-
1 μηκή
μηκάομαιbleat: pres subj mp 2nd sg (doric)μηκάομαιbleat: pres ind mp 2nd sg (doric)μηκάζωfut ind mid 2nd sg (doric)μηκάζωfut ind act 3rd sg (doric)μηκήfem dat sg (attic epic ionic) -
2 μηκῇ
μηκάομαιbleat: pres subj mp 2nd sg (doric)μηκάομαιbleat: pres ind mp 2nd sg (doric)μηκάζωfut ind mid 2nd sg (doric)μηκάζωfut ind act 3rd sg (doric)μηκήfem dat sg (attic epic ionic) -
3 μηκή
μηκήfem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 μήκη
μή̱κη, μῆκοςlength: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)μή̱κη, μῆκοςlength: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
5 μηκή
-
6 μήκ'
μηκά, μηκάςbleating one: fem voc sgμηκά̱, μηκήfem nom /voc /acc dualμηκά̱, μηκήfem nom /voc sg (doric aeolic)μηκαί, μηκήfem nom /voc pl -
7 αμφιμήκη
ἀμφῑμήκη, ἀμφί-ἱμάωdraw up: plup ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)ἀμφῑμήκη, ἀμφί-ἱμάωdraw up: plup ind act 1st sg (attic ionic) -
8 ἀμφιμήκη
ἀμφῑμήκη, ἀμφί-ἱμάωdraw up: plup ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)ἀμφῑμήκη, ἀμφί-ἱμάωdraw up: plup ind act 1st sg (attic ionic) -
9 μῆκος
A length, of a club, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος so large was it in length, so large in thickness, Od. 9.324;φιλότης ἴση μ. τε πλάτος τε Emp.17.20
, cf. Hdt.1.181, etc.;ἐς μῆκος Id.2.155
;εἰς τὸ μῆκος LXX Ge.12.6
;ἐν μήκει καὶ πλάτει καὶ βάθει Pl.Sph. 235d
, cf. Gorg.3, Arist.Ph. 209a5; ἐπὶ μῆκος lengthwise,ἐπὶ μ. ἔκτασις Id.HA 504a15
, al.;κατὰ μῆκος Id.Mete. 387a2
;μ. ὁδοῦ A.Fr. 378
, Hdt.1.72, etc.;πλοῦ Th.6.34
; μᾶκος ἔδικε threw a long distance, Pi.O.10(11).72: pl.,μήκη καὶ βάθη καὶ πλάτη Pl.Plt. 284e
, cf. Iamb.Comm.Math.26; τὰ μεγάλα μ. great lengths, Pl.Prt. 356d.b height, of a wall, Ar.Av. 1130; of persons, stature, Od.20.71; μῆκος in height, 11.312;εἰς μ. αὐξάνεσθαι X.Lac.2.6
.c generally, μήκει in linear measurement, Pl.Tht. 147d, cf. 148a; linearity, one-dimensional magnitude, opp. ἐπίπεδον, βάθος, Id.Lg. 817e: in Arith., in the first power, Theol.Ar.3,4.2 of Time,μ. χρόνου A.Pr. 1020
;ἐν μ. χρόνου S.Tr.69
; ; μ. λόγου, μ. τῶν λόγων, a long speech, A.Eu. 201, S.OC 1139;ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Th.4.62
; μῆκος at length,εἰπέ μοι μὴ μ., ἀλλὰ σύντομα S. Ant. 446
.3 of Size or Degree, greatness, magnitude,ὄλβου Emp. 119
; μῆκος in greatness,ἔοικεν ἄλλῃ μ. οὐδὲν ἡδονῇ S.Ant. 393
.6 first line of phalanx, Ascl.Tact.2.5. (From same Root as μακρός. Hence μήκιστος, [comp] Sup. of μακρός.) -
10 μηκών
μη̱κῶν, μῆκοςlength: neut gen pl (attic epic doric)μηκάζωfut part act masc voc sgμηκάζωfut part act neut nom /voc /acc sgμηκάζωfut part act masc nom sg (attic epic ionic)μηκήfem gen pl -
11 μηκῶν
μη̱κῶν, μῆκοςlength: neut gen pl (attic epic doric)μηκάζωfut part act masc voc sgμηκάζωfut part act neut nom /voc /acc sgμηκάζωfut part act masc nom sg (attic epic ionic)μηκήfem gen pl -
12 μηκάς
μηκάςbleating one: fem nom sgμηκά̱ς, μηκήfem acc pl -
