Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παράλιος

См. также в других словарях:

  • παράλιος — by the sea masc nom sg παράλιος by the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παράλιος — by the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλιος — α, ο / παράλιος και επικ. τ. παρράλιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κοντά στην παραλία, παραθαλάσσιος 2. το θηλ. ως ουσ. η παραλία βλ. παραλία 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παράλια οι εκτάσεις μιας χώρας κοντά στη… …   Dictionary of Greek

  • Ερατεινή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 726 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τολοφώνος. Άποψη του λιμανιού της Ερατεινής στη Φωκίδα. Ο παράλιος οικισμός Ερατεινή του νομού Φωκίδος βρίσκεται στη βόρεια ακτή …   Dictionary of Greek

  • Νυδρί — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.) της Λευκάδας. Υποστηρίζεται (κυρίως από τον Ντέρπφελντ) ότι στη θέση του Ν. βρισκόταν η πρωτεύουσα του Οδυσσέα. Βρέθηκαν ερείπια μεγάλου οικοδομήματος, που πιστεύεται ότι ήταν το ανάκτορό του, υδραγωγείου, τάφων,… …   Dictionary of Greek

  • Σιδάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (2 τ. χλμ). Ο παράλιος οικισμός Σιδάρι στη βόρεια Κερκύρα …   Dictionary of Greek

  • Στρατώνι — Παράλιος οικισμός (1.421 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Αρναίας, του νομού Χαλκιδικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ., 1.421 κάτ.). Ο παράλιος οικισμός Στρατώνι της Χαλκιδικής …   Dictionary of Greek

  • Φοινικούντας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (21 τ. χλμ.). Ο παράλιος οικισμός Φοινικούντας στη Μεσσηνία …   Dictionary of Greek

  • Φρίκες — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Ιθάκης, του νομού Κεφαλληνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατρειθιά. Ο παράλιος οικοσμός Φρίκες στην Ιθάκη …   Dictionary of Greek

  • παραλίους — παράλιος by the sea masc acc pl παράλιος by the sea masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλιοι — παράλιος by the sea masc nom/voc pl παράλιος by the sea masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»