-
1 εξαγω
(fut. ἐξάξω, aor. 2 ἐξήγαγον)1) выводить, уводить, вести(τινὰ μάχης и ἐκ μεγάροιο Hom.; τινὰ τήνδε τέν ὁδόν Soph.; τινὰ ἐπ΄ ἀνθηρὸν δάπεδον Arph.; τινὰς ἐς μάχην Her.)
2) отправляться, идти(ἐπὴ θήραν Xen.)
3) ( о шествии) совершать, справлять(τὸν μυστικὸν Ἴακχον Plut.)
4) (sc. στρατόν) выводить войско, выступать в походγνόντες δὲ ταῦτα ἐξάγουσι Xen. — приняв эти решения, они выступают в поход
5) вести на казнь(τινά Her., Xen.)
6) вывозить:(πολλὰ τάλαντα ἐκ τῆς πόλεως Thuc.; σῖτον παρά τινος Dem.)
7) похищать, (тайно) увозить(τινὰ ἀνδράποδον Lys.)
8) выводить прочь, удалять из организма(περίττωσιν Plut.)
9) отводить(ὕδωρ τάφροις Xen.)
10) вызывать, исторгать(τινὴ δάκρυ Eur. и δάκρυον Plut.; med. γέλωτα ἔκ τινος Xen.)
ἐξάγεσθαι πῦρ ἔκ τινος Xen. — высекать огонь из чего-л.11) med. влечь за собой, причинять12) производить, рождать(τινὰ πρὸ φόωσδε Hom.; σκύμνους Arst.)
13) выводить, высиживать (sc. νεοττούς Arst.)14) высовывать15) удалять, изгонять(τινά Dem.; τὸ ὑγρὸν ὑπὸ τοῦ θερμοῦ Arst.)
16) производить (на свет), приносить(καρπόν Soph. ap. Plut.)
17) продвигать(ἔξω τέν αἱμασιάν Dem.)
18) проводить, строитьὁ περίβολος πανταχῇ ἐξήχθη τῆς πόλεως Thuc. — ограда была построена вокруг всего города
19) проводить (в жизнь), претворять(εἰς ἔργον τὸ πρόβλημα Plut.)
20) направлять21) приводить, доводить(τινὰ ἐπ΄ οἶκτον Eur.)
ἐξαχθῆναι ὀλοφύρασθαι ὑπέρ τινος Lys. — быть вынужденным оплакивать что-л.;εἰς ἅπασαν αἰσχύνην ἐξαχθῆναι Plut. — быть доведенным до крайнего позора22) побуждать, возбуждать, вовлекать, увлекать(τινὰ ἐπὴ τὰ πονηρότερα Thuc.; τὸν δῆμον πρὸς ἀπόστασιν Plut.; ἐξαχθεὴς πρᾶξαί τι Dem.)
ταῦτα ἐπὴ πλέον ἐξήχθημεν εἰπεῖν Plat. — здесь мы расширили рамки своего обсуждения;23) выводить, освобождать(ἀχέων τινά Pind.; τὰ ποιήματα τοῦ μύθου Plut.)
24) лишать(τινά τοῦ βίου и τοῦ ζῆν Plut. или ἐκ τοῦ ζῆν Polyb.; med. φρενῶν τινα Eur.)
25) лишать жизни, умерщвлятьἑαυτὸν ἐ. Plut. — покончить жизнь самоубийством;
νόσος αὐτοὺς ἐξήγαγεν Plut. — болезнь унесла их26) кончаться(οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐξάγουσιν Epicur. ap. Plut.)
27) передавать, выражатьπερὴ τούτων ἐμαυτὸν οὕτως ἐξάγω Diog.L. — относительно них вот мои указания -
2 θελκτηριος
21) околдовывающий, волшебный(φίλτρα ἔρωτος Eur.)
2) чарующий, полный обаяния(ὄμματος τόξευμα Aesch.)
3) завлекающий, обольстительный(μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.)
4) успокаивающий, умиротворяющий(μύθου μῦθος θ. Aesch.)
-
3 καταλειπω
эп. καλλείπω (эп. fut. тж. καλλείψω, aor. 2 κατέλιπον, pf. καταλέλοιπα; pass.: fut. καταλειφθήσομαι, aor. κατελείφθην, pf. καταλέλειμμαι) тж. med.1) оставлять(τινὰ παρ΄ ὄχεσφιν Hom.; ἄφοδόν τινι Xen.; στενέν διέξοδον καταλιπέσθαι Plat.; ἑαυτῷ τι Arst.)
