-
1 αντιαζω
ἀντιάζω, ἀντιάω1) идти навстречу, встречать(ся)(τινά Her., Aesch. и τινί Hom.)
ὅ ἀντιάσας Hom. — (первый) встречный;πολέμοιο или μάχης ἀντιάαν Hom. — вступать в сражение;λέχος τινὸς ἀντιάαν Hom. — разделять чьё-л. ложе2) получать(ἑκατόμβης Hom.)
οὐ τάφου ἀντιάσας Soph. — не будучи погребенным;αἲ γὰρ δέ τοσσοῦτον ὀνήσιος ἀντιάσειεν Hom. — пусть бы постигла его такая же удача3) обращаться с просьбой, просить(τινά Soph., Eur.)
ἀντιάζω, μή με καταλίπῃς μόνον Soph. — молю, не оставляй меня одного4) med. принимать участие, присутствовать(γάμου Hom.)
-
2 αντιαω...
ἀντιάω...ἀντιάζω, ἀντιάω1) идти навстречу, встречать(ся)(τινά Her., Aesch. и τινί Hom.)
ὅ ἀντιάσας Hom. — (первый) встречный;πολέμοιο или μάχης ἀντιάαν Hom. — вступать в сражение;λέχος τινὸς ἀντιάαν Hom. — разделять чьё-л. ложе2) получать(ἑκατόμβης Hom.)
οὐ τάφου ἀντιάσας Soph. — не будучи погребенным;αἲ γὰρ δέ τοσσοῦτον ὀνήσιος ἀντιάσειεν Hom. — пусть бы постигла его такая же удача3) обращаться с просьбой, просить(τινά Soph., Eur.)
ἀντιάζω, μή με καταλίπῃς μόνον Soph. — молю, не оставляй меня одного4) med. принимать участие, присутствовать(γάμου Hom.)
-
3 ερως
- ωτος ὅ тж. pl.1) любовь, преимущ. страсть(ὅ ἔ. πάθος ἀλόγιστον Arst.)
ἔ. ἀνίκατος μάχαν Soph. — любовь, непобедимая в борьбе;ἔρωτ΄ ἐρᾶν Eur. — страстно любить, пылать любовью2) страстное желание, горячее стремление(τινός Aesch., περί τι Plat. и πρός τι Luc.)
ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσθαι Her. — (Павсаний), жаждущий стать властелином Эллады;ἔ. ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ἐκπλεῦσαι Thuc. — всеми овладело страстное желание отплыть, т.е. участвовать в морском походе;ἔ. αὐτὸν ἔσχε τῶν σκιερῶν σχηνημάτων Xen. — его потянуло к тенистым шатрам;ἔρωτες πόλεως Arph. — влечение к городу3) предмет любви, любовь(ἀπρόσικτος Pind.)
4) наслаждение, радостьἔφριξα ἔρωτι Soph. — я затрепетал от радости
-
4 συντινασσω
-
5 τεμνω
эп.-ион.-дор. τάμνω (fut. τεμῶ, aor. 2 ἔτεμον - ион. и дор. ἔτᾰμον, эп. τάμον, pf. τέτμηκα; pass.: fut. τμηθήσομαι, aor. ἐτμήθην, pf. τέτμημαι)(реже med.)
1) резать(Aesch., Plat.; οἱ ἰατροὴ καίουσι καὴ τέμνουσιν Xen.)
τὸ τέμνον Plat. — режущий предмет;τόμον τ. Plat. — делать надрез2) вырезывать, извлекать оперативным способом(βέλος ἐκ μηροῦ Hom.)
3) разрезать, разрубать(ἰχθῦς Her.)
οἱ πρόσθεν ὀδόντες οἷοι τ. Xen. — передние зубы, приспособленные к разрезанию4) вырезывать(ἱμάντας ἐκ δέρματος Her.)
5) отрезывать, отрубать(κεφαλέν ἀπὸ δειρῆς Hom.; κάρα τινός Aesch.)
6) срезывать, обстригать(τρίχας ἐκ κεφαλέων Hom.; τὸν πλόκον Soph.)
τρίχας ἐτμήθην Eur. — я обстриг себе волосы7) рубить(δένδρεα Hom.; ὕλην Thuc.)
8) нарезать, крошить, т.е. приготовлять(φάρμακον Plat.)
9) вырубать, ломать, т.е. добывать(λίθον Plat.)
10) обтесывать(δούρατα μακρά Hom.)
