-
1 πολυξεστος
См. также в других словарях:
πολύξεστος — ον, Α αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξεστός (< ξέω «λειαίνω, γυαλίζω»), πρβλ. ά ξεστος, εύ ξεστος] … Dictionary of Greek
1 πολυξεστος
πολύξεστος — ον, Α αυτός που έχει ξεστεί πολύ, που έχει λειανθεί πολύ, καλογυαλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ξεστός (< ξέω «λειαίνω, γυαλίζω»), πρβλ. ά ξεστος, εύ ξεστος] … Dictionary of Greek