Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(λέξεις)

  • 1 во

    πρόθ. βλ. в
    Χρησιμοποιείται ως•

    во: α) μπροστά από πολλές λέξεις που αρχίζουν από δύο ή τρία σύμφωνα, ιδιαίτερα αν το πρώτο είναι «В» ή «Ф»: во власти, во флоте, во сне. β) μπροστά από τις λέξεις: «весь», «всякий»: во весь голос• во всяком случае, γ) σε μερικές εκφράσεις: во-первых, во избежание.

    Большой русско-греческий словарь > во

  • 2 изо

    πρόθεση• χρησιμοποιείται αντί του «из» (βλ. из): α) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από δύο ή περισσότερα σύμφωνα, από τα οποία το πρώτο πρέπει να είναι «Р» ή «Л»: изо рта, изо льда; β) μπροστά από τις λέξεις: «весь», «всякий»; γ) σε μερικές εκφράσεις: изо дня в день.

    Большой русско-греческий словарь > изо

  • 3 невесть

    επίρ. (απλ.)
    1. άγνωστο• ακατανόητο•

    невесть кто άγνωστο ποιος.

    2. (με τις λέξεις «как», «какой») πολύ, σημαντικά ή όχι πολύ, ασήμαντα.
    3. (με τις λέξεις «кто», «что», «какой», «сколько»): πολύ σημαντικά ή σοβαρά•

    невесть кто πολύ σημαντικός•

    невесть что πολύ σημαντικό•

    невесть какой πολύ σπουδαίος (σημαντικός)•

    невесть сколько πάρα πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > невесть

  • 4 об...

    α) μπροστά από λέξεις, που αρχίζουν από φωνήεν: обыскать, обосновать, обучить, β) μπροστά από λέξεις, που αρχίζουν από σύμφωνο: обмыть, обклеить.

    Большой русско-греческий словарь > об...

  • 5 со

    πρόθ. βλ. с
    Χρησιμοποείται αντί αυτής α) όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει απο 23 σύμφωνα και κυρίως από τα: «Л», «Р», «Н» καθώς κ. μπροστά από λέξεις που αρχίζουν απο: «З», «С», «Щ», «Ш»: со льдом, со слезами, со шторами, со щавелем, со смехом, со слов, со зла, со всяким, со многими, со мною, β) σε διαλεκτικές λέξεις ή στη λαϊκή ποίηση: со белой руки.

    Большой русско-греческий словарь > со

  • 6 со...

    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων αντί του προθέματος «с...» α) μπροστά απο: «И», «Й», «ο», π.χ. соизволить, сойти, сообразить, β) μπροστά από δυο ή περισσότερα σύμφωνα: собрать, согнать, сорвать, составить, соткать, γ) μπροστά από σύμφωνο που το ακολουθεί «Ь»: совью, солью, сошью. δ) σε λέξεις κυρίως από το γραπτό λόγο: содеять, сокрыть, ε) σε διαλεκτικές λέξεις: сожечь, согрубить, содвигать.
    II.
    Χρησιμεύει για το σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημασία: κοινής ενέργειας, συνοδοιπορίας ή αλληλοσύνδεσης: соучастник, совместный, сострадательный.

    Большой русско-греческий словарь > со...

  • 7 убрать

    уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран
    κ. -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).

    || βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•

    убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•

    -подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.

    2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).
    διώχνω, εκδιώκω•

    -ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.

    || παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.
    3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•

    убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.

    4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•

    убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).

    5. τοποθετώ, βάζω•

    убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.

    || μαζεώ, περιστέλλω•

    убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.

    || συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.

    6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•

    за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.

    7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•

    убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•

    убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.

    || παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.
    1. φεύγω, αναχωρώ•

    он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.

    2. τελειώνω•

    вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.

    3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.
    4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.
    5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•

    все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).

    Большой русско-греческий словарь > убрать

  • 8 транскрибировать

    лингв. μεταγράφω (τις λέξεις με τα σύμβολα του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > транскрибировать

  • 9 игра

    игра
    ж
    1. τό παιγνίδι:
    \игра в карты τό χαρτοπαίγνιο· шахматная \игра τό σκάκι, τό ζατρίκιο·
    2. (состязание) ὁ ἀγώνας, τό παιχνίδι:
    Олимпийские игры οἱ 'Ολυμπιακοί ἀγῶνες·
    3. (исполнение) τό παίξιμο (музыканта)/ τό παίξιμο ἡθοποιού (артиста)· ◊ \игра слов τό παίξιμο μέ τίς λέξεις· \игра природы ἡ ἰδιοτροπία τής φύσης· \игра воображения τό δημιούργημα τής φαντασίας, ἡ φαντασιώδης ἐπινόηση· \игра случая ἡ ἰδιοτροπία τής τύχης· биржевая \игра τό παίξιμο στό χρηματιστήριο· \игра не стоит свеч погов. δέν ἀξίζει τόν κόπο.

    Русско-новогреческий словарь > игра

  • 10 играть

    играть
    несов в разн. знач. παίζω:
    \играть в футбол (в шахматы, в прятки) παίζω ποδόσφαιρο (σκάκι, κρυφτό)· \играть на бильярде παίζω μπιλιάρδο· \играть на скрипке (на рояле) παίζω βιολί (πιάνο)· ◊ \играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· \играть своей жизнью κινδυνεύω τή ζωή μου· солнце играет на поверхности воды ὁ ήλιος παίζει στήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ· улыбка играет на лице τό χαμόγελο σιγοπαίζει στό πρόσωπο· \играть на нервах ἐκνευρίζω, χτυπάω στά νεΰρα· \играть и а бирже παίζω στό χρηματιστήριο· \играть словами παίζω μέ τίς λέξεις· \играть кому́-л. на руку παίζω τό παιγνίδι κάποιου· это не играет роли δέν παίζει ρόλο· \играть первую скрипку παίζω τό πρῶτο βιολί.

