-
1 λείπω
λείπω / κατα|λείπω / ὑπο|λείπω оставлять; покидать; неперех. исчезать, недоставать λείπω, λείψω, ἔλιπον, λέλοιπα | λέλειμμαι, ἐλείφθην -
2 λειπω
(aor. 2 ἔλιπον, поздн. aor. 1 ἔλειψα, pf. λέλοιπα, эп. inf. aor. λιπέειν; pass.: fut. λειφθήσομαι, aor. ἐλείφθην, pf. λέλειμμαι fut. 3 λελείψομαι) тж. med.1) оставлять, покидать(Ἑλλάδα, Τρῶας καὴ Ἀχαιούς, δώματα Hom.; med. τινος и ἀπό τινος Her.)
λ. βίον ὑπό τινος Plat. — погибнуть от чьей-л. руки;ψυχέ λέλοιπεν Hom. — жизнь оставила (его);σοῦ λελειμμένη Soph. — покинутая тобой (Исмена);λ. τάξιν Plat., Arst.; — оставлять строй, дезертировать2) оставлять после себя (умирая)(σκῆπτρόν τινι Hom.; θυγατέρας Plat.; εὔκλειαν ἐν δόμοισι Aesch.; med.: μνημόσυνα Her.; διαδόχους ἑαυτῷ Plut.)
3) истощаться, кончаться4) недоставать, не хватать(τὰ λείποντα ἐπιδιορθῶσαι NT.; τι λείπει αὐτοῖς; Polyb.)
τριάκοντα ἔτη λείποντα δυοῖν Polyb. — тридцать лет без двух;μικρῷ λείπουσι ἑπτακοσίοις σκάφεσι Polyb. — почти с семьюстами лодок5) пренебрегать, отказываться, уклоняться(τέν μαρτυρίαν Dem.; med. τῆς ναυμαχιης Her.)
λ. φόραν Xen. — не платить подати;λ. ὅρκον Dem. — отказываться принести присягу6) исчезать, выпадать7) med.-pass. оставатьсяτὸ λειπόμενον и τὸ λειφθέν Arst. = τὸ λοιπόν I;
τριτάτη ἔτι μοῖρα λέλειπται Hom. — оставалась еще третья часть (ночи);λείπεται Plat. — остается (сказать, добавить, предположить и т.п.)8) med.-pass. оставаться в живых, уцелевать(πολλοὴ μὲν δάμεν, πολλοὴ δὲ λίποντο Hom.)
στρατὸν λελειμμένον δορός Aesch. — уцелевшее от (вражеского) оружия войско9) med.-pass. оставаться позади, отставатьμέ λ. τινος Thuc. — не отставать от кого-л.;ἐς δίσκουρα λελεῖφθαι Hom. — отстать на расстояние дискового броска;τοῦ καιροῦ λειπόμενοι Xen. — не поспевающие, отстающие10) med.-pass. отставать (в чём-л), уступать, оказываться слабееλ. τινός τι, τινος ἔς τι и ἔν τινι Her., τινος περί τι Polyb., τινός τινος Eur. и τινός τινι Aesch., Plut.; — уступать кому-л. в чем-л.;
λ. πλήθει τινός Xen. — уступать кому-л. в численности;λ. μάχῃ Aesch. — быть побежденным в бою;ταῦτα οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων Xen. — ты знаешь это нисколько не хуже, чем я11) med.-pass. не знать, не понимать(τῶν βουλευμάτων τινός Eur.)
λελειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Eur. — я не сведущ в эллинских законах12) med.-pass. не иметь, быть лишенным(τέκνων Eur.; κτεάνων καὴ φίλων Pind.)
γνώμας λειπόμενος σοφᾶς Soph. — лишенный здравого смысла -
3 καταλείπω
λείπω / κατα|λείπω / ὑπο|λείπω оставлять; покидать; неперех. исчезать, недоставать λείπω, λείψω, ἔλιπον, λέλοιπα | λέλειμμαι, ἐλείφθην -
4 ὑπολείπω
λείπω / κατα|λείπω / ὑπο|λείπω оставлять; покидать; неперех. исчезать, недоставать λείπω, λείψω, ἔλιπον, λέλοιπα | λέλειμμαι, ἐλείφθην -
5 καταλειπω
эп. καλλείπω (эп. fut. тж. καλλείψω, aor. 2 κατέλιπον, pf. καταλέλοιπα; pass.: fut. καταλειφθήσομαι, aor. κατελείφθην, pf. καταλέλειμμαι) тж. med.1) оставлять(τινὰ παρ΄ ὄχεσφιν Hom.; ἄφοδόν τινι Xen.; στενέν διέξοδον καταλιπέσθαι Plat.; ἑαυτῷ τι Arst.)
ὅ στρατὸς καταλελειμμένος τοῦ ἄλλου στρατοῦ Her. — оставленная (для несения охраны) часть войска;κατελείφθη μόνος NT. — он остался один;διαλαβεῖν εἰς δύο, ὥστε μηδὲν καταλιπεῖν μέσον Arst. — разделить пополам без остатка2) оставлять на поле сражения, т.е. терять убитыми(πολλους Τρώων Hom.)
3) покидать, бросать(Ἀχαιούς, πόλιν Hom.; οἰκίας τε καὴ ἱερά Thuc.)
κ. σχεδίην ἀνέμοισι φέρεσθαι Hom. — бросить плот на произвол ветров;ἀλλ΄ ἀντιάζω, μή με καταλίπῃς μόνον Soph. — но прошу тебя, не покидай меня одного4) оставлять после себя или в наследство(τινὴ ὀδύνας τε γόους τε Hom.; αἰδῶ παισίν, οὐ χρυσόν Plat.; δύο θυγατέρας Arst.)
τὰ ἐν μύθου σχήματι καταλελειμμένα τοῖς ὕστερον Arst. — перешедшее в форме мифа к позднейшим поколениям5) оставлять, сохранять, сберегать(ὀκτὼ μόνους, sc. ἄνδρας Xen.; τριτάτην μοῖραν Arst.; ἑπτακισχιλίους ἄνδρας ἑαυτῷ NT.)
τὰ μὲν ἄλλα περιῄρει, κατέλειπε δὲ τὸ εὐδαίμονας ποιεῖν Xen. — (Сократ) отбрасывал все другое и интересовался лишь тем, как сделать счастливыми (людей);καταλείπεσθαι ἑαυτῷ Xen. — сохранить для самого себя6) предоставлять
См. также в других словарях:
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… … Wikipédia en Français
Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
διαλείπω — (AM διαλείπω) [λείπω] υπάρχω ή γίνομαι κατά διαστήματα νεοελλ. (μτχ.) (για ασθένεια, σύμπτωμα ή φαινόμενο) διαλείπων, ουσα, ον αυτός που επαναλαμβάνεται κατά χρονικά διαστήματα αρχ. μσν. 1. παραλείπω, σταματώ να κάνω κάτι 2. αφήνω, εγκαταλείπω… … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… … Dictionary of Greek
μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
χώρα — Oνομασία 5 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.) στον οποίο υπάγονται και οι οικισμοί Δωδεκάμετρο (υψόμ. 170 μ.) και Εληά (υψόμ. 200 μ.). 2.… … Dictionary of Greek