Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ξυστός

См. также в других словарях:

  • ξυστός — 1 shaved masc/fem nom sg ξυστός 2 walking place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστός — shaved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστός — Πάπας της Ρώμης. Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αθήνα. Ήταν πολύ μορφωμένος και έγινε πάπας Ρώμης με το όνομα Σίξτος B’ (257 – 258). Αναφέρεται ότι μαρτύρησε στις 6 Αυγούστου επί Δεκίου (249 –… …   Dictionary of Greek

  • ξυστός ή ξυστόν — Ο ισοπεδωμένος και καθαρισμένος από χόρτα και πέτρες χώρος που χρησίμευε στην αρχαία Ελλάδα για την άθληση των δρομέων. Με το πέρασμα του χρόνου, το ξ. και η παλαίστρα αποτέλεσαν τα δύο κύρια μέρη του πρωταρχικού γυμνάσιου, και τότε ο όρος ξ.… …   Dictionary of Greek

  • ξυστοί — ξυστός 1 shaved masc/fem nom/voc pl ξυστός 2 walking place masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυστούς — ξυστός 1 shaved masc/fem acc pl ξυστός 2 walking place masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστοῖς — Ξυστός shaved masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστοῖσι — Ξυστός shaved masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστοῖσιν — Ξυστός shaved masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστοί — Ξυστός shaved masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυστοῦ — Ξυστός shaved masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»