. 923 (lyr.).
    6 πολύς repeated,

    ἦ πολλὰ πολλοῖς εἰμι διάφορος βροτῶν E.Med. 579

    , cf. A.Supp. 451;

    τὰ μὲν οὖν πολλὰ πολλοῦ χρόνου διηγήσασθαι Pl.R. 615a

    , etc.; πολλοῦ πολύς, v. infr. 111.1b: with Advbs. πολλάκις, πολλαχῇ, etc. (qq. v., cf. 111.1 e).
    III Adverbial usages:
    a neut. πολύ ([dialect] Ion. πολλόν) , πολλά, much,

    πόλλ' ἀεκαζομένη Il.6.458

    , etc.; strengthd.,

    μάλα πολλά 8.22

    , al.;

    πάνυ πολύ Pl.Alc.1.119c

    ;

    πολύ τι Id.R. 484d

    ; esp. of repetition, often, Il.2.798, Od.13.29, Hes.Op. 322; so of earnest commands and entreaties, πολλὰ κελεύων, πόλλ' ἐπέτελλον, πολλὰ λισσομένη, πολλὰ μάλ' εὐχομένω, Il.5.528, 11.782, 5.358, 9.183: with the Art.,

    τὸ πολύ

    for the most part,

    Pl.Prt. 315a

    , etc. (but with numerals, at most, Vett. Val.9.5);

    ὡς τὸ π. X.Mem.1.1.10

    , etc.;

    τὰ πολλά Th.1.13

    , 2.11,87, etc.;

    ὡς τὰ π. Id.5.65

    , etc.;

    τὰ π. πάντα Hdt.1.203

    , 2.35, 5.67.
    b of Degree, far, very much,

    ἀπέφυγε πολλὸν τοὺς διώκοντας Id.6.82

    : also abs. gen. πολλοῦ very,

    θρασὺς εἶ πολλοῦ Ar.Nu. 915

    , cf. Eup.74;

    πολλοῦ δύνασθαι Alciphr.1.9

    (s.v.l.); πολλοῦ πολύς, πολλὴ πολλοῦ, much too much, Ar.Eq. 822,Ra. 1046.
    c of Space, a great way, far,

    οὐ πολλόν Hdt.1.104

    ;

    πολὺ οὐκ ἐξῄεσαν Th.1.15

    , etc.
    d of Time, long,

    ὡς πολλὸν τοῦτο ἐγίνετο Hdt.4.126

    , cf. 6.129.
    e of Probability, ἐὰν πολλὰ πολλῶν τέκῃς, perh. = ἐὰν πολλάκις τέκῃς,POxy. 744.9 (i B.C./i A.D.);

    ἐάν τι πολλὰ πολλάκις πάθω Ar.Ec. 1105

    .
    2 πολύ is freq. joined with Adjs. and Advbs.,
    a with a [comp] Comp. to increase its comp. force, πολὺ μεῖζον, πολλὸν παυρότεροι, Il.1.167, Od.14.17; πολὺ μᾶλλον much more, Il.9.700; πολύ τι μᾶλλον f.l. in D.H. Comp.4 (p.22 U.-R.): with words, esp. Preps., between πολύ and its Adj., π. ἐν πλέονι, π. ἐπὶ δεινοτέρῳ, Th.1.35, Pl.R. 589e;

    πολὺ ἔτι ἐκ λαμπροτέρων Id.Phd. 110c

    ;

    π. σὺν φρονήματι μείζονι X.An.3.1.22

    , cf.3.2.30, Smp.1.4 (but the Prep. freq. comes first,

    ἐκ π. ἐλάττονος And.1.109

    , etc.); so πολλῷ is freq. used with the [comp] Comp., by far, A.Pr. 337, Hdt. 1.134, etc.;

    π. μᾶλλον S.OT 1159

    , Pl.Phd. 80e; οὐ πολλῷ τεῳ ἀσθενέστερον not a great deal weaker, Hdt.1.181, cf. 2.48,67, etc.: πολύ with all words implying comparison, πολὺ πρίν much sooner, Il.9.250;

    π. πρό 4.373

    : with the comp. Verb

    φθάνω, ἦ κε πολὺ φθαίη 13.815

    ; so πολὺ προβέβηκας ἁπάντων, πολὺ προμάχεσθαι ἁπάντων, 6.125, 11.217;

    προὔλαβε πολλῷ Th.7.80

    : with βούλομαι, = prefer,

    ἡμῖν πολὺ βούλεται ἢ Δαναοῖσι νίκην Il.17.331

    , cf. Od.17.404; πολύ γε in answers, after a [comp] Comp. or [comp] Sup., ἀργὸς.. γενήσεται μᾶλλον; Answ.

    πολύ γε Pl.R. 421d

    , cf. 387e, etc.
    b with a [comp] Sup., πολὺ πρώτιστος, πολλὸν ἄριστος, far the first, etc., Il.2.702, 1.91, etc.;

    προθυμία π. τολμηροτάτη Th.1.74

    , etc.;

    πολλόν τι μάλιστα Hdt.1.56

    ;

    π. δή, π. δὴ γυναῖκ' ἀρίσταν E.Alc. 442

    (lyr.), cf. Ar.Av. 539, Archestr.Fr.34.9; also

    πολλῷ πλεῖστοι Hdt.5.92

    .έ, 8.42;

    π. μεγίστους Id.4.82

    .
    c with a Positive, to add force to the Adj.,

    ὦ πολλὰ μὲν τάλαινα, πολλὰ δ' αὖ σοφή A.Ag. 1295

    ; also

    ἐς πόλλ' ἀθλία πέφυκ' ἐγώ E.Ph. 619

    (troch.);

    πολὺ ἀφόρητος Luc.DMeretr. 9.3

    ; cf. πλεῖστος.
    IV with Preps.,
    1 διὰ πολλοῦ at a great interval of Space or Time, v. διά A.1.5, 11.2.
    2 εἰς πολύ for a long time, Plot.2.1.3.
    3 ἐκ πολλοῦ from a great distance, Th.4.32, etc.; for a long time, v. ἐκ 11.1.
    4 ἐπὶ πολύ,
    a over a great space, far,

    οὐκ ἐπὶ πολλόν Hdt.2.32

    ; ἐπὶ π. τῆς θαλάσσης, τῆς χώρας, Th.1.50,4.3, etc.; to a great extent, Id.1.6,18,3.83; cf.

    ποιέω B.11.2

    .
    b for a long time, long, Id.5.16;

    τῆς ἡμέρας ἐπὶ π. Id.7.38

    , cf. 39.
    c

    ὡς ἐπὶ π.

    very generally,

    Id.1.12

    (v.l.), Archyt. ap. Stob.3.1.195;

    ὡς ἐπὶ τὸ π.

    for the most part,

    Th.2.13

    , Pl.Plt. 294e, etc.;

    μὴ καθ' ἓν ἕκαστον, ἀλλ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Isoc.4.154

    ;

    τό γ' ὡς ἐπὶ τὸ π. Id.8.35

    .
    5 παρὰ πολύ by far, v. παρά C.111.5.
    6 περὶ πολλοῦ, v. supr. 1.3.
    7 πρὸ πολλοῦ far before,

    τῆς πόλεως D.H.9.35

    ; also of Time, οὐ πρὸ π. not long before, Id.5.62.
    8 σὺν πολλῷ in no small degree, only too much or too well, Hld.2.8,9.20, 10.9 (cf. CR41.53).
    V for [comp] Comp. πλείων, πλέων, [comp] Sup. πλεῖστος, v. sub vocc. (Cf. Skt. purú-, Goth. filu 'much'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύς

  • 8 ἅπαξ

    ἅπαξ [ᾰπ], Adv.
    A once, once only, once for all, first in Od.,

    ὅτε τ' ἄλλοι ἅ. θνῄσκουσ' ἄνθρωποι 12.22

    ; ἅ... ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσαι ib. 350;

    ἀπαλλάχθηθ' ἅ. E.Cyc. 600

    ; οὐχ ἅ. μόνον more than once, A.Pr. 211;

    ἅ... κοὐχὶ δίς S.OC 1208

    ;

    πολλάκις καὶ οὐχὶ ἅ. Hdt.7.46

    ;

    πολλάκις τε κοὐχ ἅ. S.OT 1275

    ;

    μὴ ἅ. ἀλλὰ πολλάκις Antipho 1.3

    , cf. Pl.Lg. 711a;

    μὴ δίς, ἀλλ' ἅ. μόνον Arist.Pol. 1299a10

    ; of the self-creation of

    Νοῦς, τὴν ποίησιν αὑτοῦ.. ἅ. εἶναι Plot.6.8.21

    ; ἅ. ἔτι yet this once, A.Ag. 1322; τὸ ἅ. τοῦτο at this moment, LXX2 Ki.17.7; ἅ. δυοῖν ποδοῖν, i.e. two square feet ( 1 x 2), opp. δυοῖν δίς ( 2 x 2), four, Pl.Men. 82c.
    2 c. gen., ἅ. τοῦ ἐνιαυτοῦ, ἔτεος ἑκάστου ἅ., Hdt.2.59, 4.105; also

    ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἅ. Id.2.132

    .
    3 once on a time, formerly,

    ἅ. καὶ ἅ. LXXJd.20.30

    .
    II without any notion of number, after conditional and temporal Particles, if once, when once, εἴπερ ἐσπείσω γ' ἅ. if once you have made a treaty, Ar.Ach. 307. cf. 923;

    ἢν ἅ. ἁλῷ Id.V. 898

    , cf. Av. 342;

    ἂν ἅ. τις ἀποθάνῃ Amphis 8

    ;

    ἐπειδήπερ γ' ἅ. ἐμοὶ σεαυτὸν παραδέδωκας Ar.V. 1129

    ;

    ἐπεὶ ἅ. ἐταράχθησαν Th.7.44

    ;

    ὡς ἅ. ἤρξατο X.HG5.4.58

    ;

    ἐπεὶ ἅ. αὐτοῖς φίλος ἐγένετο Id.An.1.9.10

    , cf. 3.2.25, Isoc.12.242;

    ὡς ἅ. ἐγκλήματα ἐταράχθη D.18.151

    : so with part.,

    ἐπὶ γᾶν ἅ. πεσὸν... αἷμα A.Ag. 1019

    (lyr.);

    ἅ. θανόντος οὔτις ἔστ' ἀνάστασις Id.Eu. 648

    ;

    ἅ. ἐλθόντες Pl.Prm. 165e

    , cf. Ep.Hebr.6.4, etc. (ἁ- = sṃ (cf. εἷς) ; -παξ akin to πήγνυμι.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἅπαξ

  • 9 πολύς

    πολύς, πολλή, πολύ, gen. πολλοῦ, ῆς, οῦ (Hom.+; ins, pap, LXX, pseudepigr., Philo, Joseph., apolog.) ‘much’.—Comparative πλείων, πλεῖον (18 times in the NT, 4 times in the Apost. Fathers [including Hv 3, 6, 4; Hs 8, 1, 16] and Ath. 12, 3) or πλέον (Lk 3:13 and Ac 15:28 μηδὲν πλέον; otherwise, πλέον in the NT only J 21:15; 14 times in the Apost. Fathers [incl. μηδὲν πλέον Hs 1, 1, 6]; Ar. twice; Just. 6 times; Tat. once; Ath. 7 times), ονος; pl. πλείονες, and acc. πλείονας contracted πλείους, neut. πλείονα and πλείω (the latter Mt 26:53 [πλεῖον, πλείου vv.ll.]; B-D-F §30, 2; Mlt-H. 82; Thackeray p. 81f; Mayser p. 68f) ‘more’ (Hom.+; ins, pap, LXX; TestAbr B 7 p. 111, 27=Stone p. 70 [πλείον]; TestJob 35:2; TestGad 7:2 [πλεῖον]; AscIs 3:8; [πλέον]; EpArist; apolog. exc. Mel.).—Superlative πλεῖστος, η, ον ‘most’ (Hom.+).
    pert. to being a large number, many, a great number of
    positive πολύς, πολλή, πολύ
    α. adj., preceding or following a noun (or ptc. or adj. used as a noun) in the pl. many, numerous δυνάμεις πολλαί many mighty deeds Mt 7:22b. δαιμονιζόμενοι πολλοί 8:16. Cp. vs. 30; 9:10; 13:17; 24:11; 27:52, 55; Mk 2:15a; 6:13; 12:41; Lk 4:25, 27; 7:21b; 10:24; J 10:32; 14:2; Ac 1:3; 2:43; 8:7b; 14:22; Ro 4:17f (Gen 17:5); 8:29; 12:4; 1 Cor 8:5ab; 11:30; 12:12a, 20; 1 Ti 6:12; 2 Ti 2:2; Hb 2:10; 1J 4:1; 2J 7; Rv 5:11; 9:9; 10:11; 1 Cl 55:3ab. ἔτη πολλά many years: Lk 12:19b (εἰς ἔτη π.); Ac 24:10 (ἐκ π. ἐτῶν); Ro 15:23 (ἀπὸ π. [v.l. ἱκανῶν] ἐτῶν).—αἱ ἁμαρτίαι αἱ πολλαί Lk 7:47a. αἱ εὐεργεσίαι αἱ π. 1 Cl 21:1.—πολλὰ καὶ βαρέα αἰτιώματα many serious charges Ac 25:7 (cp. Ps.-Pla., Sisyph. 1, 387a πολλά τε καὶ καλὰ πράγματα; B-D-F §442, 11; Rob. 655). πολλὰ καὶ ἄλλα σημεῖα J 20:30 (on the form X., Hell. 5, 4, 1 πολλὰ μὲν οὖν … καὶ ἄλλα λέγειν καὶ Ἑλληνικὰ καὶ βαρβαρικά; Dionys. Hal. 2, 67, 5; Ps.-Demetr. 142 πολλὰς κ. ἄλλας χάριτας; Jos., Ant. 3, 318; Tat. 38, 1. On the subject-matter Bultmann 540, 3; also Porphyr., Vi. Pyth. 28 after a miracle-story: μυρία δʼ ἕτερα θαυμαστότερα κ. θειότερα περὶ τἀνδρὸς … εἴρηται κτλ.).—ἄλλοι πολλοί many others IRo 10:1. ἄλλαι πολλαί Mk 15:41. ἄλλα πολλά (Jos., Bell. 6, 169, Ant. 9, 242; Just., D. 8, 1) J 21:25. ἕτεροι πολλοί Ac 15:35. ἕτερα πολλά (Jos., Vi. 39) Lk 22:65.—Predicative: πολλοί εἰσιν οἱ ἐισερχόμενοι Mt 7:13.—Mk 5:9; 6:31; Gal 4:27 (Is 54:1). AcPl Ha 5, 16.—οὐ πολλοί not many=( only) a few οὐ πολλαὶ ἡμέραι (Jos., Ant. 5, 328, Vi. 309) Lk 15:13; J 2:12; Ac 1:5; AcPl Ha 11, 1. οὐ πολλοὶ σοφοί not many wise (people) 1 Cor 1:26a; cp. bc. οὐ πολλοί πατέρες not many fathers 4:15.
    β. subst.
    א. πολλοί many i.e. persons—without the art. Mt 7:22; 8:11; 12:15; 20:28; 24:5ab; 26:28; Mk 2:2; 3:10 (Mt 12:15 has ascensive πάντας; other passages to be compared in this connection are Mk 10:45=Mt 20:28 πολλῶν and 1 Ti 2:6 πάντων. Cp. the double tradition of the saying of Bias in Clem. of Alex., Strom. 1, 61, 3 πάντες ἄνθρωποι κακοὶ ἢ οἱ πλεῖστοι τ. ἀνθρώπων κακοί.—On Mk 10:45 s. OCullmann, TZ 4, ’48, 471–73); 6:2; 11:8; Lk 1:1 (cp. Herm. Wr. 11, 1, 1b and see JBauer, NovT 4, ’60, 263–66), 14; J 2:23; 8:30; Ac 9:42; Ro 16:2; 2 Cor 11:18; Gal 3:16 (πολλοί= a plurality); Tit 1:10; Hb 12:15; 2 Pt 2:2. AcPl Ha 5, 8; 7, 5; 11, 3. Opp. ὀλίγοι Mt 22:14; 20:16 v.l. (cp. Pla., Phd. 69c ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι=the thyrsus-bearers [officials] are many, but the truly inspired are few)—W. a partitive gen. πολλοὶ τῶν Φαρισαίων Mt 3:7. π. πῶν υἱῶν Ἰσραήλ Lk 1:16.—J 4:39; 12:11; Ac 4:4; 8:7a; 13:43; 18:8; 19:18; 2 Cor 12:21; Rv 8:11.—W. ἐκ and gen. (AscIs 3:1; Jos., Ant. 11, 151) πολλοὶ ἐκ τῶν μαθητῶν J 6:60, 66.—10:20; 11:19, 45; 12:42; Ac 17:12. ἐκ τοῦ ὄχλου πολλοί J 7:31 (Appian, Iber. 78 §337 πολλοὶ ἐκ τοῦ πλήθους).
    ב. πολλά—many things, much without the art.: γράφειν write at length B 4:9. διδάσκειν Mk 4:2; 6:34b. λαλεῖν Mt 13:3. μηχανᾶσθαι MPol 3. πάσχειν (Pind., O. 13, 63 al.; Jos., Ant. 13, 268; 403) Mt 16:21; Mk 5:26a; 9:12; Lk 9:22; 17:25; B 7:11; AcPl Ha 8, 19. ποιεῖν Mk 6:20 v.l. United w. another neut. by καί (Lucian, Icar. 20 πολλὰ κ. δεινά; Ael. Aristid. 46 p. 345 D.: πολλὰ κ. καλά; Ps.-Demetr., El. 70 πολλὰ κ. ἄλλα; likew. Appian, Bell. Civ. 5, 13 §53; Arrian, Anab. 6, 11, 2) πολλὰ κ. ἕτερα many other things Lk 3:18. πολλὰ ἂν κ. ἄλλα εἰπεῖν ἔχοιμι Dg 2:10 (Eur., Ep. 3, 2, πολλὰ κ. ἕτερα εἰπεῖν ἔχω; Diod S 17, 38, 3 πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα … διαλεχθείς). ἐν πολλοῖς in many ways (Diod S 26, 1, 2; OGI 737, 7 [II B.C.]; Just., D. 124, 4 [of line of proof]) 2 Cor 8:22a. ἐπὶ πολλῶν (opp. ἐπὶ ὀλίγα) over many things Mt 25:21, 23.—W. art. (Pla., Apol. 1, 17a) τὰ πολλὰ πράσσειν transact a great deal of business Hs 4:5b.
    γ. elliptical δαρήσεται πολλά (sc. πληγάς) will receive many (lashes) Lk 12:47 (B-D-F §154; 241, 6).
    comparative πλείων, πλεῖον
    α. adj. w. a plural (Diod S 14, 6, 1 μισθοφόρους πλείους=many mercenaries) πλείονας πόνους (opp. οὐχ ἕνα οὐδὲ δύο) 1 Cl 5:4. ἐπὶ ἡμέρας πλείους for a (large) number of days, for many days (Jos., Ant. 4, 277; cp. Theophr. in Apollon. Paradox. 29 πλείονας ἡμ.) Ac 13:31.—21:10 (Jos., Ant. 16, 15); 24:17; 25:14; 27:20. οἱ μὲν πλείονές εἰσιν γεγονότες ἱερεῖς the priests of former times existed in greater numbers Hb 7:23. ἑτέροις λόγοις πλείοσιν in many more words (than have been reported) Ac 2:40. ταῦτα καὶ ἕτερα πλείονα MPol 12:1.—W. a gen. of comparison (Just., A I 53, 3; Tat. 3, 2) ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων other slaves, more than (he had sent) at first Mt 21:36. πλείονα σημεῖα ὧν more signs than those which J 7:31. Also w. ἤ: πλείονας μαθητὰς ἤ more disciples than 4:1. After πλείονες (-α) before numerals the word for ‘than’ is omitted (B-D-F §185, 4; Kühner-G. II 311; Rob. 666; Jos., Ant. 14, 96) ἐτῶν ἦν πλειόνων τεσσεράκοντα ὁ ἄνθρωπος the man was more than 40 years old Ac 4:22. πλείους τεσσεράκοντα 23:13, 21. Cp. 24:11; 25:6 (Jos., Ant. 6, 306 δέκα οὐ πλείους ἡμέρας).—The ref. is to relative extent (cp. 2bα) in τὰ ἔργα σου τὰ ἕσχατα πλείονα τῶν πρώτων your deeds, the latter of which are greater than the former Rv 2:19.
    β. subst.
    א. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους the majority, most (Diog. L. 1, 20; 22; Jos., Ant. 10, 114) Ac 19:32; 27:12. W. ἐξ: ἐξ ὧν οἱ πλείονες most of whom 1 Cor 15:6. W. gen. and a neg. (litotes) οὐκ ἐν τ. πλείοσιν αὐτῶν ηὐδόκησεν ὁ θεός God was pleased with only a few of them 10:5. This is perh. (s. ג below) the place for 1 Cor 9:19; 2 Cor 2:6; 9:2. Phil 1:14; MPol 5:1.
    ב. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους (even) more πλείονες in even greater numbers Ac 28:23. πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν many more came to believe J 4:41.—διὰ τῶν πλειόνων to more and more people=those who are still to be won for Christ 2 Cor 4:15.
    ג. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους. In contrast to a minority οἱ πλείονες can gain the sense the others, the rest (so τὰ πλείονα Soph., Oed. Col. 36; τὸ πλέον Thu. 4, 30, 4; Jos., Ant. 12, 240; B-D-F §244, 3). So perh. (s. א above) ἵνα τ. πλείονας κερδήσω (opp. the apostle himself) 1 Cor 9:19; 2 Cor 2:6 (opp. the one who has been punished too severely.—In this case [s. א above] his punishment would have been determined by a unanimous vote of the Christian assembly rather than by a majority). Cp. 9:2; Phil 1:14; MPol 5:1.
    ד. πλείονα (for πλεῖον) more Mt 20:10 v.l.; various things Lk 11:53. ἐκ τοῦ ἑνὸς πλείονα 1 Cl 24:5 (s. as adv. ParJer 7:26).
    superl. adj. πλείστη w. a plural most of αἱ πλεῖσται δυνάμεις Mt 11:20 (difft. B-D-F §245, 1).
    pert. to being relatively large in quantity or measure, much, extensive
    positive πολύς, πολλή, πολύ
    α. adj. preceding or following a noun (or ptc. or adj. used as a noun)
    א. in the sg. much, large, great πολὺς ἀριθμός Ac 11:21. W. words that in themselves denote a plurality (Appian, Bell. Civ. 5, 80 §338 στρατὸς πολύς) πολὺς ὄχλος (s. ὄχ. 1a) Mt 14:14; 20:29; 26:47; Mk 5:21, 24; 6:34a; 8:1; 9:14; 12:37 (ὁ π. ὄχ.); Lk 5:29; 6:17a; 8:4; J 6:2, 5 (for the expression ὁ ὄχλος πολύς, in which π. follows the noun, J 12:9, 12, cp. Arrian, Anab. 1, 9, 6 ὁ φόνος πολύς); Ac 6:7; Rv 7:9; 19:1, 6. πολὺ πλῆθος (s. pl. 2bα) Mk 3:7f; Lk 5:6; 6:17b; 23:27; Ac 14:1; 17:4; 1 Cl 6:1. λαὸς πολύς many people Ac 18:10. Of money and its value, also used in imagery μισθὸς πολύς Mt 5:12; Lk 6:23, 35 (all three predicative, as Gen 15:1). ἐργασία π. Ac 16:16. π. κεφάλαιον 22:28. χρυσοῦ πολλοῦ … τρυφῆς πολλῆς AcPl Ha 2, 19.—Of things that occur in the mass or in large quantities (Diod S 3, 50, 1 πολλὴ ἄμπελος) γῆ πολλή Mt 13:5; Mk 4:5; θερισμὸς π. Mt 9:37; Lk 10:2 (both pred.). χόρτος π. J 6:10; καρπὸς π. (Cyranides p. 121, 11) 12:24; 15:5, 8.—λόγος π. a long speech (Diod S 13, 1, 2; Just., D. 123, 7) Ac 15:32; 20:2. περὶ οὗ πολὺς ἡμῖν ὁ λόγος about this we have much to say Hb 5:11 (cp. Pla., Phd. 115d).—Of time: πολὺς χρόνος a long time (Hom. et al.; Demetr.(?): 722 Fgm. 7; Jos., Ant. 8, 342; 19, 28; Just., A II, 2, 11) J 5:6 (s. ἔχω 7b); Hs 6, 4, 4 (pred.). μετὰ πολὺν χρόνον (Jos., Ant. 12, 324) Mt 25:19. Differently Mk 6:35ab (s. 3aα).
