Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(μέλαθρα

См. также в других словарях:

  • μελάθρα — μελάθρα, ἡ (Α) 1. η οροφή 2. οικία, σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέλαθρον με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μέλαθρα — μέλαθρον roof tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλαθρ' — μέλαθρα , μέλαθρον roof tree neut nom/voc/acc pl μέλαθραι , μελάθρα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NASAMONES — populi Libyae, prope Occanum Atlanticum, navium Syrtibus involutarum spoliatores, et repto viventes, Lucan. l. 9. v. 439. Quas Nasamon gens dura legit, qui proxima Ponto Nudus rura tenet, quam mundi barbara damnis Syrtis alit; nam litoreis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • άνυμφος — ἄνυμφος, ον (Α) 1. ο χωρίς γάμο 2. φρ. α) «ἄνυμφος τροφή» άγαμος βίος β) «νύμφη ἄνυμφος» δυστυχισμένη νύφη γ) «ἄνυμφα μέλαθρα» σπίτι χωρίς γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • ένοικος — η, ο (AM ἔνοικος, ον) [οίκος] μσν. νεοελλ. 1. αυτός που μένει σ ένα οίκημα 2. ενοικιαστής αρχ. 1. αυτός που κατοικεί μέσα, κάτοικος 2. αυτός που παραμένει σ έναν τόπο 3. παθ. αυτός που κατοικείται («Παλλάδος ἔνοικα μέλαθρα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • δαρδάνιος — και δαρδάνειος, α, ον (Α) 1. ο τρωικός («δαρδάνεια μέλαθρα» τα ανάκτορα τής Τροίας) 2. το θηλ. ως ουσ. Δαρδανία (ενν. γη) η Τροία …   Dictionary of Greek

  • καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… …   Dictionary of Greek

  • μέλαθρο(ν) — το (Α μέλαθρον και μέλεθρον) νεοελλ. μεγαλοπρεπές κτήριο, πολυτελές οικοδόμημα, μέγαρο («Ιλίου μέλαθρον») αρχ. 1. η εσωτερική όψη τής στέγης και το κύριο δοκάρι που υποβαστάζει την οροφή 2. δοκός, δοκάρι («καὶ μέλαθρον ἐπ ἀμφοτέρων τῶν στύλων»,… …   Dictionary of Greek

  • νύχιος — νύχιος, ία, ον, θηλ. και νύχιος και, κατά δ. γρφ., νύχειος, εία, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται, που συμβαίνει κατά τη διάρκεια τής νύχτας, νυχτερινός («ἰὼ πῡρ πνεόντων χοράγ ἄστρων, νυχίων φθεγμάτων ἐπίσκοπε», Σοφ.) 2. αυτός που κάνει κάτι κατά τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»