-
121 ἀ-μίσθωτος
ἀ-μίσθωτος, unvermiethet, οἶκος Dem. 30, 6; noch nicht in Sold genommen, ξένοι Diod. S. 18, 21.
-
122 ἀλλότριος
ἀλλότριος ( ἄλλος), 1) fremd, a) aus einem andern Lande, Od. 18, 219, dah. feindselig, Il. 5, 214 Od. 16, 102. – b) anderen gehörig, dem οἰκεῖος entgegengesetzt, Plat. Euth. 4 b u. sonst; vgl. Her. 3. 119; Soph. Ant. 1244; schon oft bei Hom., βίοτος, οἶκος, βόες, νηῠς; Iliad. 20, 298 ἕνεκ' ἀλλοτρίων ἀχέων; οἵ τ' ἐπὶ γαίης ἀλλοτρίης βῶσιν Od. 14, 86; ἀλλοτρίων χαρίσασϑαι, von fremdem Gute freigebig sein, Od. 17, 452; ἀλλοτρίοις γναϑμοῖς γελᾶν, mit verzerrtem, gleichsam fremdem Gesichte lachen, oder lachen, ohne daß man zum Lachen gestimmt ist, Od. 20, 347; – τινί, Jemandem fremd sein, Isocr– 2) fremdartig, ὄμμα Plat. Phaed. 99 b, das Gefühl, welches auch im Finstern etwas wahrnimmt; unpassend, nicht zur Sache gehörig. ἀλλότρια λέγειν Phil. 29 a; nicht übereinstimmend, τινός, womit, οὐδὲν ἀλλότριον ποιῶν οὔτε τῆς ἑαυτοῠ πατρίδος οὔτε τοῦ τρόπου Dem. 18, 182 im Psephisma; τὸν σκοτίης Κύπριδος ἀλλ. Add. 8 (VII, 51); Sp. – Adv. ἀλλοτρίως διακεῖσϑαι πρὸς ἀλλήλους, feindselig gegen einander gesinnt sein, Lys. 33, 1; Isocr.; τινί D. Sic. 13, 113.
-
123 ἀ-οίκητος
ἀ-οίκητος, unbewohnt, unbewohnbar, Her. καὶ ἔρημος Λιβύη 2, 34; τὰ ὑπὸ τὴν ἄρκτον ἀοίκητα 5, 10; πόλις Plat. Legg. VI, 778 b; χώρα Isocr. 4, 148. Auch von Menschen, ohne Haus, Dem. 45, 70; Luc. Gall. 17; – ἀν-οίκητος ist im Her. u. sonst l. v., doch scheint sich das Digamma bei οἶκος lange erhalten zu haben.
-
124 ὁμό-τοιχος
ὁμό-τοιχος, mit der Mauer zusammenstoßend, Wandnachbar; γείτων ὁμότοιχος ἐρείδει, Aesch. Ag. 976; ὁμότοιχον οἰκοῦντα, Plat. Legg. VIII, 844 c; οἶκος, Is. 6, 39; übertr., λύπη μανίας, Antiphan. bei Stob. Floril. 49, 27.
-
125 ἁμαξο-φόρητος
ἁμαξο-φόρητος, οἶκος, auf Wagen geführt, Pind. frg. 72.
-
126 ἄ-στῡτος
-
127 ἄ-στῡλος
ἄ-στῡλος, οἶκος, ohne Säulen, Leon. Tar. 64 (VII, 648); auch ἀ-στύλωτος, VLL.
-
128 ὄλλῡμι
ὄλλῡμι (ΟΛ), fut. ὀλῶ, ep. ὀλέσω, Od. 13, 399, Hes. O. 182, auch ὀλέσσω, Il. 12, 250 Od. 2, 49, aor. ὤλεσα, u. nicht augmentirt bei Hom. ὄλεσσα, ὄλεσκεν Bekker Il. 8, 270 statt ὄλεσσεν, perf. ὀλώλεκα, med. ὄλλυμαι, fut. ὀλοῦμαι, aor. ὠλόμην, ὀλέσϑαι (οὐλόμενος, s. besonders), u. der Bdtg nach dazu gehörig perf. II. ὄλωλα, sehr Späte haben auch einen aor. ὀλεσϑῆναι, vgl. Lob. Phryn. 852; – vernichten, verderben, tödten, im pass. vernichtet, getödtet werden; Ἕκτωρ ὀλλὺς Ἀργείους, Il. 10, 201; οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, 4, 451, öfter in dieser Zusammenstellung; Ἕκτωρ ἧφι βίηφι πιϑήσας ὤλεσε λαόν, richtete es zu Grunde, 22, 107; πόλιν ἔπραϑον, ὤλεσα δ' αὐτούς, Od. 9, 40; auch von leblosen Dingen, νῦν ἐφάμην νῆάς τ' ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιοὺς ἂψ ἀπονοστήσειν, Il. 8, 498, vgl. Od. 23, 319; πόλιν, 9, 188; γένος ἀμὸν ὀλέσσαι οἰκτροτάτῳ ϑανάτῳ, Pind. P. 3, 41; ἄνδρας, Ol. 1, 79; ἰοὶ προςπιτνόντες ὤλλυσαν, Aesch. Pers. 453; ναυτικὸς πεζὸν ὤλεσε στρατόν, 714; Οἰδιπόδα γένος ὠλέσατε πρυμνόϑεν, Spt. 1048, öfter; ἥδ' οὖν ϑανεῖται καὶ ϑανοῦσ' ὀλεῖ τινα, Soph. Ant. 867; νῦν γὰρ ϑεοί σ' ὀρϑοῦσι, πρόσϑε δ' ὤλλυσαν, O. C. 395; geradezu tödten, τοὺς δὲ δισσάρχας ὀλέσσας βασιλεῖς, Ai. 