-
21 εχθαιρω
(fut. ἐχθᾰρῶ, aor. ἤχθηρα - дор. ἤχθᾱρα) ненавидеть(ἄλλον κ΄ ἐ. βροτῶν, ἄλλον κε φιλεῖν Hom.; πάντας θεούς Aesch.; τοὺς ἐναντιουμένους τινί Arst.; τέν κακίαν Plut.)
ἔχθος ἐχθήρας μέγα Soph. — возненавидев (ахейцев) страшной ненавистью;pass. — быть ненавидимым, быть предметом ненависти (τινι Aesch.):εἰ ταῦτα λέξεις, ἐχθαρεῖ (v. l. ἐχθαρῇ) ἐξ ἐμοῦ Soph. — если ты будешь это говорить, я возненавижу тебя -
22 κρουματικος
v. l. κρουσμᾰτικός 31) касающийся игры на струнном инструменте(σοφίη Anth.)
αἱ κρουσματικαὴ διάλεκτοι Plut. — музыкальные фразы2) пустозвонный, бессодержательный(λέξεις Polyb.)
-
23 Μοιρις
- ιδος, ион. ιος ὅ Мэрид1) легендарный царь Египта, по инициативе которого был вырыт громадный оросительный бассейн у г. Арсиноя - Μοίριος или Μοίριδος λίμνη - для сохранения на время засухи разлившихся вод Нила Her. etc.2) грамматик, предполож. II в. н.э., автор лексикографического сочинения Λέξεις Ἀττικαί -
24 ομωνυμος
21) носящий то же имя, соименный(Αἴαντε Hom.)
ὁμώνυμον (τέν πόλιν) τῇ ἑαυτοῦ πατρίδι Ἄργος ὀνομάσας Thuc. — назвав город по имени своей родины Аргосом;ὅ σαυτοῦ ὁ. Ἱπποκράτης Plat. — твой тезка Гиппократ;παντα τὰ ἐκείνοις ὁμώνυμα Plat. — тому подобные вещи, и прочее в этом роде2) грам. одноименный, (г)омонимный -
25 ονοματοποιεω
1) создавать имена, придумывать наименования Arst.2) создавать названия путем звукоподражания -
26 транскрибировать
лингв. μεταγράφω (τις λέξεις με τα σύμβολα του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транскрибировать
-
27 игра
играж1. τό παιγνίδι:\игра в карты τό χαρτοπαίγνιο· шахматная \игра τό σκάκι, τό ζατρίκιο·2. (состязание) ὁ ἀγώνας, τό παιχνίδι:Олимпийские игры οἱ 'Ολυμπιακοί ἀγῶνες·3. (исполнение) τό παίξιμο (музыканта)/ τό παίξιμο ἡθοποιού (артиста)· ◊ \игра слов τό παίξιμο μέ τίς λέξεις· \игра природы ἡ ἰδιοτροπία τής φύσης· \игра воображения τό δημιούργημα τής φαντασίας, ἡ φαντασιώδης ἐπινόηση· \игра случая ἡ ἰδιοτροπία τής τύχης· биржевая \игра τό παίξιμο στό χρηματιστήριο· \игра не стоит свеч погов. δέν ἀξίζει τόν κόπο. -
28 играть
игратьнесов в разн. знач. παίζω:\играть в футбол (в шахматы, в прятки) παίζω ποδόσφαιρο (σκάκι, κρυφτό)· \играть на бильярде παίζω μπιλιάρδο· \играть на скрипке (на рояле) παίζω βιολί (πιάνο)· ◊ \играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· \играть своей жизнью κινδυνεύω τή ζωή μου· солнце играет на поверхности воды ὁ ήλιος παίζει στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· улыбка играет на лице τό χαμόγελο σιγοπαίζει στό πρόσωπο· \играть на нервах ἐκνευρίζω, χτυπάω στά νεΰρα· \играть и а бирже παίζω στό χρηματιστήριο· \играть словами παίζω μέ τίς λέξεις· \играть кому́-л. на руку παίζω τό παιγνίδι κάποιου· это не играет роли δέν παίζει ρόλο· \играть первую скрипку παίζω τό πρῶτο βιολί. -
29 облекать
облекатьнесов1. (одевать во что-л.) уст. ντύνω, ἐνδύω, τυλίγω, περιβάλλω·2. перен (выражать, воплощать в какой-л. форме) ἐκφράζω, ἐνσαρκώνω, δίνω μορφή:\облекать свой мысли в слова ἐκφράζω τίς σκέψεις μου μέ λέξεις·3. перен (властью и т. п.) παρέχω, ἀπονέμω, δίνω:\облекать доверием παρέχω ἐμπιστοσύνη· ◊ \облекать тайной καθιστώ κάτι ἀπόρρητον. -
30 перемолвиться
перемолвитьсясов разг:\перемолвиться словом с кем-л. ἀνταλλάσσω δυό λέξεις μέ κάποιον. -
31 растягивать
растягиватьнесов1. (вытягивать) τεντώνω, τσιτώνω, τανύω:\растягивать сыру́ю кожу τεντώνω τό ἀκατέργαστο δέρμα· \растягивать о́бувь (узкую) ἀνοίγω τά παπούτσια·2. (лишать упругости) χαλαρώνω:\растягивать подтяжки χαλαρώνω τίς τιράντες·3. (расстилать) ἀπλώνω:\растягивать копер по полу ἀπλώνω τό χαλί στό πάτωμα4. (повреждать) στραγγουλίζω, στρομπουλίζω:\растягивать связки στραοποολίζω (или παθαίνω) διάστρεμμα·5. (продлевать) παρατείνω/ παραμακραί-νω, παρατραβώ (слишком сильно):\растягивать работу на месяц παρατείνω τήν ἐργασία ἐπί ἕνα μήνα· \растягивать доклад παραμακραίνω τήν εἰσήγηση· \растягивать удовольствие παρατείνω τήν ἀπόλαυση· ◊ \растягивать слова (ό)μιλώ σέρνοντας τίς λέξεις· \растягивать фронт ἀπλώνω πολύ τό μέτωπο. -