11) поражать, ранить(χρόα χαλκῷ Hom.)
ξιφουλκῷ χειρὴ πρὸς δέρην τεμών Aesch. — пронзив горло вооруженной мечом рукой12) кастрировать, оскоплять(ἐρίφους Hes.)
13) зарезывать, закалывать(κάπρον Διΐ Hom.)
τ. σφάγιά τινα Eur. — закалывать кого-л. в жертву14) скреплять жертвоприношением, освящать жертвойὅρκια τ. Hom. — произносить (взаимные) клятвы, заключать договор;
τ. ὅρκια περί τινος πρός τινα Polyb. — заключать договор о чем-л. с кем-л.15) клятвенно обязываться, заключать договорτ. τινὴ μένειν αἰεὴ τὸ ὅρκιον Her. — заключать с кем-л. договор о нерушимости клятвы (обязательства)
16) прорывать, прокапывать(τέλσον ἀρούρης Hom.; ὁχετούς Plat.; διώρυχες τετμημέναι Plat.)
17) прокладывать, проторять(ὁδούς Thuc.)
ὥστε οὐ τετμημένων τῶν ὁδῶν Her. — так как дороги не были проложены (ср. 18)18) рассекать, бороздить, т.е. проходить(πέλαγος Hom.)
βαθὺν ἠέρα τ. HH. — проноситься сквозь густой туман;ἐν ἄστροις οὐρανοῦ τ. ὁδόν Eur. — совершать свой путь среди небесных светил (ср. 17);19) рассекать, разделять(τ. δίχα или διχῇ Plat.)
μέσην τ. Λιβύην Her. — (о Ниле) пересекать Ливию посредине;Ἀργείας ὅρους γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς τ. Eur. — (о реке Танай) отделять рубежи Аргивской земли от земли Спартанской20) мат. делить(ἀριθμὸν τ. τινί, ἑπτὰ μέρη τεμόμενος Plat.)
21) разбивать, классифицировать(τέν δίποδα ἀγέλην Plat.)
22) выделять (в качестве надела), отводить(τεμενός τινι Hom.)
23) разорять, опустошать(γῆν Her.; ἀγρούς Plat.)
τῆς γῆς τ. Thuc. — разорять какую-то часть страны24) уничтожать на корню(τὸν σῖτον Xen.)
25) отсекать, т.е. отражать, отбивать(κίνδυνον σιδάρῳ Eur.)
26) решать, определять(τέλος μαχᾶν Pind.)
См. также в других словарях:
μαχᾶν — μάχη battle fem gen pl (doric aeolic) μαχάω wish to fight pres part act masc voc sg (doric aeolic) μαχάω wish to fight pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) μαχάω wish to fight pres part act masc nom sg (doric aeolic) μαχᾶ̱ν , μαχάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάχαν — μάχᾱν , μάχη battle fem acc sg (doric aeolic) μάχᾱν , μαχάω wish to fight imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μάχᾱν , μαχάω wish to fight imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαχάν, Άλφρεντ Θάγιερ — (Alfred Thayer Mahan, Γουέστ Πόιντ 1840 – Ουάσινγκτον 1914). Αμερικανός ναύαρχος και ιστορικός. Πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, κυρίως κατά την πρώτη εικοσαετία της υπηρεσίας του στο πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ, και αργότερα το ενδιαφέρον του… … Dictionary of Greek
Σωρίτις — ίτιδος και Σωρεῑτις, είτιδος, ἡ, Α προσωνυμία τής Δήμητρος, που χάριζε σωρούς από σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + κατάλ. ῖτις (πρβλ. Μαχαν ῖτις)] … Dictionary of Greek
έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν … Dictionary of Greek
μάχη — Σύγκρουση στρατιωτικών τμημάτων· αγώνας για την επίτευξη συγκεκριμένων τακτικών ή και στρατηγικών σκοπών. Οι μ. διακρίνονται σε αμυντικές, επιθετικές, εκ συναντήσεως, σε ανοιχτό πεδίο κ.ά. Αμυντική είναι η μ. όταν ο ένας από τους δύο… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek
πηνίτις — Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια. * * * και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, άτιδος, ἡ, Α (ως επίθ. τής Αθηνάς) η… … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
φαλαρίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που έχει φάλαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαρα + κατάλ. ῖτις (πρβλ. Μαχαν ῖτις)] … Dictionary of Greek