383, öfter; ὃ καὶ γῆν καὶ πόλεις ὄλλυσι, Eur. Or. 524, u. oft in der Bdtg »tödten«. In Prosa ist das compos. ἀπόλλυμι im Gebrauch, aber sp. D. haben das simpl. in dieser Bdtg. – Dst auch = verlieren, ohne daß die eigene Schuld daran immer hervorträte; bes. im aor. ὤλεσα, εἵως φίλον ὤλεσε ϑυμόν, Il. 11, 342 u. öfter, auch αὐτὸς δ' ὤλεσε ϑυμὸν ὑφ' Ἥκτορος, er verlor sein Leben durch Hektor, 17, 616; öfter ψυχήν, μένος, ἦτορ; ἑταίρους ὤλεσε καὶ νῆα, Od. 19, 274; ἄγραν ὤλεσα, Aesch. Eum. 143, πόνον, Ag. 54. – Med. umkommen, bes. eines gewaltsamen Todes sterben, u. verloren gehen; ὡς Ἀγαμέμνων ὤλεϑ' ὑπ' Αἰγίσϑοιο δόλῳ, Od. 3, 235; ὤλετ' ὀλέϑρῳ ἀδευκέϊ, 4, 489, öfter; auch κακὸν οἶτον ὄληαι, Il. 3, 417, wie ὀλέεσϑε κακὸν μόρον, im bösen Tode, 21, 133; von Sachen, νῦν ὤλετο πᾶσα κατ' ἄκρης Ἴλιος, ging unter, 13, 772, ὤλετο μέν μοι νόστος, 9, 413, ging verloren. wie τοῦ δ' ὤλετο νόστιμον ἦμαρ, Od. 1, 168; δόλοις ὀλούμεϑα, Aesch. Ch. 875; ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕϑεν, Suppl. 65, öfter; im opt. aor. als Verwünschungsformel, ὄλοιϑ' ὃς πόλει μεγάλ' ἐπεύχεται, Spt. 434, δυςπαλάμως ὄλοιο, Suppl. 847, wie ὀλοίμαν, ὄλοιο, ὄλοιντο, Soph. O. R. 664 El. 283 Trach. 382; ὡς ὄλοιτο παγκάκως, Eur. Hipp. 407; ὤλλυϑ' ὡς ἀναξίως, Soph. Phil. 680; ὴνίκ' ὤλλυτο πόλις, Eur. Hec. 767; κεραυνῷ ὀλέσϑαι, Andr. 1194; Arr. u. sp. D. – Das perf. ὄλωλα, ich bin untergegangen, Il. 24, 384, υἱὸς γάρ οἱ ὄλωλε μάχῃ ἔνι 15, 111; οἱ ὀλωλότες, die Todten, Aesch. Ag. 337; μαντευσόμεσϑα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος, 13401 Soph. O. R. 126 u. öfter; oft bes. bei Att, = verloren sein, zu Grunde gehen, ἐσϑίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα, Od. 4, 318; ὄλωλα τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ, Soph. El. 664; οἴχωκ', ὄλωλα, Ai. 880, öfter, wie auch sp. D., Anacr. 33, 9. – In Prosa ist das comp. ἀπόλλυμι im Gebrauch.
См. также в других словарях:
οἶκος — house masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
οίκος — ο 1. οικία, σπίτι, σπιτικό, οίκημα. 2. γένος, οικογένεια, γενιά, σόι, τζάκι: Κατάγεται από τον οίκο των Σούτσων. 3. μεγάλη οργανωμένη εμπορική επιχείρηση: Εκδοτικός οίκος. 4. (εκκλησ.), τροπάρι. 5. φρ., «οίκος Θεού», ο ναός· «οίκος τυφλών»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκός — ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) εἰκός like truth perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοχής, οίκος — Βλ. λ. πορνεία … Dictionary of Greek
Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
Λουξεμβούργου, οίκος του- — Βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Έλαβε την ονομασία της από τον πύργο Λίτσελμπουργκ, ο οποίος βρισκόταν στο δουκάτο της Λορένης. Ο πρώτος που έλαβε το όνομα αυτό ήταν ο Ζίγκφριντ, το 963, πρώτος κόμης του Λουξεμβούργου. Η γραμμή αρρενογονίας… … Dictionary of Greek
οἶκοι — οἶκος house masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶκον — οἶκος house masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης … Deutsch Wikipedia
κάτοικος — ο, η (ΑΜ κάτοικος) αυτός που έχει την κατοικία του σ έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.) αρχ. (το αρσ. πληθ.) οἱ… … Dictionary of Greek