-
1 νησιώται
-
2 νησιῶται
-
3 εὔ-ληπτος
εὔ-ληπτος, leicht zu fassen, zu nehmen, zu erobern; νησιῶται Thuc. 6, 85; Sp., z. B. Luc. merc. cond. 10; πόλις εὐληπτοτέρα D. Hal. 3, 43; ἐνδιδόναι τι εὐληπτότατον, Etwas so hingeben, daß man es sehr leicht nehmen kann, Xen. Cyr. 1, 3, 8.
-
4 ναύ-ποδες
ναύ-ποδες, οἱ, erkl. Phot. οἱ νησιῶται. S. ναυσίποδες.
-
5 αληπτος
21) неприступный, неодолимый(νησιῶται Thuc.; πέτρα Plut.)
2) неуловимый(φεύγοντες Plut.)
3) непостижимый(αἰσθήσει, λογισμῷ Plut.)
-
6 ευληπτος
-
7 εὔληπτος
εὔληπτος, ον,A easily taken hold of,οὐδ' εὔληπτον εἶναι τὸ ὕδωρ J.AJ 1.16.2
, cf.Gal. UP11.5 ([comp] Sup.). Adv., τὸ ἔκπωμα εὐληπτότατα ἐνδιδόναι to give it so that one can most easily take hold of it, X.Cyr.1.3.8: metaph.,εὔ. τὰ τῆς διατριβῆς Iamb.VP7.33
.2 easy to be taken or reduced,νησιῶται Th.6.85
;ἧττον εὔ. πόλις D.H.3.43
; εὔ. ὀργῇ, κόλαξι, Ph.2.590, Plu. 2.66b; easy to gain or obtain, Luc.Merc.Cond.10; easy to apprehend,τοῖς ἀκούουσι Iamb.Protr.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔληπτος
-
8 παράλιος
A = πάραλος, by the sea,παραλία ψάμμα A.Pr. 573
(lyr.); γῆ, πόλις παραλία, E. Ion 1592, Rh. 700(lyr.);ὄρνιθες παράλιοι S.Aj. 1065
;τὰπ. τῆς Αακωνικῆς Plu.2.213a
; νησιῶται καὶ π. ib.965c ; of maritime plants, esp. sea-spurge, Euphorbia Paralias, Thphr.HP9.11.7, Dsc.4.164.6 ; of πιτύουσα, ib.165.A seacoast, seaboard, τῆς Θρηΐκης τὴν π. Hdt.7.185 ; of Epidaurus, Arist.Rh.1411a11.2 esp. of the maritime district or seaboard of Attica, between Hymettus, Brauron, and Sunium, Hdt.5.81 ; παραλία [γῆ] Th.2.56 ; ἡ χώρα ἡ π. IG2.1195 ; ἡ π. Plb.3.39.3, Str.9.1.21 ; alsoἡ παράλιος D.S.3.15
, al.III οἱ Παράλιοι, = οἱ Πάραλοι, Plu.2.805e.IV Παράλιον, τό, sanctuary of the hero Πάραλος, Rev.Et.Gr.44.294 (Attica, iv B. C.), D.49.25, Phot., AB294. [ πᾱρᾰλίη, metri gr., A.R.4.1560, D.P.253.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλιος
-
9 περικτίονες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικτίονες
-
10 συνωνέομαι
II buy up,σῖτον Lys.22.6
, X.HG 5.4.56; ;θηρία Plu.Brut.21
:—[voice] Pass.,προσέταξεν [χρυσὸν] συνωνηθῆναι POxy.2106.4
(iv A.D.):—the pf συνεώνημαι is used as [voice] Pass., ὁ συνεωνημένος [σῖτος] corn bought up, Lys.22.12; but with act. sense in D.13.30, 23.208.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνωνέομαι
См. также в других словарях:
νησιῶται — νησιώτης islander masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… … Dictionary of Greek
ναύποδες — (Μ) (κατά τον Φώτ.) «οἱ νησιῶται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς + πούς, ποδός. Έχει προταθεί η διόρθωση τής λ. σε ναυσίποδες] … Dictionary of Greek
παράλιος — α, ο / παράλιος και επικ. τ. παρράλιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στην παραλία, παραθαλάσσιος 2. το θηλ. ως ουσ. η παραλία βλ. παραλία 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράλια οι εκτάσεις μιας χώρας κοντά στη… … Dictionary of Greek