-
1 γαμος
ὅ тж. pl.1) брак, бракосочетание, супружество Hom., Hes., Pind., Trag., Plat., Arst., Luc.ἄγειν τινὰ ἐπὴ γάμῳ Xen. и πρὸς γάμον Plut. — взять кого-л. в жены
2) свадьба, брачный пир(γάμον τεύχειν Hom.; γάμους ἑστιᾶν Isae., Arst.; εἰς γάμον τινὸς ἐλθεῖν Eur.)
3) половые сношения, сожительство(Πανὸς γάμοι Eur.; μεθημερινοὴ γάμοι Dem.)
-
2 αρτικροτεομαι
( о браке) заключаться(ἀρτικροτοῦνθ΄ - v. l. ἠρτικροτοῦνθ΄ - οἱ γάμοι Men.)
-
3 αφθογγος
21) безмолвный, бессловесный, немой HH., Her., Trag., Plut.2) несказанный, т.е. священный(γάμοι Soph.)
-
4 δυσγαμος
-
5 εκουσιος
3 и 21) ( о лицах) действующий по своей волеἑκουσίῳ τρόπῳ Eur. — добровольно;
ἥμαρτεν οὐχ ἑ. Soph. — он совершил невольную ошибку;ἑ. ἢ ἄκων Soph. — по доброй воле или насильно;ἑ. ἀπέθανε Thuc. — он покончил жизнь самоубийством2) ( о действиях) добровольный, умышленный, (пред)намеренный(βλάβαι Soph.; φυγή Eur.; ἀδικήματα Plat.; πράξεις Arst.; γάμοι Plut.)
κινεῖσθαι τὰς ἑκουσίας κινήσεις Arst. — совершать произвольные движения - см. тж. ἑκούσια, ἑκουσία и ἑκούσιον -
6 επαξιος
2 и 31) достойный, заслуживающий, стоящий(τῆς δίκης Aesch.; θαυμάτων Eur.; σπουδῆς οὐ πολλῆς τινος ἐ. Plat.)
ἐ. κατοικτίσαι Soph. — достойный сожаления2) подобающий, приличествующий(γάμοι Soph.)
3) заслуживающий упоминания(νόμιμα Her.). οὐκ ἐπάξια Plut. пустяки
4) доставшийся по заслугам, заслуженный(στέφανος Pind.; ἄλγος Aesch.)
κυρεῖν τῶν ἐπαξίων Aesch. — получить по заслугам -
7 εσθλος
дор. ἐσλός 31) хороший, отличный, славный(ἑταῖρος, ἵπποι Λαομέδοντος Hom.)
2) храбрый, мужественный(ἡγεμών Hom.)
3) славный, благородный, знатный(πατήρ Soph.; δώματα Eur.)
ἐσθλῶν κακός Soph. — дурной отпрыск славных предков4) богатый(βροτός Hes.)
5) дорогой, (драго)ценный(ἀγάλματα, κτήματα, κειμήλια Hom.)
6) благой, добрый, благожелательный(ἔπος Hom.)
7) предвещающий счастье, благоприятный(ὄρνιθες, ὕπαρ Hom.; ὕπνος Soph.)
8) счастливый(τύχη Soph.; γάμοι Eur.)
9) целительный(φάρμακα Hom.)
ἐσθλὸν Διὴ χεῖρας ἀνασχέμεν Hom. — полезно воздевать руки к Зевсу10) преданный, верный(δωμάτων χύων Aesch.; εἴς τινα Soph.)
11) разумный, мудрый(βουλή Hom.)
12) искусный, опытный(ἐν σταδίῃ Hom.)
-
8 ευναιος
31) находящийся в своей норе(λαγώς Xen.)
2) сидящий в своем гнезде(πτέρυγες Anth.)
3) ведущий к логовищу(ἴχνη Xen.)
4) относящийся к брачному ложу или к бракосочетанию, брачныйεὐναῖοι γάμοι Aesch. — брачный союз
5) соединенный брачными узами(δάμαρ Aesch.; γαμέτης Eur.)
6) благоприятствующий бракам, сочетающий брачными узами(Κύπρις Eur.)
7) приковывающий к постели(λύπη Eur.)
8) делающий устойчивым, направляющий(πηδάλια Eur.)
-
9 θεογονος
-
10 θηρασιμος
-
11 μεθημερινος
-
12 μιαιφονος
21) обагренный кровью, запятнанный убийством(χεῖρες Eur.; γάμοι Soph.; ἐξώλης καί μ. Plut.)
τέκνυιν μ. Eur. — детоубийца2) кровожадный(Ἄρης Hom.; τυραννίς Her.)
-
13 μυσαχθης
-
14 ναυκληρικος
I3судовладельческий, т.е. обычный у моряков, свойственный мореходам(γάμοι Luc.)
IIὅ мореплаватель, мореход Plut. -
15 νεοδμης
-
16 οικοσιτος
-
17 ολεθριος
1) несущий гибель, губительный, пагубный(ἦμαρ Hom.; γάμοι Πάριδος Aesch.; ἐπιτήδευμα Plat.)
ψῆφος ὀλεθρία Aesch. — смертный приговор2) погибший, несчастный Soph., Luc.3) негодный, пропащий(ἀγεννεῖς καὴ ὀλέθριοι Luc.)
-
18 ψευδονυμφευτος
-
19 αδαμάντινος
η, ο[ν]1) сделанный из алмазов, алмазный; 2) бриллиантовый; украшенный, усыпанный бриллиантами; 3) твёрдый как сталь; 4) честный, неподкупный;§ αδαμάντινοι γάμοι — шестидесятая годовщина свадьбы, бриллиантовая свадьба
-
20 αργυρούς
α, ούν см. αργυρός;§ αργυροί γάμοι — серебряная свадьба
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γάμοι — γάμος wedding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Omega — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι … Deutsch Wikipedia
Wanderer, kommst du nach Sparta — Omega Inhaltsverzeichnis 1 Ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. 2 Ὦ γάμοι, γάμοι … Deutsch Wikipedia
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
αδαμάντινος — η, ο (Α ἀδαμάντινος, ίνη, ινον) [ἀδάμας] νεοελλ. 1. ο κατασκευασμένος από αδάμαντα ή ο στολισμένος με διαμάντια, διαμαντένιος 2. ο σκληρός, στερεός ή διαυγής σαν διαμάντι 3. φρ. «αδαμάντινοι γάμοι», η εξηκοστή επέτειος τών γάμων ενός ζευγαριού… … Dictionary of Greek
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Γαμηλιών — Ο έβδομος μήνας στο αττικό και στο δήλιο ημερολόγιο, που συμπίπτει περίπου με την περίοδο 15 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου. Το όνομα Γ. προήλθε από τη συνήθεια να γίνονται οι γάμοι κατά τον μήνα αυτό, που ήταν ιερός της Ήρας Γαμηλίας, προστάτιδας… … Dictionary of Greek
ολέθριος — α, ο (ΑΝ ὀλέθριος, ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) [όλεθρος] αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, καταστροφή, ο καταστρεπτικός («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ ἐπέσπον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο ετοιμοθάνατος β) χαμένος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek