-
21 νεο-κάτ-οικος
νεο-κάτ-οικος, = νέοικος, νεαπολίτης, Eupolis bei Poll. 9, 26.
-
22 μέτ-οικος
μέτ-οικος, umziehend, anderswohin gehend, um sich dort anzusiedeln, Her. 4, 151; dah. aus seinem Wohnsitz, aus seinem Nest vertrieben, Aesch. Ag. 58. – Der Ansiedler, der als Schutzgenosse von den Bürgern eines Ortes aufgenommen ist, ein in der Stadt lebender Fremdling, Einsasse, μέτοικος, Ἄργει δ' ἐκτίνων καλὰς τροφάς, Aesch. Spt. 530; μέτοικοι δόμων, Ch. 965; vgl. Eum. 965 Suppl. 972; ξένος λόγῳ μέτοικος, dem ἐγγενής entggstzt, Soph. O. R. 452; auch οὔτ' ἐν βροτοῖς οὔτε νεκροῖσι μέτοικος, Ant. 845; u. πρὸς οὓς ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι, 860, zu denen ich, meinen Wohnsitz verändernd, gehe. – Bes. in Athen der für das Schutzgeld μετοίκιον ohne die Gerechtsame eines eingebornen Bürgers in der Stadt lebende Fremdling, Einsasse, Thuc. 1, 143 u. öfter; im Ggstz von ἀστός, Plat. Rep. VIII, 563 a; Lys. 22, 5 u. oft bei den Rednern; Plut. u. Sp.; vgl. noch Xen. Ath. 1, 12.
-
23 νέ-οικος
νέ-οικος, neu augebau't, ἕδρα, Pind. Ol. 5, 8. – Auch = νεαπολίτης, Epicharm. bei Poll. 9, 26.
-
24 οὐρεσί-οικος
οὐρεσί-οικος, = ὀρεσίοικος, in den Bergen wohnend, Pan, Archi. 9 (VI, 181).
-
25 οὐρανο-κάτ-οικος
οὐρανο-κάτ-οικος, den Himmel bewohnend (?).
-
26 ἀπ-ωλεσί-οικος
ἀπ-ωλεσί-οικος, ὁ, Hausverderber, Verschwender, B. A. 25 μειράκιον.
-
27 ὀρεσί-οικος
ὀρεσί-οικος, = ὀρείοικος, Erkl. von ὀρεσκῷος, Hesych.
-
28 ὀρεί-οικος
ὀρεί-οικος, bergbewohnend, Schol. Eur. Phoen. 694.
-
29 ἀγρ-οῖκος
ἀγρ-οῖκος, ον, 1) das Land bewohnend, ländlich, Ar. Nub. oft βίος, 44; ὀπώρα Plat. Legg. VIII, 844 d. – 2) Dah. bäurisch, grob, ungesittet, roh (VLL. σκληρὸς καὶ ἀπαίδευτος, vgl. Theoph. Char. 8. u. ἀγρ. καὶ τῶν κατ' ἄστυ πραγμάτων οὐκ ἔμπειρος Men. in Orion Gnomcl. 419), bei Plat., der auch σοφία ἀγρ. Phaedr. 229 e sagt, verb. mit ἀνελεύϑερος, Legg. IX, 880 a; καὶ ἀπαίδευτος Theaet. 174 d; bes. ἀγρ. εἰπεῖν, einen derben, übertriebenen Kraftausdruck brauchen, wie ihn die attische Urbanität vermied; ebenso ἀγροίκως λοιδορεῖν; compar. ἀγροικοτέρως λέγειν Rep. II, 361 e; Xen. τὴν ψυχὴν-τέρως διακείμενος, grob, der nicht wiedergrüßt, Mem. 3, 13, 1; καὶ σκαιός Ephipp. com. bei Ath. XIII, 571 a. Die Gramm. unterschieden die Bedeutung durch den Accent, die meisten ἀγροῖκος für die erste bestimmend, Thom. Mag. aber erkl. ἄγροι-κος für die echt att. Form, die Bekk. auch überall aufgenommen.
-
30 ἀερί-οικος
ἀερί-οικος, Eubul. bei Ath. III, 113 e, in freier Luft wohnend.
-
31 ὀλεσί-οικος
ὀλεσί-οικος, hauszerstörend, vgl. ὠλεσίοικος, Lob. Phryn. 701.
-
32 ὁμό-οικος
-
33 ὁμο-κάτ-οικος
ὁμο-κάτ-οικος, zusammen angesiedelt, Schol. Opp. Hal. 5, 418.
-
34 ἁμάξ-οικος
ἁμάξ-οικος, auf Wagen wohnend, Strab.
-
35 ἄπ-οικος
ἄπ-οικος, ὁ, der Auswanderer, Kolonist, in Beziehung auf das Mutterland; ἔποικος in Beziehung auf die Pflanzstadt; die Alten unterscheiden ἄποικος, Ansiedler in wüstem Lande, ἔποικος, Ansiedler, nach einer schon bestehenden Stadt geschickt; überall, bes. bei Geschichtsschreibern; übertr., Aesch. χάλυβος Σκυϑῶν ἄποικος Spt. 710, aus Seythien hierher gebracht; γῆς ἄποικον πέμπειν τινά Soph. O.R. 1518, ausdem Lande vertreiben.
-
36 ἄντ-οικος
ἄντ-οικος, gegenüberwohnend, Plut. plac. phil. 4, 1.
-
37 ἄν-οικος
-
38 ἄ-οικος
-
39 ἐγ-κάτ-οικος
ἐγ-κάτ-οικος, darin wohnend, Schol. Il. 2, 125.
-
40 ἐμ-βρύ-οικος
ἐμ-βρύ-οικος, ἄγκυρα, im Seemoose wohnend, Philp. 5 (VI, 90).
См. также в других словарях:
οἶκος — house masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
οίκος — ο 1. οικία, σπίτι, σπιτικό, οίκημα. 2. γένος, οικογένεια, γενιά, σόι, τζάκι: Κατάγεται από τον οίκο των Σούτσων. 3. μεγάλη οργανωμένη εμπορική επιχείρηση: Εκδοτικός οίκος. 4. (εκκλησ.), τροπάρι. 5. φρ., «οίκος Θεού», ο ναός· «οίκος τυφλών»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκός — ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) εἰκός like truth perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοχής, οίκος — Βλ. λ. πορνεία … Dictionary of Greek
Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
Λουξεμβούργου, οίκος του- — Βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Έλαβε την ονομασία της από τον πύργο Λίτσελμπουργκ, ο οποίος βρισκόταν στο δουκάτο της Λορένης. Ο πρώτος που έλαβε το όνομα αυτό ήταν ο Ζίγκφριντ, το 963, πρώτος κόμης του Λουξεμβούργου. Η γραμμή αρρενογονίας… … Dictionary of Greek
οἶκοι — οἶκος house masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶκον — οἶκος house masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης … Deutsch Wikipedia
κάτοικος — ο, η (ΑΜ κάτοικος) αυτός που έχει την κατοικία του σ έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.) αρχ. (το αρσ. πληθ.) οἱ… … Dictionary of Greek