ὅ στρατὸς καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ Her. — оставленная (для несения охраны) часть войска;κατελείφθη μόνος NT. — он остался один;διαλαβεῖν εἰς δύο, ὥστε μηδὲν καταλιπεῖν μέσον Arst. — разделить пополам без остатка2) оставлять на поле сражения, т.е. терять убитыми(πολλους Τρώων Hom.)
3) покидать, бросать(Ἀχαιούς, πόλιν Hom.; οἰκίας τε καὴ ἱερά Thuc.)
κ. σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι Hom. — бросить плот на произвол ветров;ἀλλ΄ ἀντιάζω, μή με καταλίπῃς μόνον Soph. — но прошу тебя, не покидай меня одного4) оставлять после себя или в наследство(τινὴ ὀδύνας τε γόους τε Hom.; αἰδῶ παισίν, οὐ χρυσόν Plat.; δύο θυγατέρας Arst.)
τὰ ἐν μύθου σχήματι καταλελειμμένα τοῖς ὕστερον Arst. — перешедшее в форме мифа к позднейшим поколениям5) оставлять, сохранять, сберегать(ὀκτὼ μόνους, sc. ἄνδρας Xen.; τριτάτην μοῖραν Arst.; ἑπτακισχιλίους ἄνδρας ἑαυτῷ NT.)
τὰ μὲν ἄλλα περιῄρει, κατέλειπε δὲ τὸ εὐδαίμονας ποιεῖν Xen. — (Сократ) отбрасывал все другое и интересовался лишь тем, как сделать счастливыми (людей);καταλείπεσθαι ἑαυτῷ Xen. — сохранить для самого себя6) предоставлять -
4 ξυλλαμβανω
1) собирать, соединять, объединять(τοὺς περιγενομένους τῆς στρατιῆς Her.; ἁπάσας τὰς δυνάμεις Plat.)
ἑνὴ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν Her. — чтобы охватить все (это) в одном слове, т.е. одним словом, короче говоря;ξ. εἰς ταὐτό Plat. — объединять в одну группу, сводить воедино2) закрывать(τὸ στόμα τε καὴ ὀφθαλμούς Plat.)
σ. τὸ στόμα τινός Arst. — зажимать рот кому-л.3) забирать (с собою), уводить(τινά Soph., Eur., Arph., NT.)
ξ. ἑαυτὸν ἐκ τῆς γῆς Soph. — поспешно уходить из страны4) захватыватьσ. τινὰ ζῶντα Eur. — захватывать кого-л. живьем;
σ. τινὰ ὅμηρον Eur. — брать кого-л. в качестве заложника;κόμην συλλαβεῖν χερί Soph. — схватиться руками за волосы;συλλαβεῖν τέττιγα τοῦ πτεροῦ Luc. — поймать цикаду за крылышко5) задерживать, подвергать аресту(τινά Soph.)
6) охватыватьπάντα σ. τὸν λόγον Her. — охватывать вопрос полностью;
ξ. τῷ λόγῳ τι Plat. — выражать что-л. словами7) усваивать(τέν Ἑλλάδα γλῶσσαν Her.)
ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν Eur. — обладательница неумолимого сердца, жестокосердая8) постигать, понимать(τι Plat.)
σ. τὸ χρηστήριον Her. — понять смысл прорицания9) принимать в себя(τὸ σπέρμα Arst.)
συλλαβεῖν τὸ ἔμβρυον Luc. — понести, забеременеть10) становиться беременной(τὸ θῆλυ συλλαμβάνει Arst.; συνέλαβεν ἥ γυνέ αὐτοῦ NT.)
11) тж. med. помогать, оказывать поддержку(τοῖς ἀθύμοις Soph.; τῇ πόλει Arph.; τινί NT.)
σ. τινί τινι Dem. — помогать кому-л. чем-л.;νόσου κάμνοντι συλλαβέσθαι Soph. — помочь больному в его страданиях;οὐχ ἥκιστα συλλαβεῖν τινος Thuc. — немало способствовать чему-л.;συλλαβέσθαι τοῦ στρατεύματος Her. — принять участие в походе;ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου Plat. — помогите мне в (моем) повествовании -
5 προαγωνιστης
-
6 συλλαμβανω
1) собирать, соединять, объединять(τοὺς περιγενομένους τῆς στρατιῆς Her.; ἁπάσας τὰς δυνάμεις Plat.)