32 служебный
служебн||ыйприл1. ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, ὑπηρετικός:\служебныйые обязанности τά ὑπηρεσιακά καθήκοντά в \служебныйые часы στίς ὠρες ὑπηρεσίας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·2. (вспомогательный) βοηθητικός:\служебныйые слова лингв. α ἰ βοηθητικές λέξεις. -
33 употребйтельный
употреб||йтельныйприл συνειθισμένος, συνήθης:\употребйтельныйи́тельные слова λέξεις πού χρησιμοποιοῦνται συχνά. -
34 энклитика
энклитикаж лингв. τα ἐγκλητικά, οἱ ἐγκλινόμενες λέξεις. -
35 αχρείος
α, ο[ν] 1.1) скверный, дрянной, мерзкий;αχρείος καιρός — мерзкая погода;
ύφασμα αχρείας ποιότητος ткань низкого качества;2) низкий, подлый; бесстыдный, наглый;αχρείο υποκείμενο — подлый человек;
3) непристойный, неприличный;αχρεία διαγωγή — непристойное поведение;
αχρείες λέξεις — непристойные слова;
4) испорченный, развращённый, распущенный;2. (ο) обманщик; мерзавец, негодяй, подлец д -
36 εξαλείφω
μετ.1) выводить (пятна); 2) прям., перен. стирать; вычёркивать; изглаживать; уничтожать, устранять, ликвидировать;εξαλείφω δύο λέξεις — вычёркивать два слова;
απ' τη μνήμη μου — изглаживать из памяти;την κακή εντύπωση — сглаживать плохое впечатление;εξαλείφω από τού προσώπου της γης — стирать с лица земли;
εξαλείφω τα ιχνη τού εγκλήματος — замести следы преступления;
εξαλείφω τον αναλφαβητισμό (την εκμετάλλευση) — ликвидировать неграмотность (эксплуатацию);
ο χρόνος εξαλείφει τα χρώματα — время стирает краски;
§ εξαλείφ υποθήκη — выкупить заклад (недвижимого имущества)
-
37 σταυρωτός
η, [όν ]1) скрещённый; сложенный накрест;έχω τα χέρια μου σταυρωτά — скрестить руки;
2) двубортный;σταυρωτό κοστούμι — двубортный костюм;
§ σταυρωτές λέξεις — кроссворд
-
38 ώ
μόριον о! (употр, в обращении, часто не переводится);ώ φίλε! друг! ώ2/2επιφ. о!; ой!; а!; ах!, ох!; ого!;ώ2/2,
τί χαρά μου! — ах, какая радость;ώ2/2, τί έπαθα! — о, какая у меня беда!;
ώ2/2, της
βλακείας του! о, как он глуп!;ώ2/2, τί λέξεις! — да ну, что ты говоришь!;
ώ2/2, τί ντροπή! — или ώ2/2, τί ρεζιλίκι! — о, какой позор!;
ώ2/2, τί καλά! — ах, как хорошо!;
ώ, ώ, ώ! ой-ой-ой! -
39 lexis
-
40 spell
I [spel] past tense, past participle - spelt; verb1) (to name or give in order the letters of (a word): I asked him to spell his name for me.) συλλαβίζω2) ((of letters) to form (a word): C-a-t spells `cat'.) σχηματίζω(λέξη),διαβάζομαι3) (to (be able to) spell words correctly: I can't spell!) είμαι ορθογράφος4) (to mean or amount to: This spells disaster.) σημαίνω,ισοδυναμώ με•- speller- spelling II [spel] noun1) (a set or words which, when spoken, is supposed to have magical power: The witch recited a spell and turned herself into a swan.) ξόρκι,μαγικές λέξεις2) (a strong influence: He was completely under her spell.) ακατανίκητη έλξη,επιρροήIII [spel] noun1) (a turn (at work): Shortly afterwards I did another spell at the machine.) βάρδια2) (a period of time during which something lasts: a spell of bad health.) χρονική περίοδος3) (a short time: We stayed in the country for a spell and then came home.) σύντομο χρονικό διάστημα
См. также в других словарях:
λέξεις — λέξις speech fem nom/voc pl (attic epic) λέξις speech fem nom/acc pl (attic) λέγω 1 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 1 lay fut ind act 2nd sg λέγω 2 pick up fut ind act 2nd sg λέγω 3 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 3 lay fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek