-
1 Ιθώμη
-
2 Ιθωμη
(ῐ) ἥ Итома1) горная крепость в Гестиотиде, зап. Фессалия Hom.2) крепость в Мессении на горе того же названия, захватывавшаяся спартанцами в 723 и 455 гг. до н.э. Her. -
3 Ἰθώμη
Ἰθώμη: a town in Thessaly, Il. 2.729†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἰθώμη
-
4 Ἰθώμη
Βλ. λ. Ιθώμη -
5 Ἰθώμῃ
Βλ. λ. Ιθώμη -
6 Ιθώμη
-
7 Ithome
Ἰθώμη, ἡ.Man of Ithome: Ἰθωμήτης, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ithome
-
8 Итоми
-
9 κλωμακόεις
κλωμακόεις, εσσα, εν, steinig, felsig, Ἰϑώμη Il. 2, 729.
-
10 Ιθωμητης
- ου adj. m итомский ( эпитет Зевса по его храму на горе Ἰθώμη в Мессении) Plut. -
11 κλωμακοεις
-
12 Ιθώμην
-
13 Ἰθώμην
-
14 Ιθώμης
-
15 Ἰθώμης
-
16 κλῶμαξ
κλῶμαξ, - ᾰκοςGrammatical information: m.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Formation as λίθαξ, βῶλαξ etc. (Chantraine Formation 379). From a verbal noun *κλῶμος, prop. *`breach', from κλάω `brake' (s. v.)?; cf. περικεκλασμένος `lying on uneven, rocky grund', of τόποι, πόλεις, οἰκίαι (Plb.). Of the full grade in κλῆ-μα ( κλᾶ-μα), κλῆ-ρος ( κλᾶ-ρος)? - Beside it κρῶμαξ `id.', κρωμακόεις κρημνώδης H., κρωμακωτός (Eust. 330, 40; Paphlagonian) with ρ from κρημνός (which does no belong to κρεμάννυμι)? - After Belardi Doxa 3, 210 as Pre-Greek to Lat. grūmus `heap of earth., hill'. A connection with κλάω (and further κλῆμα, κλᾶρος) is improbable. The form with ρ could show Pre-Greek variationPage in Frisk: 1,879Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κλῶμαξ
См. также в других словарях:
Ἰθώμη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθώμῃ — Ἰθώμη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιθώμη — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας. Ήταν χτισμένη στη θέση του σημερινού οικισμού Φανάρι, όπου σώζονται λείψανα αρχαίου τείχους και μεσαιωνικό φρούριο. Στην Ιλιάδα αναφέρεται ότι οι κάτοικοί της πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με πλοία· επικεφαλής τους… … Dictionary of Greek
Ιθώμη — η 1. όνομα όρους της Μεσσηνίας, το Βουλκάνο. 2. αρχαία οχυρή πόλη της Μεσσηνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Итома — (Ίθώμη), нын. Вуркано, или Волкано, гора, возвышающаяся в середине Мессении и господствующая над ней, как естественный Акрополь. На вершине находилось святилище Зевса Итомского, почитавшегося без идола и храма, подобно Зевсу Ликейскому. В честь… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ἰθώμην — Ἰθώμη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰθώμης — Ἰθώμη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεσσήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά μία εκδοχή ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά του Άργους, Τριόπα, γιου του Φόρβα, ενώ σύμφωνα με κάποια άλλη ήταν κόρη του Φόρβα και της Εύβοιας και αδελφή του Τριόπα. Παντρεύτηκε τον Πολυκάονα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά… … Dictionary of Greek
Ithome — Coordinates: 37°11′10″N 21°55′30″E / 37.18611°N 21.925°E / 37.18611; 21.925 For other uses, see Ithome (disambiguation) … Wikipedia
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
Καρδίτσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.576 τ. χλμ., 129.541 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας με πρωτεύουσα την Καρδίτσα. Συνορεύει στα Β με τον νομό Τρικάλων, στα Α με τον νομό Λαρίσης, στα ΝΑ με τον νομό Φθιώτιδος, στα Ν με τους νομούς Ευρυτανίας και… … Dictionary of Greek