Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(λίθαξ

См. также в других словарях:

  • λίθαξ — λίθαξ, ὁ, ἡ (Α) 1. σκληρός, πετρώδης («μή πώς μ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ κῡμα», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λίθαξ ο λίθος 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) βραχώδης γη 4. φρ. «κωφὴ λίθαξ» επιτάφιος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα αξ …   Dictionary of Greek

  • λίθαξ — stony masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθάκεσσι — λίθαξ stony masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθάκεσσιν — λίθαξ stony masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθάκων — λίθαξ stony masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθακα — λίθαξ stony masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθακας — λίθαξ stony masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθακες — λίθαξ stony masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθακι — λίθαξ stony masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθακος — λίθαξ stony masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθαξιν — λίθαξ stony masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»