-
1 παράλιος
παράλιος, ον (ἅλς ‘sea’; Aeschyl. et al.; ins, LXX; Philo, Agr. 81; Joseph.—Also of three endings: SibOr 3, 493) pert. to being (located) alongside the sea, as subst. ἡ παράλιος, sc. χώρα (Jos., C. Ap. 1, 60) the seacoast (Polyb. 3, 39, 3; Diod S 3, 15, 41; Arrian, Anab. 1, 24, 3; 2, 1, 1; Dt 33:19; Jos., Bell. 1, 409; TestZeb 5:5 w. v.l.—ἡ παραλία as early as Hdt. 7, 185 and predom. in Polyb.; Diod S 20, 47, 2; Arrian, Anab. 3, 22, 4; 6, 15, 4; LXX; Jos., Ant. 12, 292) ἀπὸ τῆς παραλίου Τύρου καί Σιδῶνος from the seacoast district of Tyre and Sidon Lk 6:17 (cp. Diod S 11, 14, 5 ἡ παράλιος τ. Ἀττικῆς; Jos., C. Ap. 1, 61 ἡ παράλιος τ. Φοινίκης).—B. 32. DELG s.v. ἅλς. M-M. -
2 παράλιος
παράλιοςby the sea: masc nom sgπαράλιοςby the sea: masc /fem nom sg -
3 παράλιος
A = πάραλος, by the sea,παραλία ψάμμα A.Pr. 573
(lyr.); γῆ, πόλις παραλία, E. Ion 1592, Rh. 700(lyr.);ὄρνιθες παράλιοι S.Aj. 1065
;τὰπ. τῆς Αακωνικῆς Plu.2.213a
; νησιῶται καὶ π. ib.965c ; of maritime plants, esp. sea-spurge, Euphorbia Paralias, Thphr.HP9.11.7, Dsc.4.164.6 ; of πιτύουσα, ib.165.A seacoast, seaboard, τῆς Θρηΐκης τὴν π. Hdt.7.185 ; of Epidaurus, Arist.Rh.1411a11.2 esp. of the maritime district or seaboard of Attica, between Hymettus, Brauron, and Sunium, Hdt.5.81 ; παραλία [γῆ] Th.2.56 ; ἡ χώρα ἡ π. IG2.1195 ; ἡ π. Plb.3.39.3, Str.9.1.21 ; alsoἡ παράλιος D.S.3.15
, al.III οἱ Παράλιοι, = οἱ Πάραλοι, Plu.2.805e.IV Παράλιον, τό, sanctuary of the hero Πάραλος, Rev.Et.Gr.44.294 (Attica, iv B. C.), D.49.25, Phot., AB294. [ πᾱρᾰλίη, metri gr., A.R.4.1560, D.P.253.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράλιος
-
4 παραλιος
-
5 Παράλιος
Παράλιοςby the sea: masc nom sg -
6 παράλιος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παράλιος
-
7 παράλιος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παράλιος
-
8 παράλιος
α, ο [ος и ία, ον] см. παραλιακός -
9 παράλιος
приморский; как сущ. приморское селение, морское побережье.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παράλιος
-
10 παράλιος,-οσ/α,-ον
+ A 2-2-0-1-0=5 Gn 49,13; Dt 33,19; Jos 11,3(bis)(2.3); Jb 6,3near the sea, by the sea -
11 παραλίους
παράλιοςby the sea: masc acc plπαράλιοςby the sea: masc /fem acc pl -
12 παράλιοι
παράλιοςby the sea: masc nom /voc plπαράλιοςby the sea: masc /fem nom /voc pl -
13 Παραλίαις
Παράλιοςby the sea: fem dat pl -
14 Παραλίην
Παράλιοςby the sea: fem acc sg (epic ionic) -
15 Παραλίης
Παράλιοςby the sea: fem gen sg (epic ionic) -
16 Παραλίους
Παράλιοςby the sea: masc acc pl -
17 Παράλιαι
Παράλιοςby the sea: fem nom /voc pl -
18 Παράλιοι
Παράλιοςby the sea: masc nom /voc pl -
19 παραλίαις
παράλιοςby the sea: fem dat pl -
20 παραλίην
παράλιοςby the sea: fem acc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
παράλιος — by the sea masc nom sg παράλιος by the sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παράλιος — by the sea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλιος — α, ο / παράλιος και επικ. τ. παρράλιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στην παραλία, παραθαλάσσιος 2. το θηλ. ως ουσ. η παραλία βλ. παραλία 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράλια οι εκτάσεις μιας χώρας κοντά στη… … Dictionary of Greek
Ερατεινή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 726 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τολοφώνος. Άποψη του λιμανιού της Ερατεινής στη Φωκίδα. Ο παράλιος οικισμός Ερατεινή του νομού Φωκίδος βρίσκεται στη βόρεια ακτή … Dictionary of Greek
Νυδρί — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Λευκάδας. Υποστηρίζεται (κυρίως από τον Ντέρπφελντ) ότι στη θέση του Ν. βρισκόταν η πρωτεύουσα του Οδυσσέα. Βρέθηκαν ερείπια μεγάλου οικοδομήματος, που πιστεύεται ότι ήταν το ανάκτορό του, υδραγωγείου, τάφων,… … Dictionary of Greek
Σιδάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (2 τ. χλμ). Ο παράλιος οικισμός Σιδάρι στη βόρεια Κερκύρα … Dictionary of Greek
Στρατώνι — Παράλιος οικισμός (1.421 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Αρναίας, του νομού Χαλκιδικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 1.421 κάτ.). Ο παράλιος οικισμός Στρατώνι της Χαλκιδικής … Dictionary of Greek
Φοινικούντας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοινικούντας στη Μεσσηνία … Dictionary of Greek
Φρίκες — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Ιθάκης, του νομού Κεφαλληνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατρειθιά. Ο παράλιος οικοσμός Φρίκες στην Ιθάκη … Dictionary of Greek
παραλίους — παράλιος by the sea masc acc pl παράλιος by the sea masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλιοι — παράλιος by the sea masc nom/voc pl παράλιος by the sea masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)