Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(παίδων

См. также в других словарях:

  • παιδῶν — παῖς child masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίδων — παῖς child masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διάπλασις των Παίδων — Παιδικό περιοδικό, ψυχαγωγικού και μορφωτικού περιεχομένου που ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1879 από τον Νικόλαο Παπαδόπουλο. Το 1880 αρχισυντάκτης του ανέλαβε ο Αριστοτέλης Κουρτίδης, ο οποίος συνεργάστηκε με το περιοδικό έως το 1893. Τον διαδέχτηκε ο …   Dictionary of Greek

  • SCHOLA — quid proprie sit, indicat Ausonius Eidyll. 4. ad Nepot. v. 5. Graio Schola nomine dicta est, Iustae laboriferis tribuantur ut otia curis. A Graeco nempe χολὴ, quod otium denotat, nomen invenit. Quia enim secundum Celsum de re Med. l. 1. in Prooem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • παιδικά περιοδικά — Περιοδικά έντυπα, γραμμένα ειδικά για παιδιά ή έντυπα που γράφονται από παιδιά, κυρίως της μέσης εκπαίδευσης, αλλά συχνά και της δημοτικής. Από τα πρώτα, αξιολογότερο περιοδικό θεωρείται η Διάπλασις των Παίδων, παρά το γεγονός ότι, στα νεότερα… …   Dictionary of Greek

  • NIOBE — I. NIOBE Laconicae fons, Plin. l. 4. c. 5. II. NIOBE filia Phoronei, mater Argi et Pelasgi. Item filia Tantali, soror Pelopis, uxor autem Amphionis, Regis Thebanorum, quae cum viro suo sex filios, totidemque filias peperisset, animô elata,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μελλείρην — και, κατά τον Ησύχ., μελλίρην, ενος, ὁ (Α) (στη Σπάρτη) αυτός που πρόκειται να γίνει έφηβος («εἴρενας δὲ καλοῡσι τοὺς ἔτος ἤδη δεύτερον ἐκ παίδων γεγονότας, μελλείρενας δὲ τῶν παίδων τοὺς πρεσβυτάτους», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + εἴρην… …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • Εξαρχόπουλος, Νικόλαος — (Νάξος 1874 – Αθήνα 1960). Πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Το 1912 διορίστηκε καθηγητής της παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ίδρυσε (1923) το εργαστήριο πειραματικής παιδαγωγικής, και το 1929 έγινε ακαδημαϊκός. Σε αυτόν οφείλεται η… …   Dictionary of Greek

  • Κορωνιός, Αντώνιος — (Χίος 1771; – Βιέννη 1798). Λόγιος και παιδαγωγός. Ήταν σύντροφος και συμμάρτυρας του Ρήγα. Δημοσίευσε σε μετάφραση το έργο Περί παίδων αγωγής του Πλούταρχου (Βενετία, 1796), την Παιδαγωγία του Κάμπε και τη Γαλάτεια του Φλοριάν. Έγραψε επίσης το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»