    ב. adj. w. a noun in the pl. many, large, great, extensive, plentiful ὄχλοι πολλοί great crowds or probably better many people (as Diod S 20, 59, 2; Ps.-Clem., Hom. 10, 3. For the corresponding mng. of ὄχλοι s. ὄχλος 1a) Mt 4:25; 8:1; 13:2; 15:30a; 19:2; Lk 5:15; 14:25. κτήματα πολλά a great deal of property Mt 19:22; Mk 10:22 (cp. Da 11:28 χρήματα π.). ὕδατα πολλά much water, many waters (Maximus Tyr. 21, 3g of the Nile ὁ πολὺς ποταμός, likew. Procop. Soph., Ep. 111) J 3:23; Rv 1:15; 14:2; 17:1; 19:6b. θυμιάματα πολλά a great deal of incense 8:3. τὰ πολλὰ γράμματα Ac 26:24. πολλοὶ χρόνοι long periods of time (Plut., Thes. 6, 9). πολλοῖς χρόνοις for long periods of time (SIG 836, 6; pap) Lk 8:29; 1 Cl 44:3. χρόνοις πολλοῖς AcPlCor 2:10. ἐκ πολλῶν χρόνων (Diod S 3, 47, 8; Jos., Ant. 14, 110; 17, 204) 1 Cl 42:5.
    β. subst.
    א. πολλοί many i.e. pers.—w. the art. οἱ πολλοί the many, of whatever appears in the context Mk 6:2 v.l. (the many people who were present in the synagogue); 9:26b (the whole crowd). Opp. ὁ εἷς Ro 5:15ac, 19ab; the many who form the ἓν σῶμα the one body 12:5; 1 Cor 10:17. Paul pays attention to the interests of the many rather than to his own vs. 33 (cp. Jos., Ant. 3, 212).—The majority, most (X., An. 5, 6, 19; Appian, Maced. 7, Bell. Civ. 4, 73 §309; 2 Macc 1:36; En 104:10; AscIs 3:26; Jos., Ant. 17, 72; Just., D. 4, 3) Mt 24:12; Hb 12:15 v.l. W. a connotation of disapproval most people, the crowd (Socrat., Ep. 6, 2; Dio Chrys. 15 [32], 8; Epict. 1, 3, 4; 2, 1, 22 al.; Plut., Mor. 33a; 470b; Plotinus, Enn. 2, 9, 9; Philo, Rer. Div. Her. 42) 2 Cor 2:17; Pol 2:1; 7:2.—Jeremias, The Eucharistic Words of Jesus3, tr. NPerrin, ’66, 179–82; 226–31, and TW VI 536–45: πολλοί.
    ב. πολύ much ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρʼ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολὺ κτλ. Lk 12:48 (Just., A I, 17, 4 twice πλέον). Cp. 16:10ab; 2 Cl 8:5; καρποφορεῖν π. bear much fruit Hs 2:3. πολὺ κατὰ πάντα τρόπον much in every way Ro 3:2 (Ael. Aristid. 34, 43 K.=50 p. 562 D. gives answer to a sim. quest. asked by himself: πολλὰ καὶ παντοῖα).—Js 5:16.—As gen. of price πολλοῦ for a large sum of money (Menand., Fgm. 197 Kö.; PRyl 244, 10. S. στρουθίον.) Mt 26:9.—Of time: ἐπὶ πολύ ( for) a long time (JosAs 19:3; Ar. 65, 3; s. also ἐπί 18cβ) Ac 28:6; AcPl Ha 10, 21. μετʼ οὐ πολύ soon afterward Ac 27:14 (μετά B 2c).—ἐπὶ πολύ more than once, often (Is 55:7) Hm 4, 1, 8.—Before a comp. (as Hom. et al.; B-D-F §246; Rob. 664) in the acc. πολὺ βέλτιον much better Hs 1:9. π. ἐλάττων v 3, 7, 6 (Ar. 6, 2). π. μᾶλλον much more, to a much greater degree (Dio Chrys. 2, 10; 17; 64 al.; Ael. Aristid. 34, 9 K.=50 p. 549 D.; Just., A II, 8, 3; D. 95, 1 al.) Hb 12:9, 25 (by means of a negative it acquires the mng. much less; cp. Diod S 7, 14, 6 πολὺ μᾶλλον μὴ … =even much less); Dg 2:7b. π. πλέον 2:7a (Ar. 11, 7). π. σπουδαιότερος 2 Cor 8:22b. Cp. π. τιμώτερον 1 Pt 1:7 v.l.; in the dat. of degree of difference πολλῷ μᾶλλον (Thu. 2, 51, 4; UPZ 42, 48 [162 B.C.]; EpArist 7; 24 al.; Sir prol. ln. 14; Jos., Ant. 18, 184; Just., A I, 68, 9; Tat. 17, 4) Mt 6:30; Mk 10:48b; Lk 18:39; Ro 5:9f, 15b, 17; 1 Cor 12:22; 2 Cor 3:9, 11; Phil 2:12. πολλῷ μᾶλλον κρείσσον 1:23 (v.l. without μᾶλλον). πολλῷ πλείους J 4:41. πολλῷ στρουθίων as v.l. Mt 20:31 and Lk 12:7 (both N.25 app.; on the strong ms. support for this rdg. s. RBorger, TRu 52, ’87, 21–24).—W. the art. τὸ πολύ (opp. τὸ ὀλίγον as X., An. 7, 7, 36) 2 Cor 8:15 (cp. Ex 16:18).
    ג. πολύς (Diod S 14, 107, 4 πολὺς ἦν ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ=he was strongly inclined toward punishing) μὴ πολὺς ἐν ῥήμασιν γίνου do not be profuse in speech, do not gossip 1 Cl 30:5 (Job 11:3).—Παπίας ὁ πολύς Papias (7), prob. to be understood as ὁ πάνυ; s. πάνυ d.
    comp. πλείων, πλεῖον; adv. πλειόνως
    α. adj., w. a singular (TestJob 35:2 διὰ πλείονος εὐωδίας) καρπὸν πλείονα more fruit J 15:2, 8 P66; Hs 5, 2, 4. τὸ πλεῖον μέρος τοῦ ὄχλου the greater part of the throng 8, 1, 16. ἐπὶ πλείονα χρόνον for a longer time (PTebt 6:31 [II B.C.]) Ac 18:20. Foll. by gen. of comparison: πλείονα τιμήν more honor Hb 3:3b.—IPol 1:3a. Foll. by παρά τινα for comparison Hb 3:3a; 11:4; Hs 9, 18, 2. ὅσῳ πλείονος κατηξιώθημεν γνώσεως, τοσούτῳ μᾶλλον 1 Cl 41:4.—τὸ πλεῖον μέρος as adv. acc. for the greater part Hv 3, 6, 4a.
    β. as subst. πλεῖον, πλέον more τὸ πλεῖον the greater sum (cp. Diod S 1, 82, 2=the greater part; Ps 89:10) Lk 7:43. πλεῖον λαμβάνειν receive a larger sum Mt 20:10. W. partitive gen. ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας they will arrive at an ever greater measure of impiety=become more and more deeply involved in impiety 2 Ti 2:16. W. a gen. of comparison πλεῖον τῆς τροφῆς someth. greater (more important) than food Mt 6:25; Lk 12:23. πλεῖον Ἰωνᾶ Mt 12:41; cp. vs. 42; Lk 11:31, 32. ἡ χήρα πλεῖον πάντων ἔβαλεν the widow put in more than all the rest Mk 12:43; Lk 21:3. μηδὲν πλέον nothing more (Jos., Bell. 1, 43; cp. Just., D. 2, 3 οὐδὲν πλέον); the words than, except following are expressed by παρά and the acc. Lk 3:13 or by πλήν w. gen. Ac 15:28, w. εἰ μή Hs 1:6.—The acc. is used as an adv. more, in greater measure, to a greater degree (Herm. Wr. 13, 21 Nock after the mss.) Lk 7:42; IRo 1:1; IEph 6:2; w. a gen. of comparison Mt 5:20 (περισσεύω 1aβ); J 21:15; IPol 5:2 (s. Ad’Alès, RSR 25, ’35, 489–92). τριετίαν ἢ καὶ πλεῖον for three years or even more Ac 20:18 D (cp. TestAbr B 7 p. 111, 27 [Stone p. 70, 27]).—ἐπὶ πλεῖον any farther (of place) Ac 4:17 (TestGad 7:2; Ath. 12 [ἐπί 4bβ]); (of time) at length Ac 20:9 (ἐπί 18cβ) or any longer, too long 24:4; 1 Cl 55:1 (ἐπί 18cβ); any more, even more (ἐπί 13) 2 Ti 3:9; 1 Cl 18:3 (Ps 50:4). Strengthened πολὺ πλέον much more, much rather (4 Macc 1:8; cp. X., An. 7, 5, 15; BGU 180, 12f [172 A.D.] πολλῷ πλεῖον; Ar. 11, 7 πολλῷ πλεῖον) Dg 2:7; 4:5.—Also w. indications of number (s. 1bα) πλεῖον ἢ ἄρτοι πέντε Lk 9:13 (the words πλ. ἤ outside the constr. as X., An. 1, 2, 11). In πλείω δώδεκα λεγιῶνας ἀγγέλων more than twelve legions of angels Mt 26:53 the text is uncertain (B-D-F §185, 4; s. Rob. 666).—The adv. can also be expressed by πλειόνως (Aeneas Tact. 237; Jos., Ant. 17, 2; Leontios 24, p. 52, 10) more ὅσον … πλειόνως the more … the more IEph 6:1.
    superl. πλεῖστος, ον
    α. adj.
    א. superlative proper τὸ πλεῖστον μέρος the greatest part w. partitive gen. Hs 8, 2, 9; 9, 7, 4. As adv. acc. for the greatest part 8, 5, 6; 8, 10, 1 (s. μέρος 1d).
    ב. elative (s. Mayser II/1, 1926, 53) very great, very large (ὁ) πλεῖστος ὄχλος Mt 21:8 (ὁ πλεῖστος ὄχλος could also be the greatest part of the crowd, as Thu. 7, 78, 2; Pla., Rep. 3, 397d); Mk 4:1.
    β. subst. οἱ πλεῖστοι the majority, most Ac 19:32 D (Just., D. 1, 4; cp. D. 48, 4 πλεῖστοι).
    pert. to being high on a scale of extent
    positive πολύς, πολλή, πολύ
    α. as simple adj., to denote degree much, great, strong, severe, hard, deep, profound (Diod S 13, 7, 4 πολὺς φόβος; schol. on Apollon. Rhod. 4, 57; 58 p. 265, 3 πολλὴ δικαιοσύνη; Eccl 5:16 θυμὸς π.; Sir 15:18 σοφία; TestAbr A 20 p. 103, 4 [Stone p. 54] ἀθυμία; Just., D. 3, 1 ἠρεμία) ἀγάπη Eph 2:4. ἀγών 1 Th 2:2. ἄθλησις Hb 10:32. ἁπλότης Hv 3, 9, 1. ἀσιτία Ac 27:21. βία 24:6 [7] v.l. γογγυσμός J 7:12. διακονία Lk 10:40. δοκιμή 2 Cor 8:2. δόξα Mt 24:30; Hv 1, 3, 4; 2, 2, 6. δύναμις Mk 13:26. ἐγκράτεια strict self-control Hv 2, 3, 2. εἰρήνη complete or undisturbed peace (Diod S 3, 64, 7; 11, 38, 1) Ac 24:2. ἔλεος 1 Pt 1:3. ἐπιθυμία 1 Th 2:17. ζημία Ac 27:10. ζήτησις 15:7. θλῖψις 2 Cor 2:4a; 1 Th 1:6. καύχησις 2 Cor 7:4b (pred.). μακροθυμία Ro 9:22. ὀδυρμός Mt 2:18. παράκλησις 2 Cor 8:4. παρρησία (Wsd 5:1) 3:12; 7:4a (pred.); 1 Ti 3:13; Phlm 8. πεποίθησις 2 Cor 8:22c. πλάνη 2 Cl 1:7. πληροφορία 1 Th 1:5. πόνος Col 4:13. σιγή a great or general hush (X., Cyr. 7, 1, 25; Arrian, Anab. 5, 28, 4) Ac 21:40. στάσις 23:10. τρόμος 1 Cor 2:3. φαντασία Ac 25:23. χαρά 8:8; Phlm 7. ὥρα πολλή late hour (Polyb. 5, 8, 3; Dionys. Hal. 2, 54; Jos., Ant. 8, 118) Mk 6:35ab.
    β. subst. πολλά in the acc. used as adv. greatly, earnestly, strictly, loudly, often etc. (X., Cyr. 1, 5, 14; Diod S 13, 41, 5; Lucian, Dial. Deor. 19, 2; Aelian, VH 1, 23; 4 Km 10:18; Is 23:16; TestSol 1:1; GrBar; ApcMos; Jos., Ant. 14, 348) ἀλαλάζειν πολλά Mk 5:38 (s. ἀλαλάζω). πολλὰ ἁμαρτάνειν Hs 4:5c (ApcMos 32). π. ἀνακρίνειν Ac 28:18 v.l. π. ἀπορεῖν Mk 6:20 (Field, Notes 29). π. ἀσπάζεσθαι 1 Cor 16:19 (s. ἀσπάζομαι 1a). δεηθῆναι π. (GrBar 4:14; Jos., Vi. 173; 343) Hs 5, 4, 1. διαστέλλεσθαι Mk 5:43 (s. διαστέλλω). π. ἐπιτιμᾶν 3:12. π. ἐρωτᾶν earnestly pray Hv 2, 2, 1. κατηγορεῖν π. Mk 15:3 (s. κατηγορέω 1a). κηρύσσειν π. talk freely 1:45. κλαίειν bitterly Ac 8:24 D (ApcMos 39). κοπιᾶν (ApcMos 24; CIG IV 9552, 5 … μοι πολλὰ ἐκοπίασεν, cp. Dssm., LO 266, 5 [LAE 317]) work hard Ro 16:6, 12; 2 Cl 7:1b. νηστεύειν π. fast often Mt 9:14a. ὀμνύναι π. Mk 6:23. παρακαλεῖν Mk 5:10, 23; Ac 20:1 D; 1 Cor 16:12. π. πταίειν make many mistakes Js 3:2. π. σπαράσσειν convulse violently Mk 9:26a.—W. the art. ἐνεκοπτόμην τὰ πολλά I have been hindered these many times (cp. Ro 1:13 πολλάκις) Ro 15:22 (v.l. πολλάκις here too).
    γ. subst. πολύ in the acc. used as adv. greatly, very much, strongly (Da 6:15, 24 Theod.) ἀγαπᾶν πολύ show much affection, love greatly Lk 7:47b. κλαίειν π. weep loudly Rv 5:4.—Mk 12:27; Ac 18:27.
    superlative, the neut. acc. πλεῖστον, α as adv. (sing. Hom. et al.; pl. Pind. et al.)
    α. pl. πλεῖστα in the formula of greeting at the beginning of a letter πλεῖστα χαίρειν (POxy 742; 744; 1061 [all three I B.C.]; PTebt 314, 2 [II A.D.] and very oft. in pap.—Griech. pap ed. Ltzm.: Kl. Texte 142, 1910, p. 4, 5, 6, 7 al.; Preis. II s.v. πλεῖστος) heartiest greeting(s) IEph ins; IMg ins; ITr ins; IRo ins; ISm ins; IPol ins.
    β. sing. τὸ πλεῖστον at the most (Aristoph., Vesp. 260; Diod S 14, 71, 3 πεμπταῖοι ἢ τὸ πλ. ἑκταῖοι; POxy 58, 17; PGiss 65:9) κατὰ δύο ἢ τὸ πλ. τρεῖς (word for word like Περὶ ὕψους 32, 1) 1 Cor 14:27.—B. 922f. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πολύς