13 διωλύγιος
A immense, enormous,μήκη δ. Pl.Lg. 890e
;μακρὰ.. καὶ δ. φλυαρία Id.Tht. 162a
(Sch. expl. both by περιβόητος and σκοτεινός); πράγματα Is.Fr. 123
;μακρὸς ὁ λόγος καὶ δ. Jul.Or.2.101d
;κῦμα δ. Call.Fr. 111
;ἤπειρος A.R.4.1258
; ;τιμαί Them.Or.11.146b
; πνεῦμα δ., of a water-clock striking, perh. far-sounding, AP7.641 (Antiphil.); loud, piercing,φθέγμα θρηνῶδες καὶ δ. Agath.1.12
: neut. as Adv.,δ. ἀνῴμωζον J.BJ7.6.4
;δ. ἀνεβόησεν Charito 3.3
, Lib.Decl.26.47. (Etym. unknown: expld. by ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα καὶ σφοδρόν, διατεταμένον, Hsch.; by μέγα καὶ ἐπὶ πολὺ διῆκον, Suid.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωλύγιος
-
14 παραλλάσσω
A , Plu.Cim.1, Arr.Epict.3.21.23 :— cause to alternate, π. τοὺς ὀδόντας make the alternate teeth of the saw stand contrary ways, Thphr.HP5.6.3 ; π. τὰς ἀρχάς make the ends [ of the bandages] overlap or cross, Hp.Fract. 29 ; παραλλάξας having transposed [ the two], Pl.Tht. 193c ; π. τῶν αἰσθήσεων τὰ σημεῖα transpose, interchange the impressions received from the senses, ib. 194d ; ἐὰν παραλλάξῃ τὴν τομήν transposes the caesura, Heph. 15.18 :—[voice] Pass., overlap, of the ends of broken bones, Hp.Fract.31 ; ὀδόντες παρηλλαγμένοι (in persons with hollow palate) Id.Epid.6.1.2.2 change, alter, ὀλίγα π. Hdt.2.49 ; μίαν μόνον συλλαβὴν π. Aeschin.3.192, cf. Arist. Top. 119a15 ; esp. alter for the worse,π. φρένας χρηστάς S.Ant. 298
; twist,τὸν λόγον Chrysipp.Stoic.2.258
:—freq. in [voice] Pass., to be altered,πολὺ παρηλλάχθαι τὴν ἔξοδον πρὸς τὸν εἰθισμένον καιρόν Plb.5.56.11
, etc.;τὸ κίνημα παρηλλαγμένον τῆς συνηθείας Id.7.17.7
: hence παρηλλαγμένος, η, ον, strange, extraordinary, Id.2.29.1, 3.55.1;παρηλλαγμένους τοῖς μεγέθεσιν ὄφεις D.S. 17.90
; ὑποδήματα π. peculiar footwear, Satyr.1.3 of Place, pass by or beyond,ἐνέδραν X.HG5.1.12
, Plb.5.14.3, etc.;ὅταν τὸ ὕδωρ παραλλάξῃ τὸ χωρίον D.55.17
; elude, avoid, Plu.Cam. 25 ; so Astrol., τὴν διάμετρον ἀκτῖνα π. Vett. Val.142.5 ; also, get rid of,διακρούσασθαι καὶ π. τὸ πάθος Plu.Caes.41
.4 go beyond, surpass,τῷ τάχει π. τὰ ἄστρα Arist.Mete. 342a33
; exceed in point of time,τὴν παιδικὴν ἡλικίαν Plu.Alc.7
, Cim.1 : c. acc. pers. et gen. rei, γραμμέων συνθέσιος οὐδείς κώ με παρήλλαξεν [Democr.] 299.II intr., deviate from one another, of two tunnels or the like , which start from opposite directions, and, instead of meeting, miss each other,ὀλίγον τι π. τῆς χώρης Hdt.2.11
; of bones, ἄρθρον παραλλάξαν displaced, Hp.Art.17 ; πόροι παραλλάττοντες deviating, not in line, opp. κατάλληλοι, Arist.Pr. 905b8, cf. 890b39.3 differ or vary from,τῶν πολλῶν.. δικαίων Pl.Lg. 957b
;πολύ τι τῶν ἄλλων Thphr.HP4.10.5
; τῶν προκειμένων Hdn.Gr.2.948 ;παραλλάξουσιν ἀλλήλων κατὰ παρρησίαν Phld.Lib.p.43
O.;π. ἀπότινος Arr.Epict.3.21.23
: abs., differ, vary,ὀλίγον παραλλάσσοντες Hdt.7.73
;ἡ χρεία π. μικρόν Arist.Pol. 1254b24
;μήκη παραλλάττοντα Epicur.Ep.2p.43U.
;μικρὸν ταῖς γλώτταις Str.4.1.1
;π. κατὰ τὰς ὀσμὰς καὶ τοὺς χυλούς Thphr.HP1.12.3
;τοσοῦτον τῆς δόξης παραλλαττούσης Isoc.9.25
; τὸ παρηλλαχός the changeable, Chrysipp.Stoic.3.129 ; also, of persons, οἱ παρηλλαχότες those whose character has changed, ib. 125.b impers., οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως it makes no small difference, Pl.Tht. 169e.4 π. τοῦ σκοποῦ go aside from the mark, ib. 194a : metaph.,π. τῶν φρενῶν Lys.Fr.90
: abs., οὐχ ὑπὸ γήρως οὐδὲ νόσου π. Plu.Luc.43.5 change direction, of the wind, Arist.Pr. 945a36 ; deviate from the straight course,παραλλάξαντι ἐξ Ἀβύδου ὡς ἐπὶτὴν Προποντίδα Str.13.1.22
; οὐδαμῇ οὐδὲν π. Pl.R. 53ob ; go astray, be out of one's wits, Id.Ti. 27c, 71e ; λόγοι παραλλάσσοντες delirious, E.Hipp. 935 ; degenerate, decline,εἰς μοναρχίαν ἐπαχθῆ Plu. Rom.26
.7 to be superior to, c. gen., π. ἅλιος ἄστρων Epigr. ap. D.L.8.78 ;π. ταῖς ψυχαῖς Sosyl.1
J.; τῇ διαφορᾷ τοῦ καθοπλισμοῦ πρὸς τὴν χρείαν παραλλάττων superior in.., Plb.18.25.2 ;κατά τι Iamb.Comm.Math.8
.8 Geom., of figures, coincide partially when applied, Euc.1.8, 3.24, Aristarch.Sam.8.9 Astron., display parallax, Ptol.Alm.5.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλάσσω
-
15 διωλύγιος
Grammatical information: adj.Meaning: uncertain (Pl. Tht. 162a, Lg. 890e); διωλύγιον acc. to H. = ἠχοῦν ἐπὶ πολύ, μέγα, καὶ σφοδρόν, διατεταμένον; acc. to the sch. on Pl. = περιβόητος and σκοτεινός, i.e. connected with ὀλολυγή and ἠλύγη.Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: 1,402Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > διωλύγιος
См. также в других словарях:
μηκή — μηκή, ἡ (Α) μηκασμός, βέλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μηκῶμαι (πρβλ. βληχώμαι: βληχή)] … Dictionary of Greek
μηκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηκῇ — μηκάομαι bleat pres subj mp 2nd sg (doric) μηκάομαι bleat pres ind mp 2nd sg (doric) μηκάζω fut ind mid 2nd sg (doric) μηκάζω fut ind act 3rd sg (doric) μηκή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκη — μή̱κη , μῆκος length neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μή̱κη , μῆκος length neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
ηλιακό φάσμα — Τo φάσμα του ηλιακού φωτός που εκτείνεται από την περιοχή των ακτίνων γάμμα έως την περιοχή των ραδιοκυμάτων. Έχει πολύ μεγάλη κλίμακα εντάσεων με μέγιστο στα μήκη κύματος του ορατού φωτός. Μολονότι το κεντρικό τμήμα της καμπύλης μεταβάλλεται… … Dictionary of Greek
μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
μήκ' — μηκά , μηκάς bleating one fem voc sg μηκά̱ , μηκή fem nom/voc/acc dual μηκά̱ , μηκή fem nom/voc sg (doric aeolic) μηκαί , μηκή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… … Dictionary of Greek