-
1 ἁμαρτάνω
Aἁμαρτήσομαι Od.9.512
, Th.4.55, etc.; later- ήσω Ev.Matt.18.21
, D.C.59.20, Gal.7.653, ([etym.] δι-) Hp.Praec.9, ([etym.] ἐξ-) Id.Acut. (Sp.)13: [tense] aor. 2ἥμαρτον Thgn.
, Pi., [dialect] Att.; [dialect] Ep. ἤμβροτον, but only ind.; [dialect] Aeol. [ per.] 3sg.ἄμβροτε Sapph.Supp.1.5
, inf.ἀμβρότην IG12(2).1.15
([place name] Mytilene); opt. ἁμάρτοιν (for ἁμάρτοιμι) Cratin.55 (dub.): [tense] aor. 1ἡμάρτησα Emp.115.4
(dub.), AP7.339 (Pall. or Luc.), D.S.2.14: [tense] pf.ἡμάρτηκα Hdt.9.79
, Ar.Pl. 961, etc., [dialect] Att.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἡμαρτήθην Th.2.65
, X.Vect.4.37: [tense] pf. , Antipho 5.77, etc.: [tense] plpf.ἡμάρτητο Th.7.18
, Lys.31.20:—miss the mark, esp. of spear thrown, abs., Il.5.287, etc.;ἔρριψεν, οὐδ' ἥμαρτε A. Fr.80
: c. gen.,φωτὸς ἁ. Il.10.372
; also ; ἁ. τῆς ὁδοῦ miss road, Ar.Pl. 961;τοῦ σκοποῦ Antipho 3.4.5
.2 generally, fail of one's purpose, go wrong, abs., Od.21.155, A.Ag. 1194, etc.: c. gen.,οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ Od.7.292
; μύθων ἡμάρτανε failed of good speech, 11.511; γνώμης, ἐλπίδων, βουλήσεως ἁ., Hdt.1.207, E.Med. 498, Th. 1.33,92; ἁ. τοῦ χρησμοῦ mistake it, Hdt.1.71: c. acc.,ἁ. τὸ ἀληθές Hdt.7.139
(codd., τἀληθέος Schäfer).3 fail of having, be deprived of, mostly c. gen., χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς that I should lose my sight by Ulysses' hands, Od.9.512;τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε A.Ag. 535
;ἁ. πιστῆς ἀλόχου E.Alc. 879
, cf. 144:—once with neut. Adj., οὐ γὰρ εἰκὸς.. ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ' 'tis not seemly that I should ask this of you in vain, S.Ph. 231:—rare in Prose,ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης Hdt.9.7
.β, cf. Th.7.50; δυοῖν κακοῖν οὐκ ἦν ἁμαρτεῖν (i.e. either one or the other) And.1.20, cf. S.El. 1320:—so μηδὲ δυοῖν φθάσαι ἁμάρτωσιν, ἢ.. ἢ .. fail to be before-hand in one of two things, Th.1.33.4 rarely, fail to do, neglect,φίλων ἡμάρτανε δώρων Il.24.68
;ξυμμαχίας ἁμαρτών A.Ag. 213
.II abs., do wrong, err, sin, Il.9.501, Semon.7.111, A.Pr. 262, S.El. 1207, etc.;ἄκοντες ἡμαρτάνομεν Pl.R. 336e
, cf. 340e, etc.:—c. part.,ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη S.Tr. 1136
;πρόθυμος ὢν ἥμαρτες E.Or. 1630
, cf. Antipho 2.2.1: c. dat. rei,ἁ. ῥήματι Pl.Grg. 489b
; ; :—with cognate acc.,ἁμαρτίαν ἁ. S.Ph. 1249
, E.Hipp. 320: with neut. Adj. or Pron., αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ' ἤμβροτον I erred in this, Od.22.154;πόλλ' ἁμαρτών A. Supp. 915
;ἀνθρώπινα X.Cyr.3.1.40
: in Prose more freq. ἁ. περί τινος or τι do wrong in a matter, Pl.Lg. 891e, Phdr. 242e; (codd.); ἁ. εἴς τινα sin against.., Hdt. 1.138, S.OC 968; ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν, ἐπὶ τὸ πλεῖον, Arist.EN 1126b1, 1118b16; ; .2 [voice] Pass.,ἡμαρτήθη ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς Th.2.65
, etc.: in [tense] pf. part., τἀμὰ δ' ἡμαρτημένα my plans are frustrate, S.OT 621; ; :—τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα, S.OC 439, 1269, X.An. 5.8.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαρτάνω
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… … Dictionary of Greek