  • 10 OPT

    adv. often, frequently; compar., optarr, oftener; superl., optast, oftenest, most frequently.
    * * *
    adv., better oft, compar. optarr, superl. optast, [Ulf. ufta = πολλάκις, and common to all Teut. languages]:—oft, often; þá varð þat sem opt kann henda, Fms. i. 99, and in countless instances, old and mod.; e. g. opt is freq. the first word in a host of proverbs, opt sparir leiðum þats hefir ljúfum hugat, Hm.; opt kemr æði-regn ór dúsi, oft comes a shower after a lull, Eb. (in a verse): opt er flagð í fögru skinni, etc.
    2. with part. pass., opt-reyndr, oft-tried, Fms. vi. 104; opt-nemndr, opt-greindr, oft-named, etc.
    II. compar. optarr, oftener; eigi optarr en of sinn, not more than once, Js. 2; þá mundi hann optarr sigr fá, Fms. vi. 225; en ef hann stell optarr, Js. 129; eigi optarr, no more, id.; æ því sterkari sem hann féll optarr, Al. 52; því meira sem þat var optarr hvatt, Korm. 94, passim.
    III. superl. optast, oftenest, usually, mostly; hann var optast um mitt landit, Fms. i. 6; hann sat optast í Túnsbergi, 11; hann átti þar margar orrostur ok hafði optast sigr, 193, passim.

    Íslensk-ensk orðabók > OPT

  • 11 ἀμφί

    ἀμφί A prep. I c. acc.
    1 of place.
    a beside, around

    παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17

    γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24

    Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56

    οὐδέ ποτε ξενίαν οὗρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40

    ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.
    b at, in

    θαυμαστὸς ἐὼν φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96

    c met., over, in defence of

    ἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31

    2 of time. during, for

    λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97

    τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

    τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (sign. dub.: during the last courses: others assume ἀμφί to be adverbial, or join it with τραπέζαις) O. 1.50
    3 in the manner of, after ἀείδετο δὲ

    πὰν τέμενος τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    4 about, concerning

    κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων P. 2.15

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69

    εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54

    ἢ ἀμφ' Ἰόλαον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.9 ]

    ν ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4

    II c. gen.
    1 about, concerning

    ἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

    σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8

    μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4

    2 for the sake of

    τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν P. 4.276

    οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105

    ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66

    III c. dat.
    1 beside

    ἦ πολλ' ἀμφὶ κρουνοῖς ἔπαθεν O. 13.63

    ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες P. 4.180

    τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40

    κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων N. 4.85

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ N. 8.30

    βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου N. 9.40

    ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις Pae. 2.97

    2 round, on

    ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13

    ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24

    τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39

    φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι O. 13.85

    δεξιτέρῳ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96

    3 in respect of, in the field of, esp. of what is at stake.

    αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον O. 5.15

    μήλων τε κνισσαέσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις O. 7.80

    εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86

    οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα

    πρεσβυτέρων ἀμφ' ἀργυρίδεσσιν O. 9.90

    ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.52

    καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119

    ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42

    ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54

    ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17

    πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρὸν I. 1.50

    μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν I. 5.55

    4 owing toΠέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεταιO. 8.42

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34

    μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἀμφ Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33

    σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (“ton caractère te permet d'employer l'une comme l'autre.” Puech.) N. 1.29

    τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60

    ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.8

    Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27

    πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι Παρθ. 2. 41.
    5 in honour of

    ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγἐλελίζων O. 9.13

    ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62

    ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.80

    6 of time, in the course of

    ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί O. 13.37

    B adv., all round

    ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους P. 4.81

    εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.120

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

    Lexicon to Pindar > ἀμφί

  • 12 ἄνθρωπος

    ἄνθρωπος (- ος v. l., -ῳ; -οι, -ων, -οις, -οισιν), - ους)
    1 man, pl., mankind
    a

    σκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις O. 3.18

    ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.24

    ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44

    φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες O. 7.54

    παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.23

    τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53

    πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101

    ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις O. 11.1

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68

    μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.82

    ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21

    πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46

    εἴ τιν' ἀνθρώπων P. 3.86

    Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, —

    γινώσκομεν P. 3.112

    ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.217

    ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286

    σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) P. 8.96

    εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6

    ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20

    χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43

    μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47

    ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36

    ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6

    ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9

    ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37

    Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3

    φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]

    ἄνθρωπ[ο Pae. 21.18

    πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —
    I gods. —

    θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10

    ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντP. 9.40

    Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10

    σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17

    εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10

    εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.
    III animals.

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    Lexicon to Pindar > ἄνθρωπος

  • 13 ἄπιστος

    a unbelievable

    ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι τὸ πολλάκις O. 1.31

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50

    ἄπιστον ἔειπ (sc. ἐγώ) N. 9.33 ἄπιστά μοι δέδοικα κα[ Πα. 7B. 45.

    Lexicon to Pindar > ἄπιστος

  • 14 εἰμί

    εἰμί ( εἰμί), [ἔσσι], ἐσσί, ἔστιν), ἐστίν), ἔσθ, εἰμέν, ἐντί, εἰσίν, ἔντι; εἴην, εἴη; ἔστω; ἐών, ἐόντα, ὄντα, ἐόντων, ἐοῖσα, ἐοῖσαν, ἐόντων; ἔμμεναι, ἔμμεν, [εἶναι codd.]: fut. ἔσομαι, ἔσσομαι, ἔσεται, ἔσσεται, ἔσται; ἐσσομένας gen., ἐσσόμενον, ἐσσόμενα; ἔσσεσθαι, ἔσεσθαι: impf. ἦν, ἔσαν, ἦσαν; ἔσκεν.)
    1 be. A
    1 c. predicative adj.
    a

    ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.32

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    θεὸς εὔφρων εἴη λοιπαῖς εὐχαῖς O. 4.13

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ἦν δὲ κλέος βαθύ O. 7.52

    φανερὰν ἐν πελάγει Ῥόδον ἔμμεν ποντίῳ O. 7.56

    τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53

    μάτρωος δ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.64

    ὁ δὲ λόγος δόξαν φέρει, λοιπὸν ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37

    γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72

    [ ἀβάπτιστός εἰμι (codd.: εἶμι Schnitzer) P. 2.80]

    σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107

    ἔσομαι τοῖοςP. 4.156

    δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί P. 4.209

    πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54

    εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν P. 5.92

    ἐδόκησέν τε ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42

    κρυπταὶ κλαίδες ἐντὶ σοφᾶς Πειθοῦς ἱερᾶν φιλοτάτωνP. 9.39

    θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ P. 10.21

    θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.24

    ἐστὶ δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ (Schr.: προπρεῶνα μέν codd.) N. 7.86 ξανθοκομᾶν Δαναῶν ἦσαν μέγιστοι <¯˘¯> N. 9.17

    ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6

    ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός I. 2.12

    οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων I. 2.30

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά ( ἔστι Er. Schmid) I. 8.15 ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (Tricl.: ἔμμεναι codex) I. 8.29 ἦν γὰρ τὸ πάροιθε φορητὰ sc. Delos fr. 33d. 1.

    νεόπολίς εἰμι Pae. 2.28

    ἄνιππός εἰμι Pae. 4.27

    λίαν μοι [δέο]ς ἔμπεδον

    εἴη κεν Pae. 4.49

    κατεκρίθης δὲ θνατοῖς ἀγανώτατος ἔμμεν Pae. 16.7

    = fr. 147 Schr. σῶμα δ' ἐστὶ θνατόν Παρθ. 1. 1. τί ἔρδων φίλος σοι εἴην, τοῦτ αἴτημί σε (<ἂνγτ; εἴην coni. Christ) fr. 155. 3. νὸκακ ἔμμεναι fr. 169. 17.
    b with infinitive added.

    ἦν δ' ἐσορᾶν καλός O. 8.19

    εἲην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι O. 9.80

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαιP. 4.139

    εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν P. 8.29

    ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον P. 10.50

    καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18

    αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν I. 2.37

    c impersonal.

    ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    2 c. pred. subs.

    ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.55

    Σικελίας ἔσαν ὀφθαλμός O. 2.9

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4

    Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός, περὶ θνατῶν δ' ἔσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον O. 6.50

    ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός ( εεσι Π: ἔστι vel εἶσι Wi<*>.) O. 6.90

    ἐκέλευσεν νεῦσαι μιν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.68

    φάτο δΕὐρύπυλος ἔμμεναιP. 4.34 οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις ἈφροδίταςP. 4.87Ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω ΖεὺςP. 4.167

    ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος P. 4.270

    βασιλεὺς ἐσσὶ P. 5.16

    Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε) P. 9.100

    πάτραν ἵν' ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.79

    οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1

    ξεῖνός εἰμι N. 7.61

    φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι νόῳ φιλήσαντ ἀτενέι γείτονι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.87

    ἀρχοὶ δοὐκ ἔτ' ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14

    οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν N. 10.51

    πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58

    ἐσσί μοι υἱός” (Snell ἔσσι) N. 10.80

    φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.72

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν (Bergk: εἶναι Stobaeus: om. Clem. Alex.) fr. 61. 1. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν κέντρον fr. 124. 2. εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243. as inf. of purpose,

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις, τέλος ἔμμεν ἄκρον P. 9.118

    Θέμιν Μοῖραι ἇγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 6.
    3 emphatic, there is, are

    ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι O. 9.104

    ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.67

    ἔστι δὲ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον P. 3.21

    δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63

    ὅσαι τεἰσὶν ἐπιχωρίων καλῶν ἔσοδοι, τετόλμακε P. 5.116

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ P. 12.30

    ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10

    εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι N. 8.50

    ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20

    τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77 οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον (Calliergus; ἦεν, ἦς codd.) I. 1.26

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Boeckh: εἶναι codd.) I. 6.20

    οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24

    ]ον τέλος [ἔς]ται[ (ἔσσεται Σ̆{im}) Πα. 7C. 6. ἦν γάρ τι παλαίφατον[ fr. 140a. 69. “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” fr. 168. 6. χρυσέων βελέων ἐντὶ τραυματίαι ( ἔντι alii) fr. 223.
    4 c. dat. (= ἔχω.) πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας (= ἐστί Boeckh, wrongly) O. 2.84 ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος κὰν νόμον

    ἐρδόμενον O. 8.77

    πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.45

    εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος, Ζεῦ πάτερ N. 8.35

    ἔστι σοι τούτων λάχοςN. 10.85

    ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.9

    ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυρία παντᾷ κέλευθος I. 4.1

    ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖς, ὦ ΤελαμώνI. 6.52 cf. also O. 12.1—2.
    5 be (situated)

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62

    ἄτερθε δὲ πρὸ δωμάτων ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ ἐντί P. 5.98

    ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι N. 7.45

    ἐντί τοι φίλιπποί ταὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι, καλλίστα θεῶν N. 10.18

    cf. B. 1.
    6 be, come to pass

    ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ P. 4.170

    χὤ τι μέλλει χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.49
    7 c. gen.
    b possessive: be of, belong to

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60

    ἔντι μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες. ἔντι[ (edd.: ἕντι codex: ἐντὶ legendum) Θρ. 3. 1—2. cf. I. 4.31
    8 c. ἐκ, ἀπό.
    a be, come from

    χρὴ δ' ἀπ Ἀθανᾶν τέκτον ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49

    τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    b be born of

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.18

    B part.
    1 pres. part.
    a [† ἅμα (codd.: ἐόντα Maas) O. 1.104]

    θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν O. 1.106

    ἐμὲ πρόφαντον σοφίᾳ ἐόντα O. 1.116

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος O. 6.19

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    οἷος ἐὼν θρέψεν

    ποτὲ P. 3.5

    Ἰόλαον ὑμνητὸν ἐόντα P. 11.61

    ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα μορφᾷ N. 3.19

    Τελαμὼν Ἰόλᾳ παραστάτας ἐὼν N. 3.37

    Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε N. 3.44

    κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν N. 6.17

    πομπαῖς θεμισκόπον οἰκεῖν ἐόντα πολυθύτοις N. 7.47

    εἰ γάρ σφίσιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα N. 7.100

    θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32

    Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει I. 1.30

    ἐὼν καλὸς I. 2.4

    θεότιμος ἐών I. 6.13

    ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ[ (forma valde dubia: v.l. ἀμβλύνοντα) fr. 124d.
    b where the part. is concessive.

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    καὶ πολυκλείταν περ ἐοῖσαν ὅμως Θήβαν ἐπασκήσει fr. 194. 4.
    c where the part. is conditional.

    ἀξιωθείην κεν, ἐὼν Θρασύκλου Ἀντία τε σύγγονος, Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.39

    d following

    φαίνομαι. θαυμαστὸς ἐὼν φάνη O. 9.96

    ἀπειρομάχας ἐών κε φανείη λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.30

    cf. P. 4.170
    e c. adv., being (situated) cf. A. 5 supra.

    εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104

    εἶδον γὰρ ἑκὰς ἐὼν P. 2.54

    ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνήρ N. 7.64

    ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐὼνN. 10.87
    f subs., n. pl., goods, possessions

    οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν, ἀλλ' ἐόντων εὖ τε παθεῖν N. 1.32

    ]

    ἑκὰς ἐόντων Pae. 4.35

    m. pl., living ( φάμα· ἅ τε ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (ὡς ἄλλων ἐγκωμιακότων ποιητῶν. Σ.) I. 4.27
    2 fut. part.
    a

    ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας O. 12.8

    b subs.

    τά τ' ἐσσόμενα τότ ἂν φαίην σαφές O. 13.103

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.27

    C various impersonal usages.
    a in wishes, εἴη c. (dat., acc. &) inf.

    εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115

    εἴη, Ζεῦ, τὶν εἴη ἀνδάνειν P. 1.29

    φίλον εἴη φιλεῖν P. 2.83

    ἁδόντα δεἴη με τοῖς ἀγαθοῖς ὁμιλεῖν P. 2.96

    ( ῥῆμα)

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.11

    εἴη μιν ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.64

    εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.7

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1.
    b c. adj., part. & inf.

    ἔστι δἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35

    ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν O. 8.33

    θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν P. 4.71

    φαντὶ δἔμμεν τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκα ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.287

    ἔστι δἐοικὸς ὀρειᾶν γε Πελειάδων μὴ τηλόθεν ὠαρίωνα νεῖσθαι N. 2.10

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμἀπὸ Σπάρτας N. 11.33

    πεπρωμένον ἦν, φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν ποντίαν θεόν I. 8.32

    d c. dat. (& inf.?): it is one's duty ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων (supp. Lobel: ἀγάλλειν supp. Snell, e. g.) fr. 215. 5.
    e ἔστιν ὅτε, ἦν ὅτε, there is, was a time when ἦν ὅτε σύας Βοιώτιον ἔθνος ἔνεπον fr. 83. subordinate verb suppressed: ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλείστα χρῆσις, ἔστι δοὐρανίων ὑδάτων sometimes O. 11.1—2. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί fr. 180.
    f οὐκ ἔστιν ὅπως, it is impossible that οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 3. D dub. † ἔστι δέ τοι χέκωνκακίει καπνός ( ἔτι coni. Heyne) fr. 185. fragg. ]

    έμμεν ἁλίῳ κυ[ Pae. 6.149

    ἔσσεται γὰρ ἁδυ[ Pae. 21.13

    ]ὅτ' ἦσαν [fr. 111a. 3. ἐμμεν[ ?fr. 338. 3.

    Lexicon to Pindar > εἰμί

  • 15 ἐκδίδωμι

    1 hand over, deliver

    Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106

    med., met.

    συμποσίας ἐφέπων θυμόν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν πολλάκις P. 4.295

    Lexicon to Pindar > ἐκδίδωμι

  • 16 ἐφέπω

    ἐφέπω (ἐφέπεις; -έπων: impf. ἔφεπεν): aor. med. ἐπέσποντο.)
    a act.
    I embrace met.,

    αἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος O. 2.10

    νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη P. 1.50

    II busy oneself with, devote onself to

    Ζεῦ ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος P. 1.30

    ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος wielded P. 6.33

    συμποσίας ἐφέπων θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν πολλάκις P. 4.294

    b follow, give support

    οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133

    c frag. ] εφεπετ[ P. Oxy. 2442, fr. 41A. 2. ] ντι κέλευθον ἐπισπησει[ P. Oxy. 2672, fr. 1. 9 ad ?fr. 346.

    Lexicon to Pindar > ἐφέπω

  • 17 κελαδέω

    κελᾰδέω (κελαδέοντι,- -έοντι; -έων; -εῖν: fut. -ήσω, -ήσομεν: aor. -ησε, -ήσαθ, -ησαν; -ήσετε) subj. coni.; -ῆσαι, -έσαι coni.: med. fut. - ησόμεθα.)
    a hymn c. acc.

    κελαδεῖν Κρόνου παῖδ O. 1.9

    τίνα θεόν, τίν' ἥρωα τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους πρῶτον μὲν Ἥραν Παρθενίαν κελαδῆσαι O. 6.88

    ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) P. 11.10

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54

    c. dupl. acc., καί νυν ἐπωνυμίαν χάριν νίκας ἀγερώχου κελαδησόμεθα βροντὰν (cf. P. 11.10: i. e. as a victory blessing. v. ἐπωνύμιος) O. 10.79

    ἄμμι δ' ἔοικε Κρόνου σεισίχθον υἱὸν γείτον ἀμειβομένοις εὐεργέταν ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι I. 1.54

    b abs.

    ἀναβάσομαι στόλον ἀμφἀρετᾷ κελαδέων P. 2.63

    , cf. P. 2.15
    c c. cogn. acc., sing

    κόσμον ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας ἁδυμελῆ κελαδήσω O. 11.14

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι ποινὰν τεθρίππων P. 1.58

    θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον ( υἱὸν coni. Bergk) N. 4.16 πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι (Br. Keil: v. E. Fränkel, K. Z., 1909, 258; Schwyz., 1. 753: κελαδῆσαι codd.: κελαδέμεν Er. Schmid) I. 5.48

    ἔσσυταί τε Μοισαῖον ἅρμα Νικοκλέος μνᾶμα πυγμάχου κελαδῆσαι I. 8.62

    παρθένοι χαλκέᾳ κελαδ[έον]τι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101

    κελ]άδησαν αὐδάν Pae. 7.17

    κελαδ[ήσαθ ὕμ]νους (supp. Snell e v. l. ap. Σ.) Πα. 7B. 10. ὄ]ρθιον ἰάλεμ[ον ]κελαδησατ[ Θρ. 5a. 3 = b. 7.
    d of the song itself, κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων resound P. 2.15 ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων celebrating N. 3.66

    Lexicon to Pindar > κελαδέω

  • 18 Κινύρας

    Κῐνῠρας priest of Aphrodite in Cyprus, noted for his wealth.
    1

    κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων, ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας P. 2.15

    ( θεῷ)

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ ποντίᾳ ἔν ποτε Κύπρῳ N. 8.18

    Lexicon to Pindar > Κινύρας

  • 19 μέν

    1 where μέν is merely an emphatic particle, and is not balanced by δέ or another particle.
    a emphasising a demonstrative, not in nom., which refers back to a word in (esp. subject of) a preceding sentence.

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη· τῷ μὲν εἶπε O. 1.75

    οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι· τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    μαντεύσατο

    δ' ἐς θεὸν ἐλθών. τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας εἶπε O. 7.32

    Γλαῦκον τρόμεον Δαναοί. τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    ( ὄρος)

    τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν γείτονα P. 1.30

    πατήρ. τῷ μὲν εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων P. 3.72

    δεσπόταν· τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει P. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ( δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες).

    τῶν μὲν κλέος P. 4.174

    Κυράναν· ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    γαμβρὸς Ἥρας. τῷ μὲν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ I. 4.61

    ( Αἰακὸν)

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    ( Ἀχιλεύς)

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    ( καὶ κεῖνος)

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ · τῶν (Hermann: τὰ cod.)

    μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται I. 9.4

    cf. fr. 140b. 16.
    b emphasising adv., esp. temporal.

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων O. 8.65

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    σάμερον μὲν χρή P. 4.1

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25

    ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι N. 9.11

    ( Διόσκουροι)

    μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54

    adv. phrase, “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου ΑἰακίδᾳI. 8.38
    c emphasising verb.

    ἐπέγνω μὲν Κυράνα P. 4.279

    d where the balancing thought is,
    I suppressed.

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τε O. 7.73

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι (v. also μέν τε) P. 11.46

    ξανθὸς δ' Αχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43

    πρῶτον μὲν fr. 30. 1.
    II not expressed in coordinated clause.

    ἤδη γὰρ αὐτῷ, πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων, διχόμηνις ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    τοὺς μὲν ὦν P. 3.47

    τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῷ φέρειν ἀλλ' ἀγαθοί, τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    e contrasting with what precedes, not what follows. ἄγγελος ἔβαν πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο. δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος ( μὰν coni. Wil.) N. 6.61 esp.,

    ἀλλὰ μέν, ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί P. 3.77

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154
    f dub. & fragg. [ ἀγαθοῖς μὲν (Schr.: ἀγαθοῖσιν codd.) N. 11.17]

    ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς Pae. 8.14

    ]ἔνθεν μὲν αρ[ Πα. 13a. 22. ]

    α μὲν γὰρ εὔχομαι[ Pae. 16.3

    ἔνθεν μὲν fr. 59. 11. πρόσθα μὲν fr. 70. 1. πρὶν μὲν ἕρπε Δ. 2. 1. μὲν στάσις[ Δ. 3. 3. ]φθίτο μὲν γα[ Δ. 4e. 8. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον fr. 82. κείνῳ μὲν fr. 92. Λάκαινα μὲν fr. 112. δελφῖνος, τὸν μὲν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας fr. 188. πανδείματοι μὲν fr. 189. ἴσον μὲν fr. 224. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. ] υν μὲν θεο[ ?fr. 337. 11. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.
    g γε μέν, v. 4.
    a where sentences are opposed.

    ἐμοὶ μὲν τὺ δὲ O. 1.84

    θανόντων μὲν ἐνθάδ' τὰ δ ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ O. 2.57

    παρὰ μὲν τιμίοις τοὶ δὲ O. 2.65

    τὸν μὲν λεῖπε χαμαί· δύο δὲ ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.44

    τὰ μὲν ἐκ θεοῦ δ O. 11.8

    κελαδέοντι μὲν σὲ δ P. 2.15

    —8.

    νεότατι μὲν βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι P. 2.63

    —5.

    τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται· τὸ Καστόρειον δ' θέλων ἄθρησον P. 2.67

    τῷ μὲν Ἀπόλλων · ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν P. 4.86

    ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε. λευκίππων δὲ δόμους πατέρων φράσσατέ μοιP. 4.116

    μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής P. 5.95

    μάλιστα μὲν Κρονίδαν θεῶν σέβεσθαι· ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον P. 6.23

    ὁ μὲν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (contra Wil., 467.) P. 10.11—2.

    οἱ μὲν πάλαι, νῦν δ I. 2.1

    —9.

    ἀλλ' ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι, συμπεσεῖν δ ἀκμᾷ βαρύς I. 4.50

    —1.

    ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν. τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.11

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε· βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳI. 8.35 καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι· εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 3—5. ἀλλὰ [ βαρεῖα μὲν] ἐπέπεσε μοῖρα· τλάντων δ' ἔπειτα Πα. 2.. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ ἀμάχανον εὑρέμεν Πα... τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ] ὦ Μοῖσαι, τοῦ δὲ παντεχ[ ] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Πα... χάλκεοι μὲν τοῖχοι χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον κηληδόνες Πα... Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον, τὸ δ ὄργανον Μολοσσόν *fr. 107b. 2.* σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ, ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 1.
    b where sentences are joined.

    ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα. λέγοντι δ' ἐν καὶ θαλάσσᾳ βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.25

    — 30.

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ Πυθῶνι δ O. 2.48

    —9.

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας. ἧλθεν δ ὑπὸ σπλάγχνων Ἴαμος O. 6.41

    κείνοισι μὲν ( κείνοις ὁ μὲν coni. Mingarelli) —.

    αὐτὰ δὲ O. 7.49

    —50.

    Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε, τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.45

    —7.

    εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι, καμάτων δ' ἐπίλασιν παράσχοι P. 1.46

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισιν ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ· ἀνὰ δ' ἡμιόνοις Πελίας ἵκετο P. 4.93

    —4.

    ὀρφανίζει μὲν, ἔμαθε δ P. 4.283

    —4. τὸ μὲν ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς

    αἰδοιότατον γέρας. μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.15

    —20.

    πολλοῖσι μὲν γὰρ ἀείδεται νικαφόροις ἐν ἀέθλοις. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.25

    —8.

    τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος. χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.55

    —6.

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες P. 8.64

    ποτὶ γραμμᾷ μέν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις τέλος ἔμμεν ἄκρον, εἶπε δ P. 9.118

    —9. θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας. ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο (others join μέν with τ v. 33) P. 11.31—4.

    ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα, πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

    ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν. ὦ Τιμόδημε, σὲ δ' ἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει N. 2.14

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος. ἅλικας δ ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.44

    —5.

    καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον. ἕπομαι δὲ καὶ αὐτός N. 6.53

    —4.

    χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα, μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.42

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα, μοῖραν δ' εὔνομον αἰτέω N. 9.28

    —9.

    τὰν μέν ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.19

    —21. καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ]ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Πα. 2.. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας δρακείς, ὃς μὴ ποθῷ κυμαίνεται, κεχάλκευται (Hermann: με codd.) fr. 123. 1. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον, αὐτόματοι δ' ἐπλάζοντο fr. 166. 3.
    c where subordinate clauses are joined.

    εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42

    ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα χρυσάμπυκα μὲν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι θεῶν δ ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.64

    —5. ( φόρμιγξ) τᾶς ἀκούει μὲν βάσις, πείθονται δ

    ἀοιδοὶ σάμασιν P. 1.2

    —3.

    τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί. ποταμοὶ δὲ P. 1.21

    —2.

    τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν, φιλεῖν δὲ Κάρρωτον P. 5.25

    —6. ( πάρφασις)

    ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    d where parts of sentences are opposed or joined.

    ὃς σε μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.16

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων O. 9.48

    —9.

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.62

    οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν, μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95

    —6.

    Αἰακόν, ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ, Ἡράκλεες, σέο δὲ προπράον' ἔμμεν ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.85

    ὥρα πότνια τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δὲ ἑτέραις N. 8.3

    τρὶς μὲν, τρὶς δὲ N. 10.27

    —8. “ ἥμισυ μὲν ἥμισυ δN. 10.87—8.

    ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος N. 10.90

    ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.41

    κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. πολλοῖς μὲν ἐνάλου ὀρείου δὲ πολλοῖς ἄγρας ἀκροθινίοις ( δὲ πολλοῖς Duebner: πολλάκις codd.) ?fr. 357.
    e explicative, distributive.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.72

    γλαυκοὶ δὲ δράκοντες τρεῖς, οἱ δύο μὲν κάπετον, εἷς δ O. 8.38

    , cf. O. 13.58, P. 2.48

    διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον P. 4.179

    Κάδμου κόραι, Σεμέλα μὲν Ὀλυμπιάδων ἀγυιᾶτις, Ἰνὼ δὲ Λευκοθέα P. 11.1

    φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν

    λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    ἀλλ' ἄγε τῶνδέ τοι ἔμπαν αἵρεσιν παρδίδωμ· εἰ μὲν, εἰ δὲ N. 10.83

    —5.

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας, Ἰφικλέος μὲν παῖς Τυνδαρίδας δὲ I. 1.30

    I μέν δέ δέ — (δέ..) στάδιον μὲν ἀρίστευσεν. ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν. Δόρυκλος δὲ. ἂν ἵπποισι δὲ. μᾶκος δὲ. ἐν δO. 10.64

    ἐγγὺς μὲν Φέρης. ἐκ δὲ Μεσσάνας Ἀμυθάν. ταχέως δ' Ἄδματος ἶκεν καὶ Μέλαμπος P. 4.125

    —6. κρέσσονα μὲν ἁλικίας νόον φέρβεται γλῶσσάν τε· θάρσος δὲ (δὲ Schneidewin: τε codd.)—.

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —113.

    ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, μία δ'. δύο δ P. 7.13

    —6.

    ἡσυχία δὲ φιλεῖ μὲν συμπόσιον· νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ· θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.48

    μακρὰ μὲν. πολλὰ δ'. οὐδ Ὑπερμήστρα. Διομήδεα δ. γαῖα δ N. 10.4

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι. ὅσσα δ'. ἀνορέαις δ I. 4.7

    —11.

    ἐν μὲν Αἰτωλῶν θυσίαισι φαενναῖς Οἰνείδαι κρατεροί, ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει, Περσεὺς δ' ἐν Ἄργει Κάστορος δ αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ ἐπ Ἐὐρώτα ῥεέθροις. ἀλλ ἐν Οἰνώνᾳ I. 5.30

    —4.

    τὸν μὲν ἄνδωκε δ'. ὁ δ I. 6.37

    —41.

    ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ ] Νηρεὺς δ ὁ γέρων ἕπετα[ι ] πατὴρ δὲ Κρονίων μολ[ Pae. 15.2

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει. ἐν δὲ κέχλαδεν. ἐν δὲ Ναίδων. ἐν δ Δ. 2.. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου, φοινικορόδοις δ ἐνὶ λειμώνεσσι (δ supp. Bergk: τ Boeckh) Θρ.. 1. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχυν, τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 30—2. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιότα. τέρπεται δὲ καί τις fr. 221.
    II in paratactic climax. ἄριστον μὲν ὕδωρ, ὁ δὲ χρυσὸς, εἰ δ' ἄεθλα (cf. O. 3.45) O. 1.1—3.

    ἐμοὶ μὲν ὦν, ἐπ' ἄλλοισι δὲ, τὸ δ ἔσχατον O. 1.111

    —3.

    Πίσα μὲν Διός. Ὀλυμπιάδα δὲ. Θήρωνα δὲ O. 2.3

    πολλὰ μὲν, πολλὰ δ'. ἅπαν δ εὑρόντος ἔργον O. 13.14

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος, ἐν Σπάρτᾳ δ', παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.76

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ]δαιδάλλοισ' ἔπεσιν, τὰ δ α[ ] Ζεὺς οἶδ, ἐμὲ δὲ πρέπει Παρθ. 2. 31. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν. Σκύριαι δ. ὅπλα δ ἀπ Ἄργεος, ἅρμα Θηβαῖον, ἀλλ ἀπὸ Σικελίας fr. 106. ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δ' Ὑμέναιον. ἁ δ Ἰάλεμον υἱὸν Οἰάγρου λτ;δὲγτ; Ὀρφέα (δὲ supp. Wil.) *qr. 3. 6.—10
    IIIμέν. νῦν αὖτε δὲ. ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ. εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ I. 6.3—7.
    g ὁ μέν ὁ δέ — ( ὁ δέ).

    ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —41.

    τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν τὸ δ' ματρόθεν O. 7.23

    ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω, τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι P. 2.65

    τὸν μὲν ἁ δ P. 3.8

    —12.

    ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας ἢ γυίοις περάπτων παντόθεν φάρμακα, τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.51

    τὸν μὲν τοῦ δὲ P. 3.97

    —100.

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    Κάστορος βίαν σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.32

    τοὶ μὲν ὁ δ N. 1.41

    διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδὲν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας N. 10.55

    ἀλλὰ

    βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον. τὸν δ' αὖ παρέσφαλεν καλῶν θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.29

    ἁ μὲν ἁ δ' ἁ δ Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται, παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ. 7. 6—7. irregularly coordinated,

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    , cf. P. 3.51
    h with anaphora.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ O. 13.14

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ (Boeckh: μιν codd.) P. 9.123

    ὅσσους μὲν ὅσσους δὲ N. 1.62

    ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν N. 9.8

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ N. 10.27

    ἥμισυ μὲν ἥμισυ δὲ N. 10.87

    εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι εὖ δ' ἑταίρους N. 11.3

    —4.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ N. 11.6

    —7.

    χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν, χρὴ δὲ κωμάζοντ' ἀγαναῖς χαρίτεσσιν βαστάσαι I. 3.7

    —8.

    ἀγαπᾶται, μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    διαγινώσκομαι μὲν, γινώσκομαι δὲ καὶ Pae. 4.22

    ἐντὶ μὲν. ἐντὶ [δὲ καὶ] (supp. Wil.) Θρ. 3. 1. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1.
    i where the μέν cl. has concessive force.

    σοφίαι μὲν αἰπειναί· τοῦτο δὲ προσφέρων O. 9.107

    κώμῳ μὲν ἁδυμελεῖ Δίκα παρέστακε· θεῶν δ' ὄπιν ἄφθονον αἰτέω P. 8.70

    ἦ τιν' ἄγλωσσον μέν, ἦτορ δ ἄλκιμον, λάθα κατέχει ἐν λυγρῷ νείκει N. 8.24

    cf.

    μὲν ἀλλά P. 4.139

    ; P. 6.23
    k indicating comparison.

    λέγεται μὰν Ἕκτορι μὲν κλέος ἀνθῆσαι Σκαμάνδρου χεύμασιν ἀγχοῦ, βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου δέδορκεν παιδὶ τοῦθ Ἁγησιδάμου φέγγος ἐν ἁλικίᾳ πρώτᾳ N. 9.39

    l where μέν and δὲ clauses are irregularly balanced.

    Ἱέρωνος ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν, ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.13

    οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν

    φωνὰν ἀκούειν, εὖτ' ἂν δὲ Ἡρακλέης κτίσῃ, τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.66

    ὃς τύχᾳ μὲν δαίμονος, ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δὲ O. 12.11

    οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν, καὶ τὰν Μήδειαν. τὰ δὲ καί ποτ ἐν ἀλκᾷ ἐδόκησαν ἐπ ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.52

    —5. πρύτανι κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ. εἰ δέ τις (v. G. P., 374) P. 2.58

    διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου, ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ N. 3.6

    —7.

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε πλαγχθέντες δ εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37

    χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς, ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.48

    —9 cf. N. 9.48

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν. εἰ δέ τις N. 11.11

    λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι, τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθωI. 6.47—9.

    μάτρωί θ' χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν, τιμὰ δ ἀγαθοῖσιν ἀντίκειται I. 7.25

    —6. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα, τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. πόλιν ἀμφινέμονται, πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες, ἕσπετο δ αἰενάου πλούτου νέφος fr. 119. 3.
    m μέν δέ combined with other particles.
    I

    μὲν ὦν δέ. ἀρούραισιν, αἵτ ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δ αὖτ ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν N. 6.10

    cf. O. 1.111
    II γε μὲνδέ, opposing two connected thoughts to what precedes; v. 4. infra. (Fortune, you guide ships and wars and councils).

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ ἐλπίδες. σύμβολον δ οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν O. 12.5

    ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν. ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώ-

    μασαν· γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν N. 10.33

    n fragg. τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1. λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα [ ] μνάσει δὲ καί τινα Πα. 14. 32—5.
    3 μέν balanced with particles other than δέ.
    a μέν ἀλλά lang=greek>
    I

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ ἄρκεσε. ἀλλὰ νῦν O. 9.1

    λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος, ἀλλὰ ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.50

    ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων· ἀλλ ἐν ὄρφναισιν P. 1.22

    ἀσθενεῖ μὲν χρωτὶ βαίνων, ἀλλὰ μοιρίδιον ἦν P. 1.55

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲP. 4.139

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν σεῖσαι ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται P. 4.272

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει. ἀλλ ὅμως καύχαμα κατάβρεχε σιγᾷ I. 5.46

    —52, cf. fr. 106.
    II μέν ἀλλά δέ δέ, in enumeration.

    παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἀλλὰ Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.19

    —24.
    b μέν τε.
    I

    χαίταισι μέν ζευχθέντες ἔπι στέφανοι πράσσοντί με τοῦτο χρέος, ἅ τε Πίσα O. 3.6

    ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ O. 6.88

    ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν O. 7.12

    βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος, ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.69

    τίμα μὲν δίδοι τε O. 7.88

    παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδὸν ὅ τ' ἐξελέγχων χρόνος O. 10.52

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μέν ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός, ἐδόκησέν τε P. 6.39

    ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον ἐν Πυθίοισί τε νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9

    ἦ μὰν ἀνόμοιά γε

    δᾴοισι ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    —1. τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ.. 3. γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν fr. 75. 11.
    II μέν τε — ( και/τε.), in enumeration.

    μιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων χαίροντά τε καὶ πρὸς ἡσυχίαν τετραμμένον O. 4.14

    —6.

    εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε ταμίας συνοικιστήρ τε, τίνα κεν φύγοι ὕμνον O. 6.4

    κτεῖνε μὲν κλέψεν τε ἔν τ P. 4.249

    —51.
    III irregularly coordinated.

    ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας, ἁνία τ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ ἐθέλω ἐναρμόξαι μιν ὕμνῳ I. 1.14

    αἰδοῖος μὲν ἧν ἀστοῖς ὁμιλεῖν, ἱπποτροφίας τε νομίζων ἐν Πανελλάνων νόμῳ. καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.37

    ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι *parq. 2. 34.
    d uncertain exx. ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς, Ἵππαρις οἶσιν ἄρδει στρατόν, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος ( κολλᾷ τε cum ἄρδει, Σ; cum ἀείδει μὲν Hermann) O. 5.10—2. [ μὲν — (coni. Hartung: μιν codd.: ὔμμιν de Jongh) τε (v. l. δέ) O. 11.17—9.] [κρέσσονα μὲν. θάρσος τε — (codd.: δὲ Schneidewin),

    ἀγωνίας δ P. 5.109

    —13.] [ θάνεν μὲν μάντιν τ ( θάνεν μὲν cum ὁ δ' ἄρα v. 34, edd. vulg.) P. 11.31—33.] [τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι ( Ὀλυμπίᾳ τ codd., edd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.46] [ μὲν (codd.: ἔμμεν Turyn) N. 7.86] [ μὲν τε (v. l. δ.) Θρ. 7. 1—5.]
    c

    μὲν γε μάν. νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104

    d μὲν αὖτε. ( θεός)

    ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89

    , cf. I. 6.3—7.
    e

    μέν ἀτάρ. οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.168

    Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 4.
    f μέν καί καί. cf. 1. b supra. πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον, καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν καὶ εἷλε Μήδειαν fr. 172. 3—6.
    4 γε μέν, yet cf. 2. m. β supra. “ νῦν γε μὲν” (byz.: μάν codd.) P. 4.50 τίν γε μέν (cf. G. P., 387) N. 3.83

    Lexicon to Pindar > μέν

  • 20 νοέω

    a observe, heed

    ἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον· νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος O. 13.48

    καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι N. 5.18

    Lexicon to Pindar > νοέω

См. также в других словарях:

  • πολλάκις — many times indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλάκις — ΝΜΑ, επικ. και λυρ. τ. πολλάκι Α επίρρ. πολλές φορές, συχνά, επανειλημμένως («ποιεῖ δὲ τοῡτο πολλάκις τοῡ μηνός», Ξεν.) αρχ. 1. πάρα πολύ 2. (με τους υποθ. συνδ.) ίσως, πιθανώς, ενδεχομένως («ἐὰν τι πολλὰ πολλάκις πάθω», Αριστοφ.) 3. (ενάρθρως)… …   Dictionary of Greek

  • Πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τ’ἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπότερον εἴναι. — См. Нет друга, так ищи: а нашел, так береги …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλάκις τοι καὶ μωρός ἀνὴρ κατακαίριον εἶπεν. — См. У мужика кафтан сер, да ум у него не волк съел …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μη πολλάκις — μὴ πολλάκις (Α) μη τυχόν, μήπως κατά τύχη («μὴ πολλάκις τὸν ποιητήν τις οἴηται λέγειν οὐκ ᾄσματα νέα», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • Ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. — ἢ γὰρ ἔρωτι πολλάκις τὰ μὴ καλὰ καλά πέφανται. См. Не по хорошу мил, а по милу хорош …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πολλάκι — πολλάκις many times epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GALLUS Tanagroeus — vide Tanagra. Dicitur autem haec domestica volucris ita, παρὰ τὸ κάλλος, Isid. aliis a castratione, quod tales erant Galli, Cybeles Sacerdotes; vel, quod cristam habent in capite, galeae, similem: notae pugnacitatis avis domestica, e Perside… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λήτη — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 150 μ., 2.841 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Β της Θεσσαλονίκης. Αποτελεί έδρα του δήμου Μυγδονίας. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Αειβάτιον και Αϊβάτι. Η πόλη χτίστηκε πάνω στα… …   Dictionary of Greek

  • Helots — The helots (in Classical Greek polytonic|Εἵλωτες / Heílôtes ) were an unfree population group that formed the main population of Laconia and the whole of Messenia. Their exact status was already disputed in Antiquity: according to Critias, they… …   Wikipedia

  • не по-хорошу мил, а по/ милу хорош — Миленек и не умыт беленек. Хоть и не хорошо, да ладно (гоже) Ср. Уж так то люб, уж так то люб он, няня... А люб, так люб. Не по хорошу мил, А по милу хорош, моя голубка! Островский. Тушино. 6. Ср. Есть польская пословица, что не то хорошо, что… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»