    Русско-новогреческий словарь > играть

  • 11 облекать

    облекать
    несов
    1. (одевать во что-л.) уст. ντύνω, ἐνδύω, τυλίγω, περιβάλλω·
    2. перен (выражать, воплощать в какой-л. форме) ἐκφράζω, ἐνσαρκώνω, δίνω μορφή:
    \облекать свой мысли в слова ἐκφράζω τίς σκέψεις μου μέ λέξεις·
    3. перен (властью и т. п.) παρέχω, ἀπονέμω, δίνω:
    \облекать доверием παρέχω ἐμπιστοσύνη· ◊ \облекать тайной καθιστώ κάτι ἀπόρρητον.

    Русско-новогреческий словарь > облекать

  • 12 перемолвиться

    перемолвиться
    сов разг:
    \перемолвиться словом с кем-л. ἀνταλλάσσω δυό λέξεις μέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > перемолвиться

  • 13 растягивать

    растягивать
    несов
    1. (вытягивать) τεντώνω, τσιτώνω, τανύω:
    \растягивать сыру́ю кожу τεντώνω τό ἀκατέργαστο δέρμα· \растягивать о́бувь (узкую) ἀνοίγω τά παπούτσια·
    2. (лишать упругости) χαλαρώνω:
    \растягивать подтяжки χαλαρώνω τίς τιράντες·
    3. (расстилать) ἀπλώνω:
    \растягивать копер по полу ἀπλώνω τό χαλί στό πάτωμα
    4. (повреждать) στραγγουλίζω, στρομπουλίζω:
    \растягивать связки στραοποολίζω (или παθαίνω) διάστρεμμα·
    5. (продлевать) παρατείνω/ παραμακραί-νω, παρατραβώ (слишком сильно):
    \растягивать работу на месяц παρατείνω τήν ἐργασία ἐπί ἕνα μήνα· \растягивать доклад παραμακραίνω τήν εἰσήγηση· \растягивать удовольствие παρατείνω τήν ἀπόλαυση· ◊ \растягивать слова (ό)μιλώ σέρνοντας τίς λέξεις· \растягивать фронт ἀπλώνω πολύ τό μέτωπο.

    Русско-новогреческий словарь > растягивать

  • 14 служебный

    служебн||ый
    прил
    1. ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, ὑπηρετικός:
    \служебныйые обязанности τά ὑπηρεσιακά καθήκοντά в \служебныйые часы στίς ὠρες ὑπηρεσίας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·
    2. (вспомогательный) βοηθητικός:
    \служебныйые слова лингв. α ἰ βοηθητικές λέξεις.

    Русско-новогреческий словарь > служебный

  • 15 употребйтельный

    употреб||йтельный
    прил συνειθισμένος, συνήθης:
    \употребйтельныйи́тельные слова λέξεις πού χρησιμοποιοῦνται συχνά.

    Русско-новогреческий словарь > употребйтельный

  • 16 энклитика

    энклитика
    ж лингв. τα ἐγκλητικά, οἱ ἐγκλινόμενες λέξεις.

    Русско-новогреческий словарь > энклитика

  • 17 spell

    I [spel] past tense, past participle - spelt; verb
    1) (to name or give in order the letters of (a word): I asked him to spell his name for me.) συλλαβίζω
    2) ((of letters) to form (a word): C-a-t spells `cat'.) σχηματίζω(λέξη),διαβάζομαι
    3) (to (be able to) spell words correctly: I can't spell!) είμαι ορθογράφος
    4) (to mean or amount to: This spells disaster.) σημαίνω,ισοδυναμώ με
    - spelling II [spel] noun
    1) (a set or words which, when spoken, is supposed to have magical power: The witch recited a spell and turned herself into a swan.) ξόρκι,μαγικές λέξεις
    2) (a strong influence: He was completely under her spell.) ακατανίκητη έλξη,επιρροή
    III [spel] noun
    1) (a turn (at work): Shortly afterwards I did another spell at the machine.) βάρδια
    2) (a period of time during which something lasts: a spell of bad health.) χρονική περίοδος
    3) (a short time: We stayed in the country for a spell and then came home.) σύντομο χρονικό διάστημα

    English-Greek dictionary > spell

  • 18 энклитика

    [ενκλίτικα] ουσ. θ. (γλωσ.) οι εγκλιτικές λέξεις

    Русско-греческий новый словарь > энклитика

  • 19 энклитика

    [ενκλίτικα] ουσ θ (γλωσ.) οι εγκλιτικές λέξεις

    Русско-эллинский словарь > энклитика

  • 20 абракадабра

    θ.
    αμπρακανταύρα, άναρθρες φωνές, λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > абракадабра

См. также в других словарях:

  • λέξεις — λέξις speech fem nom/voc pl (attic epic) λέξις speech fem nom/acc pl (attic) λέγω 1 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 1 lay fut ind act 2nd sg λέγω 2 pick up fut ind act 2nd sg λέγω 3 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 3 lay fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»