ἑνὴ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν Her. — чтобы охватить все (это) в одном слове, т.е. одним словом, короче говоря;ξ. εἰς ταὐτό Plat. — объединять в одну группу, сводить воедино2) закрывать(τὸ στόμα τε καὴ ὀφθαλμούς Plat.)
σ. τὸ στόμα τινός Arst. — зажимать рот кому-л.3) забирать (с собою), уводить(τινά Soph., Eur., Arph., NT.)
ξ. ἑαυτὸν ἐκ τῆς γῆς Soph. — поспешно уходить из страны4) захватыватьσ. τινὰ ζῶντα Eur. — захватывать кого-л. живьем;
σ. τινὰ ὅμηρον Eur. — брать кого-л. в качестве заложника;κόμην συλλαβεῖν χερί Soph. — схватиться руками за волосы;συλλαβεῖν τέττιγα τοῦ πτεροῦ Luc. — поймать цикаду за крылышко5) задерживать, подвергать аресту(τινά Soph.)
6) охватыватьπάντα σ. τὸν λόγον Her. — охватывать вопрос полностью;
ξ. τῷ λόγῳ τι Plat. — выражать что-л. словами7) усваивать(τέν Ἑλλάδα γλῶσσαν Her.)
ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν Eur. — обладательница неумолимого сердца, жестокосердая8) постигать, понимать(τι Plat.)
σ. τὸ χρηστήριον Her. — понять смысл прорицания9) принимать в себя(τὸ σπέρμα Arst.)
συλλαβεῖν τὸ ἔμβρυον Luc. — понести, забеременеть10) становиться беременной(τὸ θῆλυ συλλαμβάνει Arst.; συνέλαβεν ἥ γυνέ αὐτοῦ NT.)
11) тж. med. помогать, оказывать поддержку(τοῖς ἀθύμοις Soph.; τῇ πόλει Arph.; τινί NT.)
σ. τινί τινι Dem. — помогать кому-л. чем-л.;νόσου κάμνοντι συλλαβέσθαι Soph. — помочь больному в его страданиях;οὐχ ἥκιστα συλλαβεῖν τινος Thuc. — немало способствовать чему-л.;συλλαβέσθαι τοῦ στρατεύματος Her. — принять участие в походе;ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου Plat. — помогите мне в (моем) повествовании -
7 τελευτη
дор. τελευτά (τᾱ) ἥ1) окончание, завершение, конец(μύθου Hom.; νόστου Pind.)
τελευτέν ποιῆσαι Hom. — положить конец, прекратить;τελευτέν ἔχειν Plat. — иметь конец, кончаться;ἐπὴ τελευτῇ τοῦ βίου Plat. — на исходе жизни;ἐς τελευτήν HH., Hes., Soph., ἐπὴ τελευτῆς Plat. и ἐν τελευτῇ Pind., Aesch. — на исходе, в конце2) исполнение, осуществление(θεσφάτων Aesch.)
3) развязка, результат, последствия(πράγματος Pind.; γάμου Aesch.)
4) окраина, край, оконечностьτελευταὴ τῆς Λιβύης Her. — окраины Ливии;
ἐκ μέσου πρὸς τὰς τελευτάς Plat. — от центра к периферии5) конец, кончина, смерть Pind., Soph., Thuc., Plat., Xen. etc.
См. также в других словарях:
μυθοῦ — μῡθοῦ , μυθέομαι speak pres imperat mp 2nd sg (attic) μυθέω speak pres imperat mp 2nd sg (attic) μῡθοῦ , μυθόομαι pres imperat mp 2nd sg μῡθοῦ , μυθόομαι imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθου — μύ̱θου , μῦθος word masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιάσων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος των Φερών της Θεσσαλίας (; – 370 π.Χ.). Διαδέχθηκε το 378 π.Χ. τον πατέρα ή πεθερό του, Λυκόφρονα. Υπήρξε μαθητής του Αθηναίου σοφιστή Γοργία, του ρήτορα Ισοκράτη και άλλων σοφιστών, και παραδεχόταν την… … Dictionary of Greek
Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek